Μικρές πιθανότητες δίνουν στο σενάριο της έκτακτης φορολόγησης των ελληνικών τραπεζών εποπτικές πηγές με τις οποίες συνομίλησε η «Ν».
Τυχόν έκτακτη φορολόγηση των πιστωτικών ιδρυμάτων δεν συνάδει με τη συγκυρία που βιώνει ο τραπεζικός κλάδος στη χώρα μας -και την Ευρωζώνη ευρύτερα- εκτιμούν εποπτικές πηγές, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί, δεδομένου ότι πρόκειται για μια καθαρά πολιτική απόφαση. Ένας από τους λόγους που καθιστούν το εν λόγω σενάριο αρκετά απίθανο είναι, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, οι πρόσφατες συναλλαγές πώλησης των μεριδίων του Δημοσίου στις συστημικές τράπεζες, οι οποίες ολοκληρώθηκαν μόλις τον Οκτώβριο, με την πώληση ποσοστού 10% στην Εθνική Τράπεζα (και διατήρηση 8% από το ΤΧΣ). Η αλλαγή των «όρων του παιχνιδιού» κατόπιν της αποεπένδυσης θα ισοδυναμούσε με άνιση μεταχείριση των νέων επενδυτών έναντι όλων των προηγούμενων ετών όπου το Δημόσιο κατείχε σημαντικά ποσοστά στις τράπεζες.
Ένας επιπλέον λόγος, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, είναι η ανάγκη των τραπεζών να «χτίσουν» κεφάλαια προκειμένου να προσεγγίσουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δεδομένου ότι ο δείκτης Tier 1 κυμαίνεται στο 16,4% στον εγχώριο κλάδο έναντι 17,5% στον ευρωπαϊκό. Η επιβολή έκτακτης φορολογίας στα κέρδη των τραπεζών από τόκους και προμήθειες θα υπονόμευε την προσπάθεια των τραπεζών να θωρακιστούν κεφαλαιακά έναντι μελλοντικών προκλήσεων – μια αναγκαιότητα που επισημαίνει στους πλέον δραματικούς τόνους η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πρόσφατη Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές στη «Ν»: Δεν υπάρχει σχεδιασμός για φόρο στα κέρδη.
Εξάλλου, όπως ανακοίνωσαν στην πρόσφατη παρουσίαση των αποτελεσμάτων εννεαμήνου, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες συμφώνησαν με τον επόπτη (SSM) να προβούν σε ταχύτερη απόσβεση του αναβαλλόμενου φόρου, με στόχο τον μηδενισμό του στον μισό χρόνο από αυτόν που αρχικά προβλεπόταν (2031-2032 έναντι 2041). Η πρωτοβουλία αυτή των τραπεζών ήρθε έπειτα από πιέσεις που δέχτηκαν από τις εποπτικές αρχές για αξιοποίηση της πλεονάζουσας ρευστότητάς τους, με στόχο όχι μόνο την αύξηση του μερίσματος που διανέμουν πλέον στους μετόχους τους, αλλά και την αντιμετώπιση του τελευταίου «συμπτώματος» της χρηματοπιστωτικής κρίσης – της αναβαλλόμενης φορολογίας, που αναλογεί σε ποσοστό άνω του 50% των εποπτικών τους κεφαλαίων.
Πηγές του κλάδου αναφέρουν στη «Ν» ότι ένα τέτοιο μέτρο δεν θα είχε κανένα πρακτικό όφελος σε δημοσιονομικό επίπεδο, ενώ σε όρους οικονομικού κλίματος θα υπονόμευε σοβαρά την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην κανονικότητα, συμπεριλαμβανομένης της προσέλκυσης ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Πηγές κοντά στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, εξάλλου, διαψεύδουν ότι η κυβέρνηση επεξεργάζεται σενάρια φορολόγησης των «ουρανοκατέβατων» κερδών στις τράπεζες, κάτι που επιβεβαιώνουν και ανώτατες τραπεζικές πηγές, με τις οποίες συνομίλησε η «Ν».
Η Ισπανία
Στην Ισπανία, αντιθέτως, η κυβέρνηση Σάντσεθ αποφάσισε να παρατείνει κατά τρία έτη την έκτακτη φορολογία που επέβαλε για πρώτη φορά στις αρχές του 2023. Την περασμένη Πέμπτη 21 Νοεμβρίου το Κογκρέσο των Αντιπροσώπων άναψε πράσινο φως στην κυβερνητική πρόταση, η οποία αντικαθιστά, μάλιστα, τον ενιαίο συντελεστή 4,6% -που ισχύει σήμερα- με νέο συντελεστή, ο οποίος κυμαίνεται από 1% έως 7% επί των καθαρών κερδών των τραπεζών από τόκους και προμήθειες. Η κοινοβουλευτική έγκριση ήταν το αποτέλεσμα διαβουλεύσεων με τα μικρότερα κόμματα, συμπεριλαμβανομένης της αριστερής παράταξης Ποδέμος, που επικρότησε τη «μονιμοποίηση» της επιβολής πρόσθετης φορολογίας στα κέρδη των τραπεζών. Αντιθέτως, η ισπανική κυβέρνηση δεν εισηγήθηκε παγιοποίηση της έκτακτης φορολογίας στα κέρδη των ενεργειακών εταιρειών της χώρας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, στον απόηχο των εξαγγελιών της κυβέρνησης Μελόνι για επιβολή έκτακτου φόρου στις ιταλικές τράπεζες το 2023, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξέδωσε αρνητική γνωμοδότηση, καταδικάζοντας το μέτρο της έκτακτης φορολόγησης των τραπεζικών κερδών. Τα επιχειρήματα της Φραγκφούρτης περιλαμβάνουν τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού κλάδου, με υπονόμευση της δημιουργίας κεφαλαιακών αποθεμάτων -μέσω της κερδοφορίας- και της ανθεκτικότητας των τραπεζών συνολικά. «Μια τέτοια έκτακτη φορολογία θα μπορούσε να έχει αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις, περιορίζοντας την ικανότητα των τραπεζών στην παροχή πιστώσεων και συμβάλλοντας στη δημιουργία λιγότερο ευνοϊκών όρων για την παροχή δανείων και άλλων υπηρεσιών» αναφέρει η γνωμοδότηση της ΕΚΤ. «Τα υψηλότερα κόστη για τον χρηματοπιστωτικό κλάδο συνεπάγονται τη μείωση της προσφοράς πιστώσεων ή την αύξηση των δαπανών για άλλες τραπεζικές υπηρεσίες, προκαλώντας δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας» αναφέρει η ανακοίνωση της ΕΚΤ.