«Τα καλύτερα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών του α’ εξαμήνου διαμορφώνουν καλύτερες προοπτικές για το σύνολο του 2024». Αυτή είναι η ψήφος εμπιστοσύνης στις ελληνικές τράπεζες που απέστειλε χθες μέσω ανάλυσής του ο 4ος μεγαλύτερος διεθνής οίκος αξιολόγησης, η καναδική DBRS Morningstar.
Όπως υπογραμμίζει ο κ. Αndrea Costanzo, αντιπρόεδρος της ομάδας Morningstar DBRS European Financial Institution Ratings, «τα υψηλότερα βασικά έσοδα, η πειθαρχία σε ό,τι αφορά το κόστος και οι χαμηλότερες προβλέψεις για ζημίες δανείων έχουν οδηγήσει σε υψηλότερα κέρδη το α’ εξάμηνο του 2024» και προσθέτει: «Ένα ισχυρότερο από το αναμενόμενο α’ εξάμηνο διαμορφώνει υψηλότερες προσδοκίες για το 2024, κυρίως λόγω της υψηλότερης από την αναμενόμενη ανθεκτικότητας στα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια, τα οποία αντανακλούσαν βραδύτερη μείωση των επιτοκίων, καθώς και καλύτερο μίγμα καταθέσεων και ρυθμό πιστωτικής ανάπτυξης».
Στην έκθεσή της η DBRS, αναλύοντας τα αποτελέσματα του α’ εξαμήνου 2024 για τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες, Alpha Bank Α.Ε., Eurobank Α.Ε., Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. και Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε., σημειώνει τα εξής: Οι ελληνικές τράπεζες ανέφεραν συνολικά καθαρά κέρδη 2,3 δισεκατομμυρίων ευρώ το α’ εξάμηνο του 2024, αυξημένα κατά 25% σε ετήσια βάση. Τα υψηλότερα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) και οι καθαρές προμήθειες στήριξαν τα έσοδα το α’ εξάμηνο του 2024, παρά τα σημαντικά χαμηλότερα κέρδη από συναλλαγές και άλλα μη επαναλαμβανόμενα έσοδα. Ο έλεγχος του κόστους βοήθησε στην αντιστάθμιση των πληθωριστικών πιέσεων και των υψηλότερων δαπανών για την ψηφιοποίηση. Το κόστος κινδύνου μειώθηκε το α’ εξάμηνο του 2024 σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη, αν και παρέμεινε σε υψηλότερα επίπεδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα προφίλ κινδύνου ενισχύθηκαν περαιτέρω εν μέσω συνεχιζόμενων τάσεων αποφυγής κινδύνου και καλοήθων τάσεων στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων.
Ρευστότητα – αποθέματα
Η ρευστότητα του κλάδου εξακολουθεί να υποστηρίζεται από μεγάλες, αυξανόμενες και σταθερές καταθέσεις, καθώς και από αυξανόμενη δραστηριότητα εκ δόσεων στην αγορά, παρά τις συνεχιζόμενες αποπληρωμές χρηματοδότησης από την κεντρική τράπεζα. Τα κεφαλαιακά αποθέματα έχουν ενισχυθεί περαιτέρω. Ωστόσο, η ποιότητα του κεφαλαίου παραμένει αδύναμη. Ο διαρκής έλεγχος του κόστους, υπογραμμίζουν οι συντάκτες της έκθεσης, βοήθησε στην αντιστάθμιση των πληθωριστικών πιέσεων και των υψηλότερων δαπανών για ψηφιοποίηση. Ένα πιο δυνατό από το αναμενόμενο α’ εξάμηνο του 2024 ώθησε τις τράπεζες να αναθεωρήσουν προς τα πάνω τις κατευθυντήριες γραμμές τους για την κερδοφορία του έτους.
Καταλήγοντας στην έκθεση της DBRS αναφέρεται ότι «η ρευστότητα του κλάδου εξακολουθεί να υποστηρίζεται από μεγάλες, αναπτυσσόμενες και σταθερές καταθέσεις, αυξανόμενη εκδοτική δραστηριότητα στην αγορά, παρά τις συνεχιζόμενες αποπληρωμές χρηματοδότησης από την κεντρική τράπεζα. Τα κεφαλαιακά αποθέματα έχουν ενισχυθεί περαιτέρω το α’ εξάμηνο του 2024 παρά την επανέναρξη των διανομών μερισμάτων και τη σημαντική αύξηση του όγκου νέων δανείων. Ωστόσο, η ποιότητα του κεφαλαίου παραμένει αδύναμη».