Τον βηματισμό της στο δρόμο της καινοτομίας αναζητά η ελληνική επιχειρηματικότητα, μετά και την πτώση που εμφάνισε ο σχετικός δείκτης κατά την περίοδο 2020-2022 σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης. Χαμηλό παραμένει επίσης το ποσοστό των πωλήσεων από καινοτόμα προϊόντα επί του συνολικού κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία, οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν κατάφεραν να διατηρήσουν το ρυθμό καινοτομίας που ανέπτυξαν την περίοδο της πανδημίας στην προσπάθεια αναζήτησης διεξόδου για αγορές και πελάτες.
Αναλυτικά την εξεταζόμενη περίοδο (2020-2022) το ποσοστό καινοτομίας των επιχειρήσεων στην Ελλάδα ανήλθε σε 65,5%, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,1 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη τριετία 2018- 2020 οπότε παρατηρήθηκε ιδιαίτερα αυξημένο ποσοστό καινοτομίας, το οποίο ανήλθε σε 72,6% από 60,3% την περίοδο 2016-2018.
Σύμφωνα με τους αναλυτές οι απαιτήσεις για νέα προϊόντα και επιχειρησιακές διαδικασίες που υιοθέτησαν οι ελληνικές επιχειρήσεις λόγω των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που επέφερε η πανδημία το 2020 (έτος που ανήκει στην τριετία αναφοράς 2018-2020) οδήγησαν αναγκαστικά τις επιχειρήσεις στην αναζήτηση καινοτομίας, σε σύγκριση με την περίοδο 2010-2016, χρονιές υποτονικής καινοτόμας δραστηριότητας. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι την περίοδο 2020-2022 το ποσοστό επιχειρήσεων στην Ελλάδα με καινοτομία προϊόντος ανέρχεται σε 46,6%, σε σχέση με 48,4% την περίοδο 2018-2020 και 42,5% την περίοδο 2016-2018. Σε σχέση με την πρώτη περίοδο αναφοράς 2010-2012 το ποσοστό αυτό είναι υπερδιπλάσιο.
Οι δαπάνες για την υλοποίηση δραστηριοτήτων καινοτομίας ανήλθαν σε 3,6 δισ. ευρώ το 2022 (αύξηση κατά 22,1% σε σχέση με το 2020), με το 52% αυτών των δαπανών να αφορά Έρευνα & Ανάπτυξη. Το 20,6% των καινοτομικά ενεργών επιχειρήσεων έχει λάβει δημόσια χρηματοδότηση για υλοποίηση δραστηριοτήτων καινοτομίας και 6 στις 10 ελληνικές καινοτομικές επιχειρήσεις εισήγαναν καινοτομίες με περιβαλλοντικά οφέλη, με πρωταρχικό στόχο τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και του αποτυπώματος διοξειδίου του άνθρακα. Τα πιο σημαντικά κίνητρα για αυτές τις καινοτομίες ήταν η βελτίωση της φήμης της επιχείρησης και η αντιμετώπιση του υψηλού κόστους ενέργειας, νερού ή/και άλλων υλικών.
Οι τομείς με τα υψηλότερα ποσοστά καινοτομίας είναι: «Παραγωγή οπτάνθρακα και προϊόντων διύλισης πετρελαίου, παραγωγή χημικών ουσιών και προϊόντων», «Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών», «Παραγωγή βασικών φαρμακευτικών προϊόντων και φαρμακευτικών σκευασμάτων», «Ενημέρωση και Επικοινωνία».
Μοντέλα καινοτομίας
Την περίοδο 2020-2022, το ποσοστό επιχειρήσεων στην Ελλάδα με καινοτομία προϊόντος ανήλθε σε 46,6%, σε σχέση με 48,4% την περίοδο 2018-2020 και 42,5% την περίοδο 2016-2018. Ωστόσο λίγες ήταν οι επιχειρήσεις που κατάφεραν να πετύχουν σημαντική συνεισφορά των καινοτόμων προϊόντων τους στο συνολικό κύκλο εργασιών τους. Η συνεισφορά αυτή καταγράφεται ως το ποσοστό των πωλήσεων από καινοτόμα προϊόντα επί του συνολικού κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων και αναφέρεται στο τελευταίο έτος κάθε περιόδου αναφοράς, π.χ. στο έτος 2022 για την περίοδο 2020-2022. Το 2022 η συνεισφορά των καινοτόμων προϊόντων στον συνολικό κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων ανήλθε σε 17,4%, εκ του οποίου το 11,2 % προήλθε από νέα για την επιχείρηση προϊόντα και 6,2% από προϊόντα που ήταν νέα για την αγορά.
Επίσης την περίοδο 2020-2022 ποσοστό 61,6% των επιχειρήσεων ανέπτυξε καινοτομίες που αφορούσαν επιχειρησιακές διαδικασίες, ποσοστό μειωμένο κατά 5,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την περίοδο 2018-2020. Σε σχέση με την περίοδο 2016-2018, το ποσοστό αυτό ήταν αυξημένο κατά 6,4 ποσοστιαίες μονάδες. Από την άλλη πλευρά το ποσοστό επιχειρήσεων με καινοτομίες υπηρεσιών διαμορφώθηκε στο 38% την περίοδο 2020-2022 από 11,5%, μετά το 2018.
Οι καινοτομίες προϊόντος (product innovation) αφορούν την ανάπτυξη νέων ή βελτιωμένων προϊόντων, αγαθών ή / και υπηρεσιών, που διαφέρουν σημαντικά από τα προηγούμενα προϊόντα της επιχείρησης και έχουν εισαχθεί στην αγορά. Οι υπηρεσίες (services) είναι αποτέλεσμα παραγωγικής δραστηριότητας που μεταβάλλει τις συνθήκες των καταναλωτικών μονάδων ή διευκολύνει την ανταλλαγή προϊόντων ή χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Δεν μπορούν να πωλούνται ξεχωριστά από την παραγωγή τους.