«Όργιο» μονοπωλιακών τακτικών ακολουθεί η VISA σύμφωνα με το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ που μήνυσε την αμερικανική πολυεθνική εταιρεία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, την Τρίτη με την κατηγορία ότι μονοπωλεί παράνομα την αγορά καταναλωτικών συναλλαγών αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων κάθε χρόνο.
Η εταιρεία, «βασίλισσα» στις συναλλαγές χρημάτων σε όλον τον κόσμο, μέσω πιστωτικών, χρεωστικών και προπληρωμένων καρτών χρησιμοποιεί «καρότο και μαστίγιο» για να κρατήσει τους πιθανούς ανταγωνιστές μακριά από τα χωράφια της και να τιμωρήσει τους εμπόρους που έκαναν δουλειές με τους αντιπάλους της, αναφέρει η μήνυση.
Από το 2012
Για σχεδόν δύο δεκαετίες, η Visa βρίσκεται στο επίκεντρο καταγγελιών από εμπόρους, φορείς του νόμου και ρυθμιστικές αρχές σχετικά με την κυριαρχία της στον κλάδο των πληρωμών.
Η μήνυση που κατατέθηκε στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν, ισχυρίζεται ότι η Visa μονοπωλεί την αγορά χρεωστικών καρτών από το 2012.
Το μερίδιο της εταιρείας στην αγορά είναι περίπου 60%, ενώ κερδίζει περίπου 7 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως από τις προμήθειες σύμφωνα με το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Αυτό επισκιάζει τους άλλους παίκτες του κλάδου ανάμεσά τους η Mastercard, η American Express και η Discover Financial Services.
«Παράνομες συμφωνίες και απειλές»
Στην αγωγή του αμερικανικού δικαστήριου, καταγγέλλεται, μεταξύ άλλων, ότι η Visa έκανε παράνομες συμφωνίες με εταιρείες τεχνολογίας όπως η Apple και η Amazon για να μείνουν εκτός αγοράς.
Απείλησε τις εταιρείες fintech PayPal Holdings και Square, με υπέρογκες χρεώσεις εάν εισήγαγαν εναλλακτικές λύσεις για πληρωμές χρησιμοποιώντας άλλα δίκτυα πληρωμών εκτός της Visa, είπε η κυβέρνηση.
Η συμφωνία με την Apple προβλέπει ότι ο κατασκευαστής iPhone δεν μπορεί να αναπτύξει τεχνολογία πληρωμών που θα ανταγωνιστεί τη Visa ή θα παρακινήσει τους καταναλωτές να απομακρυνθούν από τις κάρτες της, σύμφωνα με την αγωγή. Σε αντάλλαγμα, «μοιράζεται τα μονοπωλιακά της κέρδη με την Apple», αναφέρει το υπουργείο Δικαιοσύνης, κάνοντας λόγο για υπέρογκες πληρωμές χωρίς να διευκρινίζει πόσα.
Επίσης, το 2020 επιχείρησε να αγοράσει την Plaid, πάροχο χρηματοοικονομικού λογισμικού, αλλά το Υπουργείο Δικαιοσύνης προχώρησε σε μήνυση για να μπλοκάρει τη συμφωνία, κατηγορώντας τη Visa ότι προσπάθησε να εξοντώσει έναν αναδυόμενο ανταγωνιστή.
Το «μαστίγιο και το καρότο»
Για να διατηρήσει το μερίδιό της σε υψηλά επίπεδα, η Visa «τιμωρεί τους εμπόρους επιβάλλοντας υψηλότερες χρεώσεις εάν προωθούν ορισμένες συναλλαγές σε άλλο δίκτυο καρτών, ανέφερε το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Από την άλλη προσφέρει εκπτώσεις σε εμπόρους, κάτι που είναι παράνομο σύμφωνα με τους αντιμονοπωλιακούς νόμους. Η τακτική αυτή αποθαρρύνει τους εμπόρους από τη δρομολόγηση συναλλαγών μέσω άλλων δικτύων καρτών που συχνά είναι λιγότερο ακριβά, ανέφερε το τμήμα.
«Χαμένοι και οι καταναλωτές»
Οι καταναλωτές είναι επίσης χαμένοι δήλωσε η κυβέρνηση, επειδή τα τέλη καρτών μπορούν να ωθήσουν τους εμπόρους να ανακτήσουν το κόστος αυξάνοντας τις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών.
«Η Visa έχει συσσωρεύσει παράνομα τη δύναμη να αποσπά τέλη που υπερβαίνουν κατά πολύ αυτά που θα μπορούσε να χρεώσει σε μια ανταγωνιστική αγορά», δήλωσε ο Γενικός Εισαγγελέας Merrick Garland. «Η παράνομη συμπεριφορά της Visa επηρεάζει όχι μόνο την τιμή ενός πράγματος – αλλά σχεδόν την τιμή των πάντων».
Τι απαντά η εταιρεία
Η Γενική Σύμβουλος της Visa Julie Rottenberg δήλωσε ότι η αγωγή «αγνοεί την πραγματικότητα ότι η Visa είναι απλώς ένας από τους πολλούς ανταγωνιστές στον κλάδο των καρτών που αναπτύσσεται, με νεοεισερχόμενους που ευδοκιμούν”.
Η Rottenberg πρόσθεσε: «Είμαστε υπερήφανοι για το δίκτυο πληρωμών που έχουμε οικοδομήσει, την καινοτομία που προωθούμε και τις οικονομικές ευκαιρίες που επιτρέπουμε. Αυτή η αγωγή είναι αβάσιμη και θα υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας σθεναρά».