Τέσσερα μείζονος σημασίας θέματα που επηρεάζουν την εξέλιξη των επενδυτικών σχεδίων των τηλεπικοινωνιακών παρόχων, OTE, Vodafone και Nova, βρίσκονται στο τραπέζι της συζήτησης με τη ρυθμιστική αρχή και το αρμόδιο υπουργείο, προκειμένου το επόμενο διάστημα να ληφθούν αποφάσεις.
Το πρώτο αφορά την εκκίνηση της διαδικασίας ανανέωσης – επέκτασης των δικαιωμάτων χρήσης Ραδιοφάσματος που λήγουν μέχρι το 2030. Πρόκειται για τα δικαιώματα των τριών παρόχων στις ζώνες των 900 MHz και 1.800 MHz με λήξη το 2027 και 800 MHz και 2.600 MHz με λήξη το 2030.
Οι συχνότητες αυτές, με τη λογική του σπάνιου πόρου η οποία κυριαρχούσε στην Ευρώπη τα προηγούμενα χρόνια, παραχωρήθηκαν στους παρόχους για 15 χρόνια, έπειτα από δημοπρασία που διενήργησε η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) πετυχαίνοντας συνολικό τίμημα 761,646 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, οι συνθήκες έχουν αλλάξει με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παραδέχεται ότι το υψηλό κόστος των αδειών ραδιοφάσματος επηρεάζει την υγιή ανάπτυξη του τηλεπικοινωνιακού κλάδου. Θεωρείται πλέον ότι οι δεσμεύσεις για επενδύσεις δικτύου αποτελούν καλύτερο κριτήριο για τη χορήγηση αδειών σε σχέση με την προσέγγιση της άντλησης μετρητών μέσω των δημοπρασιών.
Τα κράτη μέλη προκειμένου να πετύχουν τους στόχους της Ψηφιακής Δεκαετίας 2030 παροτρύνονται να υιοθετήσουν μακροπρόθεσμες παρατάσεις υφιστάμενων αδειών φάσματος. Ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (Οδηγία (ΕΕ) 2018/1972, η οποία ενσωματώθηκε στο Ελληνικό Δίκαιο ως ν.4727/2020 «Ψηφιακή Διακυβέρνηση – Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες») μάλιστα ορίζει ως ελάχιστη αποδεκτή διάρκεια ισχύος των δικαιωμάτων χρήσης φάσματος την εικοσαετία.
Στα παραπάνω συνηγορούν και τα συμπεράσματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως αποτυπώθηκαν το Φεβρουάριο 2024 στη Λευκή Βίβλο (White Paper) «How to master Europe’s digital infrastructure needs» η οποία αναλύει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη στην ανάπτυξη των δικτύων συνδεσιμότητας.
Επιπρόσθετα η μελέτη «Much More than a Market» του Ιταλού πρώην πρωθυπουργού Enrico Letta για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με το μέλλον της Ενιαίας Αγοράς υποστηρίζει την ενοποίηση της πολιτικής ραδιοφάσματος μέχρι το 2027, με εναρμόνιση στα κριτήρια διαχείρισης της εκχώρησης ραδιοσυχνοτήτων. Όπως υπογραμμίζεται στη μελέτη στόχος πρέπει να είναι η ενίσχυση της παροχής υπηρεσιών αιχμής στους ευρωπαίους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις έναντι της δημιουργίας εσόδων μέσω δημοπρασιών.
Στο πλαίσιο αυτό ένα από τα σενάρια που εκτιμάται ότι θα εξεταστεί για τις άδειες που λήγουν μέχρι το 2030 είναι η παράτασή τους για 5 ή 7 χρόνια αφού προηγηθεί διαβούλευση από την ΕΕΤΤ ώστε να εκδηλωθεί, εφόσον υπάρχει (κάτι μάλλον απίθανο) ενδιαφέρον από τρίτο φορέα, αλλά και να διατυπωθεί τυχόν διεκδίκηση από κάποιον από τους τρεις παρόχους για περισσότερο φάσμα.
Το δεύτερο σενάριο είναι η κυβέρνηση να αποφασίσει για λόγους εισπρακτικούς να αγνοήσει το τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη και να προχωρήσει σε δημοπρασία για την εκ νέου παραχώρηση των εν λόγω συχνοτήτων. Εκτιμάται ότι η τελική απόφαση θα ληφθεί εντός του 2025 κεντρικά από την κυβέρηση, έπειτα από εισήγηση της ΕΕΤΤ και του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνουν τα στελέχη των παρόχων, η απόφαση είναι αναγκαίο να ληφθεί εγκαίρως, προκειμένου να διασφαλιστεί επαρκής χρόνος για τον σχεδιασμό στον κλάδο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τον περιορισμό της επενδυτικής αβεβαιότητας.
Το δεύτερο θέμα που απασχολεί τον τηλεπικοινωνιακό κλάδο είναι η επικαιροποίηση κοστολογικού μοντέλου των τιμών χονδρικής (NGA Bottom-Up LRIC+). Το νέο μοντέλο, το οποίο συζητείται επί μακρό χρονικό διάστημα, θα τεθεί το επόμενο διάστημα σε Δημόσια Διαβούλευση από την ΕΕΤΤ. Θεωρείται κρίσιμο ως εργαλείο για τον ανταγωνισμό και την προσπάθεια της μετάβασης από το δίκτυο του χαλκού στις οπτικές ίνες.
Μοντέλο από το… 2003
Στο μεταξύ με μελέτη που έχουν καταθέσει στην ΕΕΤΤ (Ιούλιος 2022) οι πάροχοι προτείνουν νέο μοντέλο τιμολόγησης των ετήσιων τελών ραδιοσυχνοτήτων (MW fees) και αυτό αποτελεί το τρίτο υπό συζήτηση θέμα.
Όπως υποστηρίζουν η ισχύουσα μεθοδολογία υπολογισμού των ετήσιων τελών χρήσης ραδιοσυχνοτήτων δεν έχει επικαιροποιηθεί επί της ουσίας από το 2003, με συνέπεια να μην λαμβάνει καθόλου υπόψη τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις.
Η μελέτη εκπονήθηκε από το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Συστημάτων Επικοινωνιών Υπολογιστών (ΕΠΙΣΕΥ) του ΕΜΠ.
Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία
Το τέταρτο σημαντικό ζήτημα για το οποίο αναμένονται αποφάσεις το επόμενο διάστημα, πιθανότατα στις αρχές του 2025, αφορά στην εναρμόνιση των ορίων έκθεσης του κοινού στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία (EMF) με τις Διεθνείς Συστάσεις. Η Επιτροπή που έχει συσταθεί αναμένεται να παραδώσει το πόρισμά της στο αρμόδιο υπουργείο ώστε να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση.
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χώρες με σημαντικά χαμηλότερα όρια EMF (30%-40%) από τα οριζόμενα στις Διεθνείς Συστάσεις. Για τους παρόχους η εναρμόνιση των ορίων αποτελεί το απαραίτητο επόμενο στάδιο της πλήρους ανάπτυξης των δικτύων 5ης γενιάς. Η σύσταση της εννεαμελούς θεσμοθετημένης Ειδικής Επιτροπής (30/08/24) που εξετάζει συνολικά τις παραμέτρους της αναπροσαρμογής των ορίων αποτελεί αναγκαίο βήμα για την εξέταση του ζητήματος.
Όπως επισημαίνεται σχετικά οι συστάσεις της Διεθνούς Επιτροπής για την Προστασία από Μη Ιοντίζουσες Ακτινοβολίες (International Commission on Non-Ionizing Radiation Protection – ICNIRP), έχουν προταθεί από την ΕΕ και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.) και εφαρμόζονται από την συντριπτική πλειονότητα των αναπτυγμένων ψηφιακά κρατών. Τα εναρμονισμένα, επιστημονικά τεκμηριωμένα όρια ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που συστήνει η ICNIRP, είναι ασφαλή για το κοινό και έχουν δοκιμαστεί εδώ και 2 δεκαετίες αποδεικνύοντας τη μη επιβλαβή φύση των περιοχών φάσματος που θα χρησιμοποιηθούν για 5G, ακόμη και για ομάδες υψηλού κινδύνου.
Προστίθεται ότι, ο σχεδιασμός με τα τρέχοντα αυστηρότερα όρια, μεταξύ άλλων, περιορίζει σε μεγάλο βαθμό την πλήρη αξιοποίηση του φάσματος συχνοτήτων και τη λειτουργικότητα των δικτύων 5G, ενώ επιφέρει επιπλέον περιβαλλοντική επιβάρυνση καθώς οδηγεί στην αύξηση του αριθμού των επιπλέον σταθμών βάσης που κρίνονται αναγκαίοι για την υλοποίηση των νέων υπηρεσιών.