Η θέση της Ελλάδας στον ενεργειακό χάρτη, αλλά οι πολιτικές, τα εργαλεία και οι επενδύσεις που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων της πράσινης μετάβασης, βρέθηκαν στο επίκεντρο της 5ης θεματικής ενότητας «Ενέργεια, Πράσινη Aνάπτυξη» που φιλοξενήθηκε στο πλαίσιο του 3ου Οικονομικού Συνεδρίου της Ναυτεμπορικής.
Στη διάρκεια του πάνελ ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θεόδωρος Σκυλακάκης, τόνισε μεταξύ άλλων πως το 2050 η Ελλάδα πρέπει να είναι για πρώτη φορά στην ιστορία της ενεργειακά ανεξάρτητη, εξέφρασε τη βεβαιόητητα πως η χώρα θα γίνει μεγάλος παραγωγός πράσινης ενέργειας, αναφέρθηκε στην επίτευξη των στόχων για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και εκτίμησε πως βρισκόμαστε μποστά σε μια μείωση των τιμών εξαιτίας της ταχύτερης προόδου των ΑΠΕ. Διαβάστε αναλυτικά την παρέμβαση του Θ. Σκυλακάκη:
Μανούσος Μανουσάκης (ΑΔΜΗΕ): Στρατηγικός στόχος να καταστεί η Ελλάδα εξαγωγός ενέργειας
Σκιαγραφώντας το σημερινό ενεργειακό τοπίο στην Ελλάδα, ο Μανούσος Μανουσάκης, πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΑΔΜΗΕ σημείωσε πως η χώρα έχει καταφέρει να έχει φτάσει σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο μείγμα της, με στρατηγικό στόχο να καταστεί εξαγωγός ενέργειας
«Προς το παρόν, όμως, βρισκόμαστε στην μεταβατική περίοδο όπου η ενέργεια που παράγεται από ΑΠΕ έχει αρχίσει και γίνεται μεγαλύτερη από την ζήτηση, ορισμένες ώρες, και αναγκαζόμαστε να περικόπτουμε ενέργεια. Αυτός είναι ο ένας λόγος για τον οποίον περισσεύει η ενέργεια των Ανανεώσιμων Πηγών. Ο δεύτερος λόγος που μπορεί να περισσεύει είναι να μην είναι το δίκτυο που έχουμε εμείς, το σύστημα μεταφοράς της χώρας, ικανό να μεταφέρει αυτή την ενέργεια. Δηλαδή, για να κάνουμε ένα ρευστό δυναμικό ανάλογο, να μην χωράει η ηλεκτρική ενέργεια από τις ηλεκτρικές γραμμές και τους υποσταθμούς που πρέπει να περάσει από εκεί που παράγεται προκειμένου να φτάσει εκεί που καταναλώνεται» εξήγησε.
Ο κ. Μανουσάκης επισήμανε πως αυτή τη στιγμή υπάρχει τόσο μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον, που αυτό προβλέπεται να γίνει στο μέλλον. «Το ερώτημα, λοιπόν, είναι τι επενδύσεις πρέπει να γίνουν προκειμένου να μπορούν να μπουν στο σύστημα επιπλέον ανανεώσιμες πηγές ενέργειας οι οποίες θα εξάγονται τελικά από την Ελλάδα στο βαθμό που η ζήτηση αναμένουμε μεν να αυξηθεί στο εθνικό σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα, όχι όμως με την ίδια ταχύτητα με την οποία θα αυξάνεται η παραγωγή.
Εκεί κατά τη γνώμη μας υπάρχουν δυο ζητήματα τα οποία αποτελούν τα κλειδιά για να προχωρήσουμε θα έλεγα με κάπως ποιο ορθολογικό τρόπο από το πώς αναπτύχθηκαν οι ΑΠΕ μέχρι σήμερα. Ο ένας είναι η χωροταξία των ΑΠΕ (…) Το δεύτερο είναι να βελτιωθεί το θέμα της αδειοδότησης των γραμμών μεταφοράς και των υποσταθμών προκειμένου να μπορέσουν αυτά τα έργα να γίνουν εγκαίρως έτσι ώστε να μπορέσουμε να υποδεχθούμε το επενδυτικό δυναμικό το οποίο έρχεται και αιτείται συνεχώς σύνδεση στο σύστημα» ανέφερε και συνέχισε λέγοντας:
«Καθώς θα συμβαίνουν αυτά τα χρόνια ταυτόχρονα θα μπαίνουν και μονάδες αποθήκευσης, οι οποίες θα λειτουργούν αντίστοιχα όπως οι μονάδες που παράγουν ενέργεια, δηλαδή θα βρίσκονται στην αγορά, θα αποθηκεύουν ενέργεια που παράγεται και θα πεταγόταν διαφορετικά τις ώρες που παράγεται περισσότερη ενέργεια από τη ζήτηση. Και για παράδειγμα το βράδυ ή όποτε κρίνουν οι επενδυτές την αποθήκευση ενέργειας ότι είναι οικονομικά πιο πρόσφορο για αυτούς θα επανεγχύουν την ενέργεια στο σύστημα πουλώντας την αυτήν που έχουν αποθηκεύσει κατά τη διάρκεια της ημέρας».
Αυτό, όπως σημείωσε, θα επιλύσει μερικώς το θέμα της υπερβάλλουσας παραγωγής σε σχέση με τη ζήτηση, αλλά «δεν θα επιλύσει το θέμα του δικτύου καθώς δεν θα διαχειριζόμαστε εμείς ως διαχειριστής συστήματος την αποθήκευση, αλλά η αποθήκευση θα λειτουργεί με βάση την αγορά».
Βασίλης Τσάιτας (HELLENiQ Energy): Αναπτυξιακές επενδύσεις άνω των 4 δισ. σε βάθος δεκαετίας
Από την πλευρά του ο κ. Βασίλης Τσάιτας, Γενικός Διευθυντής Οικονομικών του Ομίλου HELLENiQ Energy, έθεσε μία ακόμη διάσταση όσον αφορά τις προκλήσεις την ενεργειακή μετάβαση: την ασφάλεια εφοδιασμού. Όπως ανέφερε, o παράγοντας αυτός, μαζί με τη βιωσιμότητα και το κόστος, συνθέτουν ένα τρίπτυχο μίας εξίσωσης η οποία πρέπει να επιλυθεί.
«Δύο παράγοντες οι οποίοι το επηρεάζουν και το είδαμε και πρόσφατα αυτό και θα συνεχίσουν να το επηρεάζουν στις επόμενες δύο δεκαετίες, είναι τα γεωπολιτικά κατ΄ ελάχιστο και η τεχνολογία. Νομίζω ότι η πρόσφατη ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή τελευταία κατέδειξαν πως το να έχουμε έμφαση στον έναν από τους τρεις παράγοντες, που ήταν η βιωσιμότητα παραδοσιακά πριν από 3-4 χρόνια, δημιουργεί προβλήματα και καθυστερήσεις στην ενεργειακή μετάβαση. Το focus πλέον έχει αλλάξει, έχει συμπεριλάβει με πολύ εμφατικό τρόπο τόσο το κόστος για τα νοικοκυριά και τις βιομηχανίες, καθώς επίσης και την ασφάλεια εφοδιασμού. Αυτό μας δείχνει ότι η ενεργειακή μετάβαση ουσιαστικά δεν είναι ένα bing- bang, είναι ένα ταξίδι που πρέπει να θέσουμε συγκεκριμένους στόχους, προσδοκίες, καθώς και τον τρόπο με τον οποίον θα κάνουμε τη μετάβαση και προφανώς αυτό υπόκειται σε αναθεώρηση καθώς οι συνθήκες αλλάζουν» παρατήρησε.
Επιπλέον, όπως είπε, η πρόσφατη κρίση εγείρει και αμφιβολίες για το εάν και κατά πόσο είναι δυνατή η επίτευξη του net zero μέχρι το 2050 που είναι ο στόχος. «Υπάρχουν προκλήσεις αναφορικά με τα δίκτυα που αναφέρθηκαν, το ανθρώπινο δυναμικό, τα κεφάλαια που επίσης αναφέρθηκαν και βέβαια και τις αποδόσεις των επενδυτών. Δεν αλλάζει ο στόχος, προφανώς η ανθρωπότητα θα πάει εκεί που πρέπει να πάει, αλλά θα πρέπει να ξαναδούμε τα μέσα και τον τρόπο επίτευξης. Σε αυτό το πλαίσιο νομίζω είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε και το ρόλο αυτού που λέμε της παραδοσιακής ενέργειας, που είναι η βασική δραστηριότητα της Hellenic Energy» σημείωσε ο κ. Τσάιτας.
Όπως εκτίμησε, «η συνεισφορά στο ενεργειακό μείγμα των υδρογονανθράκων συνολικά θα συνεχίσει να είναι σημαντική για τα επόμενα 15-20 χρόνια τουλάχιστον, δεν φαίνεται ότι θα αλλάξει ουσιαστικά σαν συνεισφορά στο ενεργειακό μείγμα παγκοσμίως και εγχώρια» και «κατά συνέπεια θα πρέπει να δούμε πως εντάσσουμε αυτές τις δραστηριότητες σαν μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος».
«Εμείς στην Hellenic Energy επειδή δραστηριοποιούμαστε στο ευρύτερο φάσμα του κλάδου της ενέργειας, δηλαδή παράγουμε και εμπορευόμαστε μόρια υδρογονανθράκων, προϊόντα πετρελαίου δηλαδή, καθώς επίσης και ηλεκτρόνια από συμβατικές και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας περισσότερο τα τελευταία χρόνια, κοιτάμε λίγο τους δύο κλάδους αυτούς συνολικά. Για τα πετρελαιοειδή υπάρχουν τεχνολογίες σε διάφορα στάδια ανάπτυξης τα οποία πρέπει να ενισχύσουμε και θα πω λίγο πιο συγκεκριμένα. Τα κύρια είναι η απανθρακοποίηση των διεργασιών διύλισης καθώς η διύλιση είναι μια βιομηχανία όπως και άλλες αντίστοιχες εκτός του κλάδου της ενέργειας που είναι hard to abate, κατά συνέπεια πρέπει να δούμε πως τις εντάσσουμε σε ένα πιο βιώσιμο μέλλον. Και βέβαια τα συνθετικά καύσιμα παράδειγμα το υδρογόνο. Μιλάμε για υδρογόνο και για νέες λύσεις όταν ο κλάδος ο δικός μας είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός και καταναλωτής υδρογόνου συμβατού παγκοσμίως, κατά συνέπεια υπάρχει τεχνογνωσία. Και επίσης οι εταιρίες οι δικές μας είναι αυτές οι οποίες έχουν τα δίκτυα και αυτή τη στιγμή διαθέτουν καύσιμα μεταφοράς. Άρα είναι προφανές ότι ο κλάδος θα πρέπει να πρωταγωνιστήσει στην παραγωγή του καθαρού υδρογόνου, μπλε, πράσινου, οποιοδήποτε άλλο χρώμα καθώς και στη διανομή του αν αυτό τελικά αποδειχθεί μια βιώσιμο λύση για τον κλάδο των μεταφορών για παράδειγμα που είναι ο πλέον σημαντικός» ανέφερε, συμπληρώνοντας πως χρειάζονται κίνητρα για βιώσιμες επενδύσεις απανθρακοποίησης.
Σε ό,τι αφορά τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, τόνισε πως η Ελλάδα είναι κέντρο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ τριών ηπείρων και επιπλέον έχει το φυσικό πλεονέκτημα, έχοντας το δεύτερο μεγαλύτερο συντελεστή παραγωγικότητας τόσο για αιολικά όσο και για φωτοβολταϊκά στην ηπειρωτική Ελλάδα. «Οπότε έχει νόημα να επενδύσει κανείς και προφανώς μια εταιρία σαν εμάς. Εμείς λοιπόν στο πλαίσιο της στρατηγικής μας υλοποιούμε αναπτυξιακές επενδύσεις άνω των 4 δισεκατομμυρίων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που διανύουμε. Να πούμε ότι αυτά τα 4 δισεκατομμύρια έρχονται πλέον των 200 εκατομμυρίων ετησίως που έτσι και αλλιώς θα ξοδέψουμε για να παραμείνουμε στην δραστηριότητά μας, τo stay in business capex το οποίο ονομάζουμε. Με την συντριπτική πλειοψηφία αυτών των επενδύσεων να κατευθύνονται σε απανθρακοποίηση είτε της υφιστάμενης δραστηριότητάς μας είτε της νέας» τόνισε.
Συγκεκριμένα στο κομμάτι της διύλισης και εμπορίας πετρελαιοειδών ο στόχος, όπως είπε, «είναι να απανθρακοποιήσουμε τις διεργασίες, να βελτιώσουμε την ενεργειακή απόδοση και να μειώσουμε το ανθρακικό αποτύπωμα, και βέβαια να μεγιστοποιήσουμε και τις αποδόσεις. Δύο ενδεικτικά έργα τα οποία είναι αρκετά μακροπρόθεσμα και τα οποία πρέπει να τα ωριμάσουμε εμπορικά και οικονομικά είναι δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα και αποθήκευση 900.000 τόνων στο μεγαλύτερο διυλιστήριό μας, το οποίο θα μειώσει τις εκπομπές μας περίπου 25% από μόνο του. Επιπλέον κοιτάμε και λύσεις για παραγωγή συνθετικών καυσίμων από το διοξείδιο του άνθρακα που θα δεσμεύσουμε. Και στο διυλιστήριο Θεσσαλονίκης κοιτάμε να πρασινίσουμε τελείως τις ενεργειακές ανάγκες του διυλιστηρίου δηλαδή από ένα καλώδιο, χωρίς να μπούμε στο δίκτυο, να πάμε να έχουμε ένα dedicated καλώδιο από ανανεώσιμα φωτοβολταϊκά προς το διυλιστήριο. Με αποθήκευση μέσω μπαταριών να εξασφαλίσουμε την πλήρη ηλεκτροδότηση του διυλιστηρίου με πράσινη ενέργεια και την περίσσεια να την χρησιμοποιήσουμε σε ηλεκτρολύτη για παραγωγή υδρογόνου και μετέπειτα αμμωνίας».
«Στα ΑΠΕ είμαστε ήδη ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός από φωτοβολταϊκά στην Ελλάδα, με πάνω από 380 μεγαβάτ στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Συνολικά δραστηριοποιούμαστε σε τέσσερις χώρες. Ο στόχος μας είναι να ξεπεράσουμε το 1 γιγαβάτ σε εγκαταστημένη ισχύ στα επόμενα δύο χρόνια και πάνω από δύο γιγαβάτ σε φωτοβολταϊκά και αιολικά μέχρι το 2030. Και αυτό βέβαια δεν περιλαμβάνει τα σχέδιά μας για τα υπεράκτια αιολικά. Με αυτό τον τρόπο υλοποιώντας αυτές τις επενδύσεις θα πετύχουμε την πλήρη απανθρακοποίηση των αναγκών της παραδοσιακής μας δραστηριότητας σε ρεύμα, την ανάπτυξη μίας νέας δραστηριότητας με μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα» συνέχισε ο κ. Τσάιτας.
Εξειδικεύοντας περαιτέρω τους στόχους του ομίλου αναφέρθηκε και στην εξασφάλιση σημαντικών συνεργειών, στη μείωση του καθαρού του ανθρακικού αποτυπώματος κατά 50% αρχικά μέχρι το τέλος της δεκαετίας και στην επίτευξη net 0 μέχρι το 2050.