Ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον συγκεντρώνουν οι ελληνικές τράπεζες στο τριήμερο συνέδριο της Bank of America που βρίσκεται σε εξέλιξη και σήμερα στο Λονδίνο, γεγονός που επιβεβαιώνει την πλήρη ανάκαμψη του εγχώριου κλάδου -όπως αποτυπώνεται, εξάλλου και στις διαδοχικές αναβαθμίσεις τους από τους διεθνείς οίκους.
Στην τριήμερη διοργάνωση με τίτλο «29th Annual Financials CEO Conference» που διοργανώνει ο αμερικανικός κολοσσός με συμμετοχή CEOs από τον ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό κλάδο μετέχουν τρεις από τις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες: Eurobank, Πειραιώς και Alpha Bank.
Ο λόγος που η Εθνική Τράπεζα απέχει είναι η διαδικασία της αποεπένδυσης που «τρέχει» αυτή και την επόμενη εβδομάδα από το ΤΧΣ, θέτοντας περιορισμούς στις πληροφορίες που μπορεί να μοιραστεί η διοίκηση με την επενδυτική κοινότητα.
Πού επικεντρώνεται η προσοχή
Κάθε τράπεζα έχει προγραμματίσει περισσότερα από 30 ραντεβού με σημαντικούς «παίκτες» της διεθνούς κεφαλαιαγοράς, μεταξύ των οποίων Fidelity, Pimco, Goldman Sachs, Pictet, UBS κ.α. Υψηλόβαθμα τραπεζικά στελέχη που μετέχουν στις συναντήσεις με τα διεθνή funds μεταφέρουν στη «Ν» το ιδιαίτερα θετικό κλίμα που επικρατεί για τον κλάδο στον απόηχο του ισχυρού rebound που έχουν καταγράψει την τελευταία τριετία. Το ενδιαφέρον των αναλυτών, ωστόσο, επικεντρώνεται στους εξής τομείς:
- Πιστωτική επέκταση: Η διατήρηση της οργανικής κερδοφορίας των εγχώριων τραπεζών συνιστά τη μεγαλύτερη ανησυχία του Επόπτη σήμερα που η εξυγίανση των δανειακών τους χαρτοφυλακίων έχει σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί. Όπως επισημαίνουν στη «Ν» αρμόδιες πηγές, από την πιστωτική επέκταση θα εξαρτηθεί κατά πόσο θα κατορθώσει ο κλάδος να αντισταθμίσει την απώλεια εσόδων εξαιτίας της μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ το επόμενο διάστημα.
Το πρώτο εξάμηνο του έτους, ο εγχώριος κλάδος -συμπεριλαμβανομένων και των μη συστημικών ιδρυμάτων- κατέγραψε καθαρή πιστωτική επέκταση της τάξης των 4,5 δισ. ευρώ, ενώ συνολικά για το 2024 ο πήχυς τέθηκε από τις συστημικές τράπεζες στα 1,5 δισ. ευρώ περίπου έκαστη. Ωστόσο, επικρατεί αισιοδοξία για υπέρβαση των εν λόγω στόχων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Τράπεζα Πειραιώς που «ταξίδεψε» στο Λονδίνο με αναθεωρημένο στόχο για ετήσια πιστωτική επέκταση στα 2 δισ. ευρώ έναντι 1,7 δισ. ευρώ που ήταν προηγουμένως. - Βιωσιμότητα κερδοφορίας: Το σπιράλ νομισματικής χαλάρωσης που διανύει η Ευρωζώνη από τον περασμένο Ιούνιο -και το οποίο αναμένεται να συνεχιστεί σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα- εγείρει ερωτηματικά σχετικά με βιωσιμότητα του μοντέλου οργανικής κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών. Τα κέρδη-ρεκόρ που καταγράφουν τα τελευταία δυόμισι έτη οφείλονται εν πολλοίς στην διευρυνόμενη ψαλίδα των επιτοκίων ως αποτέλεσμα της νομισματικής σύσφιξης. Ακόμη και μετά τις δύο μειώσεις επιτοκίων της ΕΚΤ, οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν σε πολύ υψηλά επίπεδα το επιτοκιακό περιθώριο και το ερώτημα που θέτουν τα funds είναι πόσο μπορεί να διατηρηθεί αυτή η δυναμική.
- Μερισματική πολιτική: Η επαναφορά των μερισμάτων στον τραπεζικό κλάδο μετά από 16 συναπτά έτη δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από την ατζέντα των διεθνών αναλυτών. Το ερώτημα που τίθεται είναι πού μπαίνει ο πήχυς για το επόμενο έτος, τόσο όσον αφορά στη διανομή μερισμάτων σε μετρητά αλλά και πώς αυτή θα συνδυαστεί με άλλα προγράμματα επιβράβευσης των μετόχων, όπως η επαναγορά μετοχών. Θυμίζεται ότι τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν εξαγγείλει τη διανομή μερίσματος 40-50% επί των κερδών του 2024 (υπό την αίρεση της εποπτικής έγκρισης), ενώ για το 2025 ο στόχος ανεβαίνει στο 50%.
- Αναβαλλόμενος φόρος: Το ζήτημα της ποιότητας ενεργητικού βρίσκεται σταθερά στο μικροσκόπιο των funds δεδομένου ότι το ποσοστό ξεπερνά το 60% συνολικά στον εγχώριο κλάδο. Αυτό που ήθελαν να μάθουν οι αναλυτές, σύμφωνα με πληροφορίες, είναι κατά πόσο θα απομείωση του DTC θα επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια. Σε χθεσινή της έκθεση, πάντως, η JP Morgan εκτιμά ότι η βιώσιμη επιλογή είναι να επιταχύνουν οι ίδιες οι τράπεζες εθελοντικά την απόσβεση των DTC, προωθώντας ουσιαστικά τη χρήση κεφαλαίου κάθε χρόνο, αν αυτό συνοδεύεται από έγκριση της ΕΚΤ για υψηλότερες πληρωμές. «Ο διπλασιασμός της ετήσιας απόσβεσης από τα σημερινά 160-200 εκατ. ευρώ σε 300-350 εκατ. ευρώ (ανά τράπεζα) θα εξαντλούσε τα υπόλοιπα των DTC στο CET1 στις αρχές της δεκαετίας του 2030, αντί για τη δεκαετία του 2040. Οι τράπεζες θα μπορούσαν να το αντέξουν αυτό, λαμβάνοντας υπόψη τα ισχυρά κεφαλαιακά αποθέματα αφετηρίας τους, την υγιή παραγωγή εσωτερικού κεφαλαίου και τη σχετικά συγκρατημένη κατανάλωση κεφαλαίου – είτε μέσω οργανικής είτε μέσω ανόργανης ανάπτυξης», εκτιμά ο οίκος.