Ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) χρειάζεται η Ελλάδα προκειμένου να συγκλίνει σε μια πενταετία με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο αφορά τη συνεισφορά του κλάδου στην οικονομία.
Βάσει μελέτης της Deloitte, υπό τον τίτλο «οι προοπτικές του κλάδου ΤΠΕ στην Ελλάδα», η οποία παρουσιάστηκε χθες στο συνέδριο του Συνδέσμου Εταιριών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΣΕΠΕ), τα τελευταία 6 χρόνια ο σύνθετος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης (Compound Annual Growth Rate – CAGR) των ΤΠΕ ήταν 6,17%, με την πραγματική αξία του κλάδου από 5,804 δις. το 2019 να διαμορφώνεται σε 7,750 δις. (εκτίμηση) φέτος, συνεισφέροντας στο ΑΕΠ της χώρας (το 2024) 3,9% (3,5% το 2023).
Στην ΕΕ η συνεισφορά των ΤΠΕ (μέσος όρος) είναι 5,5%, ως εκ τούτου για επέλθει σύγκλιση ο κλάδος στην Ελλάδα πρέπει το 2029 να αποκτήσει αξία 12,5 δις. δηλαδή να «τρέξει» με μέσο ρυθμό 10,03%.
Αν διατηρήσει τον ίδιο ρυθμό (6,17%) η αξία του κλάδου θα διαμορφωθεί σε 10,4 δις. ή 4,6% του ΑΕΠ.
Την τελευταία πενταετία ο κλάδος αναπτύσσεται με ρυθμό τέσσερις φορές μεγαλύτερο από την υπόλοιπη οικονομία (CAGR ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας 2019 – 2023, 1,65%) κάτι που επίσης καταδεικνύει ότι για να πετύχει η χώρα τη σύγκλιση στις ΤΠΕ χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια.
Σύμφωνα με τα ευρήματά της εν λόγω έρευνας οι εταιρίες του κλάδου, με εκτιμώμενο κύκλο εργασιών που αγγίζει τα 13,8 δισ. ευρώ ετησίως και περισσότερους από 300.000 απασχολούμενους, συνεισφέρουν σημαντικά στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της συμβολής του κλάδου είναι ότι η ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, μέσω του gov.gr και του ΚΕΔ (Κέντρου Διαλειτουργικότητας) έχει εκτιμηθεί ότι απέφερε περίπου 3 δισ. ευρώ οφέλη τα πρώτα πέντε χρόνια λειτουργίας τους και περίπου 2,5 δισ. ευρώ επιπλέον έσοδα λόγω περιορισμού της φοροδιαφυγής.
Όπως επισημάνθηκε από τον Νίκο Χριστοδούλου, Partner, Technology & Transformation Leader, της Deloitte ο οποίος παρουσίασε τα στοιχεία της μελέτης ο κλάδος ΤΠΕ αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, όπως η έλλειψη ταλέντου, οι ανεπαρκείς υποδομές και οι κανονιστικοί περιορισμοί. Μόλις το 2% των στελεχών των εταιριών (έρευνα με δείγμα 200 στελέχη) θεωρεί ότι οι υπάρχουσες ψηφιακές υποδομές επαρκούν, ενώ το 63% αναγνωρίζει ότι χρειάζονται σημαντικές βελτιώσεις.
4 άξονες
Επιπρόσθετα, η μελέτη προτείνει τέσσερις βασικούς άξονες για τη μελλοντική ανάπτυξη του κλάδου:
1. Διεθνοποίηση: Ενίσχυση των εξαγωγών και δημιουργία διεθνών κέντρων, όπως data centers. Ως απαραίτητα μέτρα θεωρούνται, η δημιουργία πλατφόρμας για την προώθηση του κλάδου και τη διασύνδεση με επιχειρήσεις του εξωτερικού, ετήσιο συνέδριο διεθνούς βεληνεκούς στη χώρα με αντικείμενο τις ΤΠΕ, εμπορικές αποστολές κατ’ έτος με αποκλειστική εστίαση σε ΤΠΕ σε συνδιοργάνωση με τους κλαδικούς φορείς.
2. Επένδυση στην Καινοτομία: Στήριξη της ανάπτυξης καινοτόμων λύσεων για εθνικές ανάγκες, όπως η κυβερνοασφάλεια και η άμυνα. Προτείνεται η δημιουργία τεχνολογικού πάρκου μεγάλης κλίμακας επικεντρωμένου στην επιστήμη των ΤΠΕ, λειτουργικό εντός των επόμενων 3 ετών, υιοθέτηση καινοτομίας στη Δημόσια Διοίκηση εκτός διαγωνιστικών διαδικασιών και 0,2% αύξηση δαπανών καινοτομίας ανά έτος, επί του ΑΕΠ, προκειμένου να επιτευχθεί η στόχευση του 3% επί του ΑΕΠ σε βάθος 5-7 ετών.
3. Ανθρώπινο Δυναμικό: Ανάγκη για 1.500 επιπλέον αποφοίτους ανά έτος, μέσα από τη δημιουργία 30 νέων μεταπτυχιακών προγραμμάτων συναφών με ΤΠΕ, 1.000 απονομές tech visas σε ετήσια βάση, με στόχο την εισαγωγή ταλέντου και τεχνογνωσίας από το εξωτερικό, 1.000 στελέχη – ειδικοί ΤΠΕ που θα επαναπατριστούν σε βάθος 5 ετών.
4. Ψηφιακή Οικονομία: 100% φορολογική υπερ έκπτωση για επενδύσεις και δράσεις κατάρτισης σε επιλεγμένες τεχνολογίες αιχμής (πχ. κυβερνοασφάλεια και Τεχνητή Νοημοσύνη), 100% εξασφάλιση χρηματοδότησης σε ετήσια βάση για τις ανάγκες συντήρησης και επέκτασης των συστημάτων ΤΠΕ της Δημόσιας Διοίκησης και αντιμετώπιση των εν λόγω δαπανών ως πάγιες και διαρκείς ανάγκες, 100% ψηφιοποίηση όλων των υπηρεσιών του Δημοσίου και υποχρεωτική εξάλειψη έγχαρτων συναλλαγών στους φορείς εντός των επόμενων 5 ετών.