Επί σειρά δεκαετιών αποτελούσε την ατμομηχανή της εθνικής οικονομίας, με δεκάδες εργοστάσια σε πολλές πόλεις ανά την Ελλάδα (κυρίως στη Μακεδονία), σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα (έως και το 45-50% των βιομηχανικών εξαγωγών), εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους (έως και 170.000 άτομα), αλλά και ένα ισχυρό αποτύπωμα στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Όλα αυτά, όμως, φαίνεται ότι ανήκουν στο παρελθόν, καθώς οι μέρες δόξας για την ελληνική κλωστοϋφαντουργία έχουν περάσει (μάλλον) ανεπιστρεπτί. Κι αυτό αποτυπώνεται με τον πλέον εύγλωττο τρόπο στο ταμπλό της αγοράς, όπου τα τελευταία χρόνια ο κλάδος διαρκώς φυλλοροεί, έχοντας σχεδόν εξαϋλωθεί.
Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα στο 2024 η Λεωφόρος Αθηνών έχασε α) τη Βαρβαρέσος (διεγράφη από το ταμπλό), μια ιστορική βιομηχανία από τη Νάουσα, η οποία πρωτο-εισήχθη πριν 25 χρόνια, β) την Επίλεκτος της οικογένειας Δοντά (τέθηκε σε αναστολή διαπραγμάτευσης), η οποία έπειτα από 34 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας στο Χ.Α. πλέον βρίσκεται στο σημείο – μηδέν λόγω των συσσωρευμένων χρεών και γ) τη Fieratex της οικογένειας Ανεζουλάκη από το Κιλκίς (θα διαγραφεί από το ταμπλό στις 13 Δεκεμβρίου), η οποία δεν άντεξε την πολύχρονη οικονομική ασφυξία και κήρυξε πτώχευση.
Χρηματιστήριο – Εισηγμένες: Ποιους ευνοούν τα χαμηλότερα επιτόκια, ποιοι παίρνουν μεγάλες «ανάσες»
Πέραν αυτών των τριών, όμως, έχουν προηγηθεί πολλά ακόμη «λουκέτα», τα οποία αφορούσαν και εκτός Χ.Α. εταιρείες. Ελληνική Υφαντουργία, Κλωστήρια – Πλεκτήρια Αθηνών, Πειραϊκή – Πατραϊκή, Αιγαίον, Κλωνατέξ, Κλωστήρια Ναούσης, ΒΕΤΛΑΝΣ, Fanco, Κλωστήρια Ροδόπης, Κλωστήρια Θράκης, Κλωστήρια Κιλκίς είναι μερικές μόνο από τις πάλαι ποτέ ισχυρές βιομηχανίες της νηματουργίας και του ευρύτερη κλάδου της κλωστοϋφαντουργίας, ο οποίος κάποτε αποτελούσε «πυλώνα» της βιομηχανίας και πλέον φυτοζωεί.
Οι «3» που αντέχουν(;)
Αυτήν την στιγμή, στη Λεωφόρο Αθηνών έχουν απομείνει μόλις τρεις εταιρείες από τον χώρο, όταν πριν μερικές δεκαετίες ο αριθμός τους σταθερά άγγιζε ή και ενίοτε ξεπερνούσε τα διψήφια επίπεδα. Όμως, ακόμη κι αυτές οι τρεις, δηλαδή η Μουζάκης, η Κλωστοϋφαντουργία Ναυπάκτου και η Τρία Άλφα, αντιμετωπίζουν πληθώρα προκλήσεων, κάτι που αποτυπώνεται τόσο στη μειωμένη κεφαλαιοποίησή τους (έχουν αθροιστική χρηματιστηριακή αξία 35,4 εκατ. ευρώ), όσο και στις μη ικανοποιητικές οικονομικές χρήσεις των τελευταίων ετών, οι οποίες προέρχονται από τη ζημιογόνα κλωστοϋφαντουργική δραστηριότητα.
Αγγέλου: O εφοπλιστής που μένει στην… ξηρά – Η είσοδος στην Intrakat και η συμμετοχή στο «αύριο»
Η ιστορική Μουζάκης, η οποία μετρά έξι δεκαετίες ζωής (από το 1991 στο Χρηματιστήριο), καταφέρνει να επιβιώσει χάρη στην αξιοποίηση των ακινήτων της, η οποία αντισταθμίζει τόσο τη «χασούρα» από την κλωστοϋφαντουργία, όσο και τα «μπλεξίματα» των θυγατρικών με τις τράπεζες. Ταυτόχρονα, η Κλ/για Ναυπάκτου, η οποία έκανε ντεμπούτο στο Χ.Α. το 1996, παρά τις πρόσφατες επενδύσεις και τα επαρκή ίδια κεφάλαια (8,4 εκατ. ευρώ στο α’ εξάμηνο του 2024) οδεύει προς το δεύτερο διαδοχικό ζημιογόνο έτος. Από την πλευρά της, η Τρία Άλφα, η οποία είναι εισηγμένη από το αρκετά μακρινό 1976, βρίσκεται στην Κατηγορία της Επιτήρησης εδώ και τουλάχιστον μία εξαετία, προσπαθώντας να δώσει λύση στο πρόβλημα των οριακά θετικών ιδίων κεφαλαίων.
Το «γιατί»
Οι λόγοι αυτής της συρρίκνωσης είναι λίγο – πολύ γνωστοί. Εξάλλου, η καθοδική πορεία του κλάδου δεν ξεκίνησε τώρα, αλλά «κρατά» εδώ και αρκετά χρόνια. Η απελευθέρωση της αγοράς, με την παγκοσμιοποίηση, την άρση των εμπορικών περιορισμών και την είσοδο νέων, φθηνότερων -και άρα ανταγωνιστικότερων- προϊόντων από τις τρίτες χώρες οδήγησαν σ’ ένα πρώτο… «check reality» και μια πρώτη προσαρμογή στα τέλη του 90′ – αρχές του 00′.
Η μετέπειτα οικονομική κρίση αποτέλεσε ακόμη ένα σοβαρό «πλήγμα», ενώ το τελειωτικό χτύπημα φαίνεται ότι ήρθε με την ενεργειακή κρίση, η οποία έχει εκτοξεύσει το κόστος παραγωγής. Η ακριβή τιμή του ρεύματος μηδενίζει τις ελπίδες για επιβίωση, παραδέχεται στη «Ν» ο διευθύνων σύμβουλος της Κλ/για Ναυπάκτου, Δημήτρης Πολύχρονος, ο οποίος προειδοποιεί ότι όλος ο κλάδος βαδίζει σ’ ένα σκοτεινό μέλλον. «Το κόστος της ενέργειας αρκεί, ώστε να μην μείνει τίποτα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σ’ όλη την Ευρώπη» καταλήγει, ζητώντας από τους αρμόδιους φορείς τη λήψη άμεσων μέτρων.
Κατά τον ίδιο, άλλωστε, αυτή την στιγμή η μειωμένη ζήτηση δεν συνιστά το Νο.1 πρόβλημα, καθώς κάποια στιγμή αυτή θα ανακάμψει. Το πρόβλημα είναι, όπως προσθέτει, ποιοι και πόσοι θα καταφέρουν να έχουν μείνει «ανοιχτοί» έως τότε. Άλλωστε, δεν είναι μυστικό το γεγονός ότι τόσο η Κλ/γία Ναυπάκτου, όσο και οι υπόλοιπες εγχώριες βιομηχανίες βρίσκονται σε μια διαδικασία προσέγγισης νέων πελατών από την Ευρώπη, ιδίως από τον κλάδο του premium, o οποίος «ποντάρει» στην ποιότητα του ελληνικού προϊόντος. Αρκεί, όπως προαναφέρθηκε, να ληφθούν άμεσα μέτρα για την αναχαίτιση της ενεργειακής λαίλαπας.
Ένα τελευταίο παράπονο από τον Δημήτρη Πολύχρονο είναι και η απουσία ξεκάθαρων σημάνσεων σχετικά με την προέλευση. Αυτήν την στιγμή, όπως περιγράφει στη «Ν», επικρατεί μια χαώδης κατάσταση, καθώς ουδείς μπορεί να γνωρίζει με ακρίβεια το υλικό, τις ουσίες και τις διαδικασίες πίσω από κάθε ρούχο. Κι αυτό συνιστά ξεκάθαρο ανταγωνιστικό μειονέκτημα για όσες εταιρείες εφαρμόζουν πιστά όλα τις πιστοποιήσεις. Ως εκ τούτου, η ελλιπή σήμανση και η πιθανή παρουσία βλαβερών ουσιών αποτελούν γνωρίσματα της αγοράς, τα οποία θα πρέπει να καταπολεμηθούν. Προς αυτήν την κατεύθυνση έχει υιοθετηθεί τελευταία η σήμανση «EU Cotton», η οποία αποτελεί μια καλή αρχή για την αντιστροφή αυτής της κατάστασης.
(Τα παραπάνω αποτελούν προϊόν δημοσιογραφικής έρευνας και δεν συνιστούν προτροπή για αγορά, πώληση ή διακράτηση οποιασδήποτε μετοχής)