«Χρειαζόμαστε καλύτερη ορατότητα και περισσότερη συνεργασία στον σχεδιασμό, στη μελέτη, στη χρηματοδότηση και εν τέλει στην κατασκευή και λειτουργία των έργων, προκειμένου αυτά να έχουν το μέγιστο δυνατό όφελος με το ελάχιστο δυνατό κόστος για τους πολίτες της χώρας μας», ανέφερε στην τοποθέτησή του στο Συνέδριο Υποδομών & Μεταφορών, ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΤΕΡΝΑ, Χρήστος Παναγιωτόπουλος.
Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της Στρογγυλής Τράπεζας των Κατασκευών, ο κ. Παναγιωτόπουλος ανέφερε πως «αυτή τη στιγμή που μιλάμε – πέρα από ορισμένα έργα που βρίσκονται σε διαδικασία ωρίμανσης ή από κάποιες γενικές τοποθετήσεις για τις προτεραιότητες της πολιτείας – δεν υπάρχει σαφής εικόνα. Είναι λογικό η πολιτεία να θέλει να τα προχωρήσει όλα, αλλά ποια είναι αυτά που πραγματικά έχουν προτεραιότητα ως είδος και ποια συγκεκριμένα έργα σε κάθε είδος έχουν μπει πιο ψηλά στην ατζέντα;».
Επιπλέον, ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΤΕΡΝΑ έκανε και ειδική μνεία στο φαινόμενο που παρατηρείται τελευταία, όπου οι τεχνικές εταιρείες αδυνατούν τελικά να συμμετάσχουν σε διαγωνισμούς για έργα που και σημαντικά είναι και απαραίτητα, καθώς όπως τόνισε, τα έργα δημοπρατούνται με ανώριμες μελέτες ή με ελλιπή τεύχη δημοπράτησης, ενώ τα σχόλια που κάνει η αγορά κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο, συχνά αγνοούνται.
«Κάποιος πονηρός μπορεί να πει ότι οι εταιρείες τα θέλουν όλα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα τους, αλλά δεν είναι αυτή η αλήθεια. Προσπαθούμε – προφανώς και λαμβάνοντας υπόψη τη βιωσιμότητα ενός έργου και τη λελογισμένη κερδοφορία – να καταδείξουμε με την εμπειρία μας από το πεδίο ότι ορισμένα πράγματα πρέπει να διορθωθούν ή ότι μπορούν να γίνουν με πιο αποδοτικό τρόπο. Αν όμως η συμμετοχή μας σε αυτή τη διαβούλευση εν τέλει δεν λαμβάνεται ουσιαστικά υπόψιν και οι διαγωνισμοί πραγματοποιούνται με όρους που καθιστούν τα έργα μη βιώσιμα ή ακόμα χειρότερο επισφαλή, δεν μπορεί κανείς να απορεί μετά γιατί δεν υπήρξε συμμετοχή» σημείωσε ο κ. Παναγιωτόπουλος.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΤΕΡΝΑ στάθηκε και στο θέμα των διαθέσιμων πόρων, λέγοντας πως πλέον το 1 δισ. ευρώ του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων προφανώς δεν μπορεί να καλύψει όλες τις ανάγκες που υπάρχουν σε υποδομές, ενώ η αγορά έχει ήδη ζήσει περιπτώσεις με απαραίτητα έργα που δημοπρατήθηκαν και ανακηρύχτηκαν ανάδοχοι χωρίς να υπάρχει καν εξασφαλισμένο το αναγκαίο δημόσιο ή ευρωπαϊκό κονδύλι.
«Αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μπορούν να γίνουν όλα, ούτε μπορούν να γίνουν όλα μαζί. Είναι όμως απαραίτητο, σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, που οι ανάγκες βαίνουν συνεχώς αυξανόμενες – λόγω παλαιότητας των υποδομών, λόγω της οικονομικής ανάπτυξης αλλά και της κλιματικής κρίσης – και οι δυνατότητες είναι πεπερασμένες, να αξιοποιούμε κάθε διαθέσιμο πόρο, κάθε προσφερόμενη βοήθεια και κάθε ευκαιρία για να μπορέσουμε να κάνουμε όσα μπορούμε περισσότερα» σημείωσε, προσθέτοντας πως «έχουμε και ένα εξαιρετικό εργαλείο, όπως οι Πρότυπες Προτάσεις, που επιταχύνει και τις μελέτες αλλά και επιτρέπει τη μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων – ένα εργαλείο που νομοθετήθηκε από την προηγούμενη πολιτική ηγεσία του ΥΠΟΜΕ επί Νέας Δημοκρατίας και το οποίο παραμένει ανενεργό μαζί με τις προτάσεις που ήδη κατέθεσαν οι κατασκευαστικοί όμιλοι, στο πλαίσιο του σχετικού θεσμού».