Σε μια πολλά υποσχόμενη αγορά αναδεικνύεται ο τομέας της ενεργειακής απόδοσης και εξοικονόμησης ενέργειας στο φόντο των στόχων που έχουν τεθεί τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και στα πλαίσια του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα.
Το ενδιαφέρον αυξάνει τόσο για τις εταιρείες που ειδικεύονται στην διαμόρφωση και προσφορά ολοκληρωμένων πακέτων και λύσεων όσο και στην πλευρά των καταναλωτών που βλέπουν οι εν λόγω επενδύσεις να μετρούν εξαιρετικά μειωμένο χρόνο απόσβεσης σε σχέση με μερικά χρόνια πριν.
Προφανώς, η προσοχή εστιάζει για την ώρα σε μεγάλες καταναλώσεις (βιομηχανίες, επιχειρήσεις, ξενοδοχεία, σούπερ μάρκετ), ωστόσο αναγνωρίζεται η συνολικότερη δυναμική που προκύπτει από την υφιστάμενη κατάσταση του κτιριακού αποθέματος και δημιουργεί μια σημαντικά «ουρά» για την μεγέθυνση του κύκλου εργασιών, όπως ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ο Σπύρος Ράπτης Country General Manager για την Ελλάδα και την Κύπρο της Shneider Electric και ο Διονύσης Ποτουρίδης Services Director για Ελλάδα, Κύπρο και Μάλτα της εταιρείας σε συνάντηση με δημοσιογράφους εχθές.
Ενδεικτικό είναι ότι αν και σήμερα ο τομέας της εξοικονόμησης και της ενεργειακής απόδοσης αντιπροσωπεύουν ένα μικρό μέρος σε όρους services στο συνολικό τζίρο της εταιρείας στην Ελλάδα, η εκτίμηση είναι ότι αυτό θα πενταπλασιαστεί τα επόμενα χρόνια. Αυτό γιατί το «roadmap διευρύνεται διαρκώς», όπως αναφέρθηκε, με νέες κατηγορίες πελατών να καλούνται να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις και τα δεδομένα της εποχής, όπου είναι η ενεργειακή απόδοση και η εξοικονόμηση ενέργειας σε συνδυασμό με την ασφάλεια και την βιωσιμότητα (sustainability) έχουν εξελιχθεί σε βασικό trend της ενεργειακής πραγματικότητας. «Η αγορά ανοίγει σημαντικά χρόνο με τον χρόνο και δεν αφορά μόνο την υπηρεσία αλλά και τον ίδιο τον εξοπλισμό που συνοδεύει το όλο εγχείρημα», σημείωσαν χαρακτηριστικά.
Άλλωστε, σε μια γενική εκτίμηση, ο εν λόγω τομέας αναμένεται να φτάσει να αντιπροσωπεύει το 30% του κύκλου εργασιών της εταιρείας τα επόμενα χρόνια σε μια λογική συνέχεια της ενασχόλησης και της επεξεργασίας λύσεων από την μεριά της Shneider Electric που έχει προηγηθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Οι προβλέψεις του ΕΣΕΚ
Το μέγεθος της οικείας ελληνικής αγοράς αποτυπώνεται στα στοιχεία του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ όπου προσδιορίζεται/καθορίζεται στόχος μείωσης της μέσης χρήσης πρωτογενούς ενέργειας στα κτίρια του οικιακού τομέα κατά 16% έως το έτος 2030 και κατά 20-22% έως το έτος 2035.
Ταυτόχρονα, επαναπροσδιορίζεται ο στόχος για την περίπτωση των λοιπών κτιρίων, βάσει του οποίου, το 16% των κτιρίων με τις χειρότερες επιδόσεις πρέπει να ανακαινιστεί έως το έτος 2030 και το 26% των κτιρίων με τις χειρότερες επιδόσεις πρέπει να ανακαινιστεί έως το έτος 2033. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Υπουργείου, οι στόχοι για εκπομπές άνθρακα και εξοικονόμηση κτιρίων έως το 2040 προϋποθέτουν επενδύσεις της τάξης των 50 δις ευρώ σε ένα κτιριακό απόθεμα που ξεπερνάει το 1 εκατ. κτίρια.
Στο επίκεντρο η ψηφιοποίηση
Χρειάζεται να σημειωθεί ότι ακρογωνιαίο λίθο της όλης προσέγγισης που υιοθετεί η Schneider Electric ως προς την προσαρμογή των λύσεων στα σύγχρονα δεδομένα της αγοράς αποτελεί ο παράγοντας «ψηφιοποίηση».
Το εν λόγω στοιχείο αποτυπώνεται εμφανώς στο τομέα της συντήρησης όπου με την αξιοποίηση σύγχρονων ψηφιακών εργαλείων, η εταιρεία πρωτοπορεί και εξελίσσει το κομμάτι της «προβλεπτικής συντήρησης».
Με την αξιοποίηση ειδικών αισθητήρων στις εγκαταστάσεις ενός εργοστασίου, η Schneider Electric πραγματοποιεί διαγνωστικούς ελέγχους σε μόνιμη βάση και κατόπιν επεξεργασίας των δεδομένων που συγκεντρώνονται σε ειδική μονάδα στη Σερβία, προσδιορίζει τις πιθανότητες σφαλμάτων και συμβουλεύει αναλόγως τους πελάτες της. «Ο εκσυγχρονισμός της συντήρησης συνιστά μεγάλο κεφάλαιο και ιδιαίτερα αν προσεγγίσουμε το θέμα από την σκοπιά της πρόβλεψης» ανέφεραν χαρακτηριστικά τα στελέχη της εταιρείας.
Ο τομέας των Data Center
Η στρατηγική της εταιρείας για την ελληνική αγορά ξεχωρίζει την ιδιαίτερη σημασία των data centers, όπου εκτιμάται ότι θα αποτελέσουν ένα σημαντικό μέρος της ενεργειακής πραγματικότητας τα επόμενα χρόνια. Η εταιρεία διαθέτει μια μακροχρόνια και σταθερά εξελισσόμενη τεχνογνωσία σε όλο το φάσμα κατασκευής και λειτουργίας μιας βάσης δεδομένων και αναγνωρίζει σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης του εν λόγω κλάδου στην Ελλάδα.