Skip to main content

Ποια deals κόκκινων δανείων θα κλείσουν φέτος

Αναμένεται να κλείσουν επιπλέον 11 deals λαμβάνοντας ώθηση από τον Ηρακλή ΙΙΙ

Με αμείωτους ρυθμούς συνεχίζονται οι τιτλοποιήσεις και απευθείας πωλήσεις κόκκινων δανείων από τις τράπεζες στα funds σε μια προσπάθεια του κλάδου να πατήσει «γκάζι» στο τελευταίο μίλι.

Φέτος, παρότι έχει ολοκληρωθεί μόλις μία συναλλαγή, η τιτλοποίηση «Frontier II» της Εθνικής Τράπεζας ύψους 1 δισ. ευρώ, αναμένεται να κλείσουν επιπλέον 11 deals λαμβάνοντας ώθηση από τον Ηρακλή ΙΙΙ που επεκτάθηκε μάλιστα κατά 1 δισ. ευρώ έως τα μέσα του 2025.

Στις συναλλαγές που εκκρεμούν έως το τέλος του έτους περιλαμβάνονται τα τέσσερα μέρη της κοινοπρακτικής τιτλοποίησης «Solar» (ένα για κάθε συστημική τράπεζα) και η τιτλοποίηση «Frontier III» της Εθνικής που προορίζονται για ένταξη στον διευρυμένο «Ηρακλή ΙΙΙ» που προβλέπει κρατικές εγγυήσεις ύψους 3 δισ. ευρώ. Επιπλέον, βρίσκονται στα «σκαριά» έξι απευθείας πωλήσεις NPEs ως εξής: «Gaia» της Alpha Bank ύψους 500 εκατ. ευρώ, «Leon» της Eurobank ύψους 640 εκατ. ευρώ, «Pronto» της Εθνικής ύψους 30 εκατ. ευρώ, «Monza» της Πειραιώς ύψους 120 εκατ. ευρώ, «Delta» της Πειραιώς ύψους 34 εκατ. ευρώ και «Alphabet» της PQH ύψους 5,2 δισ. ευρώ από τον εκκαθαριστή PQH.

Όπως επισημαίνει η συμβουλευτική Octane στην σχετική έκθεση, ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα της αγοράς για τη διετία 2024-25 είναι η επανένταξη των δανείων που «πρασίνισαν» στην οικονομία -μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες οφειλέτες που βρίσκονται σήμερα αποκλεισμένοι από την τραπεζική χρηματοδότηση. Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα για το ιδιωτικό χρέος είναι η θεραπεία των μη εξυπηρετούμενων χαρτοφυλακίων, καθώς υπολογίζεται ότι το ποσοστό ανάκτησης απαιτήσεων για τα τιτλοποιημένα χαρτοφυλάκια του «Ηρακλή» αγγίζει το 25-30%, ποσοστό αισθητά χαμηλότερο από τις αρχές εκτιμήσεις στις οποίες βασίστηκε η αρχιτεκτονική του προγράμματος το 2019.

Σημειώνεται ότι, για τις χαμηλές επιδόσεις των servicers στα εν λόγω χαρτοφυλάκια ευθύνεται τόσο το πάγωμα των πλειστηριασμών στη διάρκεια της πανδημίας, καθώς και κινητοποιήσεις των δικηγόρων που παρέλυσαν το σύστημα αναγκαστικών εκτελέσεων. Προκειμένου να αντισταθμίσουν τις μειωμένες εισροές εσόδων, επενδυτές και servicers προχωρούν στην πώληση των χαρτοφυλακίων στη δευτερογενή αγορά η οποία αριθμεί ήδη 11 συναλλαγές στη χώρα μας και αναμένεται να αναπτυχθεί περαιτέρω τα επόμενα έτη.

Οι 70 συμφωνίες που «πρασίνισαν» τις τράπεζες

Περισσότερες από 70 συναλλαγές κόκκινων δανείων έχουν πραγματοποιηθεί την τελευταία οκταετία μεταξύ τραπεζών και επενδυτών/εταιρειών διαχείρισης, συνολικού ύψους 80 δισ. ευρώ, οδηγώντας σε ριζική εξυγίανση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος από το «βαθύ κόκκινο» της χρηματοπιστωτικής κρίσης.

Θυμίζεται ότι, απαραίτητη προϋπόθεση για τον ριζικό μετασχηματισμό του τραπεζικού κλάδου στον απόηχο της 10ετούς κρίσης, ήταν η δημιουργία μιας παράλληλης αγοράς, αυτής των μη

εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία χτίστηκε με επιταχυνόμενους ρυθμούς από funds και servicers που επένδυσαν στην Ελλάδα μετά το 2017.

Στις πρώτες απευθείας πωλήσεις περιλαμβάνεται το χαρτοφυλάκιο «Eclipse» της Eurobank ύψους 1,5 δισ. ευρώ (2017) και ακολούθησαν το. «Venus» της Alpha Bank ύψους 2 δισ. ευρώ (2018), το «Amoeba» της Πειραιώς ύψους 1,45 δισ. ευρώ (2018) και το «Earth» της Εθνικής ύψους 100 εκατ. ευρώ. Στις πρώτες τιτλοποιήσεις που υλοποιήθηκαν με τους ευνοϊκούς όρους του «Ηρακλή» συγκαταλέγονται το «Cairo» της Eurobank ύψους 2,3 δισ. ευρώ (2020) και ακολούθησαν το «Phoenix» ύψους 450 εκατ. ευρώ (2020), καθώς και το «Vega» ύψους 4,9 δισ. ευρώ -και τα δύο της Πειραιώς.

Το 2021, τα deals κόκκινων δανείων συνεχίστηκαν με εντατικούς ρυθμούς, καθώς ολοκληρώθηκαν 10 συνολικά οι οποίες αφορούσαν όμως όλες σε απευθείας πωλήσεις χαρτοφυλακίων δεδομένου ότι δεν «έτρεχε» το πρόγραμμα τιτλοποιήσεων με κρατικές εγγυήσεις «Ηρακλής».

Όπως επιβεβαίωσε πρόσφατα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων υποχώρησε στο 7,5% τον Μάρτιο (αναμένεται κάτω από 5% το 2024), έναντι 40% τον Ιούλιο 2019, ενώ συνολικά τα NPEs που βρίσκονται στα χέρια τραπεζών και servicers έχουν συρρικνωθεί από 92 δισ. ευρώ το 2019 σε 69 δισ. ευρώ το 2023.