Στη συνεισφορά του κλάδου μαρμάρου στην ελληνική οικονομία, στην θετική πορεία της αγοράς τα τελευταία χρόνια, αλλά και στις προοπτικές για το επόμενο διάστημα αναφέρεται ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Μαρμάρου Μακεδονίας-Θράκης (Σ.Ε.Μ.Μ.Θ), Γιώργος Λιανός.
Όπως τονίζει ο κ. Λιανός στο Οικοδομή Expo News, οι ελληνικές επιχειρήσεις μαρμάρου έχουν επεκτείνει τη δραστηριότητά τους με επενδύσεις στη Βουλγαρία, στην Αλβανία και στα Σκόπια, ενισχύοντας τη διεθνή τους παρουσία. Tο 76% της παραγωγής να εξάγεται σε κορυφαίες αγορές, όπως η Κίνα, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και οι ΗΠΑ. Η δυναμική των εξαγωγών κορυφώθηκε την περίοδο 2017-2019, με την αξία των εξαγωγών να αυξάνεται από 300 εκατ. ευρώ το 2016 στα 500 εκατ. ευρώ το 2018, ενώ το 2019 έκλεισε στα 400 εκατ. ευρώ. Η πανδημία COVID-19 προκάλεσε σημαντικές επιπτώσεις, ο κλάδος όμως διατήρησε την ανθεκτικότητά του με την αξία εξαγωγών να σταθεροποιείται στα 300 εκατ. ευρώ το 2021-2023.
Για το 2024, το πρώτο εξάμηνο υπερέβη τα 150 εκατ. ευρώ, δείχνοντας ότι η χρονιά μπορεί να κλείσει σε παρόμοια επίπεδα, σε απόσταση από τις κορυφές του 2018-2019 παρά τις προσαρμογές και τις εναλλακτικές των επιχειρήσεων. Το επίκεντρο της εξόρυξης μαρμάρου εντοπίζεται στη Βόρεια Ελλάδα (Δράμα – Καβάλα – Θάσο κυρίως), όπου χωροθετείται το 70% των λατομείων μαρμάρου πανελλαδικά στα οποία εξορύσσεται πάνω από το 90% της πρωτογενούς αξίας, ενώ σημαντικές ποσότητες εξορύσσονται επίσης σε τοποθεσίες όπως το Πήλιο, η Εύβοια, η Βοιωτία και η Κρήτη. Σύμφωνα με τον ΣΕΜΜΘ, τα ελληνικά λευκά μάρμαρα, όπως το Πεντελικό, το χιονόλευκο Θάσου και τα δολομιτικά Δράμας, διακρίνονται για τη φυσική τους λάμψη, την καθαρότητα και την εξαιρετική λευκότητά τους, ενώ μάρμαρα όπως το ημίλευκο Καβάλας χρησιμοποιείται ευρέως στον κατασκευαστικό κλάδο, τόσο της εσωτερικής όσο και της διεθνούς αγοράς.
Προοπτικές και προκλήσεις
Ο κ. Λιανός επισημαίνει πως ο κλάδος του μαρμάρου στην Ελλάδα βρίσκεται σε μια καλή συγκυρία, με πολλές προοπτικές ανάπτυξης. Αναφορικά με την εσωτερική ελληνική αγορά, διαπιστώνοντας την αύξηση των επενδύσεων στον κατασκευαστικό κλάδο, ο πρόεδρος του ΣΕΜΜΘ θεωρεί ότι υπάρχει περιθώριο ανόδου του μεριδίου του κλάδου. Με συνδυασμό ποιοτικής παραγωγής, ανταγωνιστικότητας και διεθνούς απήχησης, το ελληνικό μάρμαρο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της οικονομίας και της πολιτιστικής ταυτότητας της Ελλάδας, αναδεικνύοντας την εξωστρέφεια ως βασικό πυλώνα βιώσιμης ανάπτυξης.
Ωστόσο ο κλάδος μαρμάρου στην Ελλάδα, παρά την ισχυρή του θέση στις διεθνείς αγορές, αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις που περιορίζουν την περαιτέρω ανάπτυξή του. Ενδεικτικά αναφέρουμε, πολυπλοκότητα και καθυστερήσεις στις αδειοδοτήσεις, υψηλό ενεργειακό κόστος, περιβάλλον πληθωρισμού και υψηλών επιτοκίων με αύξηση λειτουργικού κόστους, ελλείψεις σε εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και εισαγωγές υλικών χωρίς δασμούς από χώρες χαμηλού κόστους, οι οποίες δεν τηρούν τις ίδιες περιβαλλοντικές υποχρεώσεις με εμάς.
Τα αιτήματα του κλάδου προς την Πολιτεία περιλαμβάνουν τη βελτίωση και απλοποίηση του αδειοδοτικού πλαισίου, τη μείωση του ενεργειακού κόστους μέσω επιδοτήσεων, καθώς και φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις σε τεχνολογία και καινοτομία, ενίσχυση της εκπαίδευσης εξειδικευμένου προσωπικού και επίσης προβολή, προώθηση και στήριξη των εξαγωγών του Ελληνικού Μαρμάρου. Η στήριξη του Ελληνικού Δημοσίου στους τομείς αυτούς είναι καίρια για να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού μαρμάρου στις διεθνείς αγορές και να ενισχυθεί η συμβολή του στην ελληνική οικονομία.
Στον κλάδο απασχολούνται περίπου 6.500 εργαζόμενοι πρωτογενώς, και η εκτίμηση είναι ότι δευτερογενώς απασχολούνται περί τους 18.000 εργαζόμενους. Ως εκ τούτου καταγράφεται μία αποφασιστική συμβολή τόσο στην τοπική όσο και στην Εθνική οικονομία, με πολλαπλασιαστικό όφελος 2,19 ευρώ για κάθε 1 ευρώ πώλησης μαρμάρου.