Στη διατήρηση ποσοστού έως 8% στην Εθνική Τράπεζα προσανατολίζεται το κυβερνητικό επιτελείο εν όψει της διαδικασίας αποεπένδυσης που άρχισε επισήμως σήμερα, Πέμπτη.
Όσα αναφέρουν στη «Ν» πηγές με γνώση των διαδικασιών, επιβεβαιώνουν ότι πρόθεση του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών είναι να μην αποσυρθεί πλήρως από το μετοχικό κεφάλαιο της τράπεζας που παραδοσιακά θεωρείται ως εκείνη με τη μεγαλύτερη εγγύτητα στην άσκηση της εθνικής πολιτικής.
Σημειώνεται ότι κάτι ανάλογο έχει γίνει και στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη που επλήγησαν από σφοδρή τραπεζική κρίση και προχώρησαν σε διάσωση τραπεζών, όπως η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο, ο νέος νόμος υπ’ αριθμ. 5131/2024 που ψηφίστηκε φέτος για την αναδιάρθρωση του Υπερταμείου προβλέπει ότι τυχόν εναπομείναν ποσοστό του Δημοσίου στις τράπεζες (συστημικές και μη) θα μεταφερθεί στο Υπερταμείο, στο Δ.Σ. του οποίου συμμετέχουν μέλη ορισμένα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).
Η στάση αυτή διαφοροποιείται άρδην από τη στρατηγική που υλοποίησε -με κυβερνητική εντολή- το ΤΧΣ στα placements που ολοκληρώθηκαν το προηγούμενο 12μηνο σε Eurobank, Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς. Και αυτό, διότι στις προηγούμενες συναλλαγές το Δημόσιο αποχώρησε πλήρως από τα μετοχικά κεφάλαια των συστημικών τραπεζών διαθέτοντας το ποσοστό του σε επενδυτές υψηλής ποιότητας, όπως συνταξιοδοτικά/ασφαλιστικά ταμεία, funds παγκόσμιου βεληνεκούς αλλά και σε μικροεπενδυτές, όπως συνέβη στο προηγούμενο placement της Εθνικής.
Εθνική Τράπεζα: Τον Οκτώβριο η αποεπένδυση του ΤΧΣ – Προς πώληση το 10% με 13%
Το ζήτημα του ποσοστού διάθεσης, ωστόσο, δεν έχει κλείσει, αφού παραδοσιακά σε όλες τις συναλλαγές αποεπένδυσης εφαρμόζονται αντίρροπες δυνάμεις, οι πολιτικές και οι τεχνοκρατικές, με τη λογική των αγορών να επικρατεί σε όλες τις περιπτώσεις έως σήμερα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, εξάλλου, ότι τόσο το ποσοστό όσο και η τιμή διάθεσης αναμένεται να γνωστοποιηθούν στο «παρά πέντε» της συναλλαγής, όπως προβλέπει η Στρατηγική Αποεπένδυσης – διαδικασία που έχει τηρηθεί «ευλαβικά» στα placements του ΤΧΣ που ολοκληρώθηκαν το προηγούμενο 12μηνο.
Πράγματι, αυτό που υπογραμμίζουν αρμόδιες πηγές είναι ότι η πρόθεση για το τελικό ποσοστό διάθεσης δεν μπορεί να διατυπωθεί, ούτε από το Ταμείο αλλά ούτε και από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών, πριν από τη λήξη της συναλλαγής. Αυτό σημαίνει ότι πρώτα θα συγκεντρωθούν οι προσφορές μέσω του βιβλίου προσφορών και κατόπιν το ΤΧΣ θα αποφασίσει την τιμή και το ποσοστό διάθεσης – διαδικασία που τηρήθηκε, εξάλλου, και κατά την προηγούμενη συναλλαγή αποεπένδυσης της Εθνικής τον Νοέμβριο του 2023, όταν το τελικό ποσοστό που διατέθηκε αυξήθηκε στο 22% από 20% που ήταν η αρχική πρόθεση του μετόχου.
Η «έξοδος» του ΤΧΣ από την Εθνική ανοίγει τον δρόμο και για το Σπίτι μου 2
Η διαδικασία του placement
Σημειώνεται ότι το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας εισέρχεται από σήμερα στην τελική ευθεία της αποεπένδυσης από τις συστημικές τράπεζες, μετά τη συνεδρίαση που πραγματοποίησε το βράδυ της Τετάρτης με τον Σύμβουλο Αποεπένδυσης για την Εθνική Τράπεζα, JP Morgan. Πηγές με γνώση των διαδικασιών αναφέρουν στη «Ν» ότι το ΤΧΣ έδωσε στην επενδυτική τράπεζα το «πράσινο φως» προκειμένου να βολιδοσκοπήσει το ενδιαφέρον της επενδυτικής κοινότητας για την απόκτηση του ποσοστού έως 18,4% που διατηρεί στο μετοχικό κεφάλαιο της τράπεζας.
Στην επόμενη φάση, σύμφωνα με τη Στρατηγική Επένδυσης του ΤΧΣ, ο Σύμβουλος θα επανέλθει με τα αποτελέσματα των πρώτων επαφών που είχε με funds, ασφαλιστικά/συνταξιοδοτικά ταμεία και λοιπούς ενδιαφερόμενους επενδυτές. Με βάση το κλίμα των εν λόγω επαφών, το ΤΧΣ θα εξουσιοδοτήσει την JP Morgan ώστε να προχωρήσει στην επόμενη φάση της διαδικασίας.
Στόχος, τόσο του ΤΧΣ όσο και του υπουργείου Οικονομίας & Οικονομικών, είναι το placement να ολοκληρωθεί το αργότερο σε έναν μήνα από σήμερα (αρχές Οκτωβρίου), ούτως ώστε να ληφθεί «απόσταση ασφαλείας» από τις εκλογές στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο. Και αυτό, διότι η αβεβαιότητα συνοδεύει παραδοσιακά μεγάλες εκλογικές αναμετρήσεις -όπως αυτή στις ΗΠΑ- και λειτουργεί επιβαρυντικά για τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων διεθνώς.