Skip to main content

Με αυξημένη καθαρή κερδοφορία τα σούπερ μάρκετ

Στα 12,3 δισ. τα έσοδα του 2023 για 35 αλυσίδες με τα προ φόρων κέρδη στα 220,4 εκατ. ευρώ

Γεμάτο το «ταμείο» του 2023 για τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ, καθώς καταγράφηκε αύξηση εσόδων κατά 10,1% και κερδών κατά 32,5%.

Σε ό,τι αφορά το καθαρό περιθώριο κέρδους προ φόρων, που αποτελεί το σημείο τριβής μεταξύ κυβέρνησης και κλάδου, δεδομένης της παράτασης του μέτρου που βάζει πλαφόν στα περιθώρια κέρδους, το 2023 διαμορφώθηκε στο 1,8%, κατά τι αυξημένο σε σχέση με το 1,4% το 2022. Τα παραπάνω στοιχεία παρουσιάστηκαν, στο πλαίσιο χθεσινής συνέντευξης Τύπου που πραγματοποίησε η Ένωση Σούπερ Μάρκετ Ελλάδας, από τον κ. Λευτέρη Κιοσέ, γενικό διευθυντή του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), που αποτελεί ερευνητικό βραχίονα του κλάδου.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που αφορούν αθροιστικά τις περσινές επιδόσεις 35 επιχειρήσεων του κλάδου, τα συνολικά έσοδα ανήλθαν σε 12,3 δισ. ευρώ έναντι 11,1 δισ. ευρώ το 2023. Τα προ φόρων κέρδη κατέγραψαν άνοδο 32%, στα 220,4 εκατ. ευρώ, έναντι 166,4 εκατ. ευρώ το 2022. Οι συνολικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 6,4% στα 2,8 δισ. ευρώ, ενώ κατά 6,3% αυξήθηκε και το σύνολο των τραπεζικών υποχρεώσεων, σε 1,54 δισ. ευρώ. Το μικτό περιθώριο διατηρήθηκε στο 26,8%, ενώ το καθαρό περιθώριο προ φόρων αυξήθηκε στο 1,8% έναντι του 1,4% το 2022, ωστόσο υπολείπεται, όπως επισημάνθηκε, έναντι του 2,2% του 2021. Σε ό,τι αφορά το 2024, με βάση τις εκτιμήσεις των εταιρειών ερευνών η αύξηση του τζίρου υπολογίζεται στο 3%-4%.

Παράλληλα, στο πλαίσιο της συνέντευξης έγινε ιδιαίτερη μνεία στο θέμα των τιμών. Ο πρόεδρος της ΕΣΕ, Αριστοτέλης Παντελιάδης, ανέφερε ότι «οι τιμές στα τρόφιμα έχουν σταματήσει να ανεβαίνουν, ωστόσο τα τελευταία δυόμισι χρόνια αυξήθηκαν πολύ και έχουν σταθεροποιηθεί σε ένα υψηλό επίπεδο. Η λύση σε αυτό το πρόβλημα -για να είμαστε ρεαλιστές, οι τιμές δεν μπορούν να γυρίσουν στα επίπεδα προ τριετίας- είναι οι αυξήσεις των μισθών, για να καλυφθεί ένα μέρος της απώλειας της αγοραστικής δύναμης. Πώς μπορεί να γίνει αυτό με έναν υγιή τρόπο για τις επιχειρήσεις; Η αύξηση μισθών να συνοδεύεται με αύξηση της παραγωγικότητας». Και πρόσθεσε: «Ενοχλούμαι όταν διαβάζω ότι φταίνε τα σούπερ μάρκετ για τη μείωση της αγοραστικής δύναμης του καταναλωτή. Ακόμα και εάν δράσουμε ως φιλανθρωπικά ιδρύματα και μηδενίσουμε το περιθώριο κέρδους μας, μιλάμε για το 1,8%. Δηλαδή, εάν το μέσο νοικοκυριό ξοδεύει 300 ευρώ/μήνα στο σούπερ μάρκετ, ο μηδενισμός του περιθωρίου κέρδους θα αφορά 5 ευρώ. Αυτό θα γλιτώσουμε».

Σε αυτό το πλαίσιο τονίστηκε ότι οι προτάσεις της ΕΣΕ επικεντρώνονται στο άνοιγμα της αγοράς, καθώς, όπως επισημάνθηκε, «η συντήρηση των μέτρων κρατάει υψηλά τις τιμές». Μάλιστα, ο κ. Παντελιάδης έθεσε το ερώτημα: «Πόσο ανταγωνιστική είναι η αγορά όταν δουλεύουμε με καθορισμένο περιθώριο κέρδους, καθορισμένο περιθώριο προσφορών, με εθελοντική μείωση τιμών, με τιμή αναφοράς 30 ημερών, με απαγόρευση προσφορών90 ημερών μετά από ανατίμηση;», καταλήγοντας στο ότι «δεν εμπιστευόμαστε την αγορά και δεν την αφήνουμε να λειτουργήσει σωστά με αυτό τον τρόπο».

Άρση περιορισμών

Στο ίδιο κλίμα, ο αντιπρόεδρος της ΕΣΕ, Ιωάννης Μασούτης, επισήμανε την αναγκαιότητα άρσης των περιοριστικών κυβερνητικών παρεμβάσεων, αναφέροντας ότι «ήρθε η ώρα να αποδεσμευτεί ο κλάδος και να επιστρέψουμε στην κανονικότητα». Από την πλευρά του ο γενικός διευθυντής της ΕΣΕ, Απόστολος Πεταλάς, επισημαίνοντας ότι «ο πληθωρισμός είναι διεθνής αλλά το ύψος των μισθών και των φόρων είναι τοπικοί», τόνισε ότι «οι αποτελεσματικές λύσεις δεν είναι ποτέ εύκολες. Οι οικονομικές καταστάσεις των αλυσίδων σούπερ μάρκετ αναδεικνύουν την ανάγκη για άμεσες παρεμβάσεις. Η αυξημένη πίεση στα κόστη απασχόλησης, ενέργειας, πρώτων υλών και logistics δημιουργούν ένα δύσκολο περιβάλλον που επηρεάζει την κερδοφορία τους και απαιτεί συλλογική δράση και ενιαία στρατηγική». Στο ερώτημα εάν ο κλάδος προτείνει τη μείωση φόρων, ανέφερε ότι «σίγουρα η διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας είναι σημαντικότερη από το να πέσει ο πληθωρισμός. Ωστόσο πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο εισόδημα και τον μεγαλύτερο ΦΠΑ στην Ευρώπη και αυτό δεν είναι διατηρήσιμο μακροπρόθεσμα και επηρεάζει πρώτα το βιοτικό επίπεδο και μετά το επενδυτικό».