Το σήμα της εκκίνησης για ένα νέο μεγάλο κύκλο επενδύσεων του ομίλου στους τομείς των παραχωρήσεων και των ΣΔΙΤ εντός κι εκτός Ελλάδας, έδωσε ο Γενικός Διευθυντής Επιχειρηματικής Ανάπτυξης και Εκτελεστικό Μέλος δ.σ. της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, Μάνος Μουστάκας, από το βήμα του συνεδρίου Υποδομών και Μεταφορών.
«Έχοντας τοποθετηθεί ήδη στρατηγικά σε ένα κλάδο όπου έχουμε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, δεδομένης της καθετοποίησης που έχει ο όμιλος αλλά και της δυνατότητας της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ να ελέγχει κάθε στάδιο ρίσκου του έργου, είμαστε πανέτοιμοι να διεκδικήσουμε επάξια οποιοδήποτε μεγάλο έργο παραχώρησης δημοπρατηθεί στην ευρύτερη ΝΑ Ευρώπη» δήλωσε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως «αφού η κεφαλαιακή δύναμη πυρός που διαθέτουμε είναι πολλαπλάσια των αντίστοιχων έργων που αναμένονται στη χώρα μας, είναι δεδομένο ότι κοιτάμε και πέρα από την Ελλάδα».
Σύμφωνα με τον κ. Μουστάκα, η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ κάνει το συγκεκριμένο άλμα προς το μέλλον τώρα, που αποκρυσταλλώνονται οι ευκαιρίες για επενδύσεις σε υποδομές στην Ελλάδα και στη νοτιοανατολική Ευρώπη, με λογικές αποδόσεις. «Θεωρούμε ότι αυτό το πλάνο ανάπτυξης της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ ανταποκρίνεται πλήρως σε αυτό που πλέον αναζητά η διεθνής επενδυτική κοινότητα: ξεκάθαρη στόχευση, αποτελεσματική διάρθρωση, καθετοποίηση με ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, εξειδικευμένη τεχνογνωσία στη μελέτη, χρηματοδότηση, υλοποίηση και λειτουργία μεγάλων έργων υποδομών, καθώς και υγιή θεμελιώδη, βασιζόμενα σε γερό ταμείο, δανεισμό χωρίς αναγωγή στη μητρική και προβλέψιμες, σταθερές και ισχυρές ταμειακές ροές σε βάθος δεκαετιών» πρόσθεσε.
Η επενδυτική ισχύς του ομίλου
Αναδεικνύοντας την υπεροπλία του ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ στον συγκεκριμένο τομέα, ο κ. Μουστάκας σημείωσε πως, με τα υπάρχοντα ταμειακά διαθέσιμα της μητρικής εταιρείας, τα αναμενόμενα μερίσματα από το σύνολο των έργων που βρίσκονται ή θα μπουν σε λειτουργία τα αμέσως επόμενα χρόνια αλλά και την επιπλέον ρευστότητα από την πώληση της ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ, η συνολική επενδυτική ισχύς του ομίλου ξεπερνάει τα 3 δισ. ευρώ ως χρήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ίδια κεφάλαια σε επενδύσεις. Λαμβάνοντας υπόψη τη δυνατότητα μόχλευσης μέσω δανεισμού, το ποσό αυτό πολλαπλασιάζεται και είναι διαθέσιμο για χρηματοδότηση έργων.
Συνεπώς, συνέχισε, η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ θωρακίζεται με ένα οπλοστάσιο σημαντικότατων επιπλέον κεφαλαίων, αποκλειστικά για διεκδίκηση νέων μεγάλων έργων στις υποδομές και τις παραχωρήσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αφού για όλα τα μεγάλα projects στα όποια είχε ήδη επικρατήσει μέσω διεθνών διαγωνισμών ο Όμιλος (π.χ. Αττική Οδός, Εγνατία Οδός, Νέος Διεθνής Αερολιμένας Ηρακλείου Κρήτης κλπ.) έχουν ήδη εξασφαλιστεί, τόσο οι χρηματοδοτικές γραμμές όσο και η ίδια συμμετοχή.
«Υπάρχουν σημεία που χρήζουν βελτίωσης στο μοντέλο των παραχωρήσεων και των ΣΔΙΤ»
Ο Γενικός Διευθυντής Επιχειρηματικής Ανάπτυξης και Εκτελεστικό Μέλος Δ.Σ. της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, ωστόσο, αναφέρθηκε και στο θεσμικό πλαίσιο της χώρας, σχολιάζοντας χαρακτηριστικά πως «υπάρχουν σημεία που χρήζουν βελτίωσης στο μοντέλο των παραχωρήσεων και των ΣΔΙΤ και τα οποία δημιουργούν – δικαιολογημένες κατά τη γνώμη μου – επιφυλάξεις».
Ειδικότερα, ο κ. Μουστάκας έκανε ιδιαίτερη μνεία στο γεγονός ότι παρότι συλλήβδην ο ιδιωτικός τομέας προειδοποίησε κατά την περίοδο προετοιμασίας των έργων, τόσο για την ωριμότητά τους όσο και για την ανισομερή και αναποτελεσματική κατανομή των ευθυνών των έργων, οι ανησυχίες αυτές δυστυχώς δεν εισακούστηκαν.
«Άρα βρισκόμαστε όλοι οι επενδυτές να πρέπει να αναλάβουμε ευθύνη για θέματα που πρακτικά είναι εκτός σφαίρας ελέγχου μας, όπως π.χ. για την τήρηση του χρονοδιαγράμματος ως προς την μελέτη και την κατασκευή, όταν την ίδια στιγμή σε έργα οδοποιίας δεν υπάρχει δέσμευση από το Δημόσιο για θέματα μετακίνησης δικτύων ή για συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα διάθεσης γης, ή ακόμα και διαθεσιμότητας νερού σε περίπτωση αρδευτικού έργου», είπε ο κ. Μουστάκας.
Επιπλέον, έκανε λόγο για μία ανισορροπία μεταξύ των οικονομικών δεδομένων με τα οποία μπορεί να δημοπρατήθηκε ένα έργο και των πραγματικών συνθηκών στην αγορά όταν ήρθε η ώρα του διαγωνισμού, δίνοντας ως παράδειγμα τις προβλέψεις για τις πληρωμές διαθεσιμότητας, δηλαδή το μέγιστο της συμβολής του Δημοσίου, οι οποίες έχουν γίνει με δεδομένα κόστους που από τον χρόνο σύνταξης της προμελέτης της Υπηρεσίας μέχρι τον Διαγωνισμό έχουν αυξηθεί δυσθεώρητα, με αποτέλεσμα το έργο να μην είναι χρηματοδοτήσιμο ακόμα και με μηδενική έκπτωση.
«Άρα, τα συγχρηματοδοτούμενα έργα είναι επωφελή και ελκυστικά, αρκεί να προετοιμάζονται με τις απλές και δοκιμασμένες λογικές που επιτυχημένα έχουμε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν, αξιοποιώντας ουσιαστικά και τον μηχανισμό του Διαλόγου μεταξύ των υποψηφίων και των αναθετουσών αρχών ώστε να είναι αμοιβαία επωφελή» κατέληξε ο κ. Μουστάκας.