Ισχυρά οικονομικά αποτελέσματα κατέγραψε η Εθνική Τράπεζα το πρώτο εξάμηνο του έτους, με τα αναλογούντα κέρδη μετά φόρων να αγγίζουν τα 670 εκατ. καταγράφοντας ετήσια άνοδο 26%. Τα οργανικά κέρδη μετά φόρων σε επίπεδο ομίλου ανήλθαν σε 646 εκατ. ευρώ, ενισχυμένα κατά 27% σε ετήσια βάση, ως αποτέλεσμα των ισχυρών τάσεων στα οργανικά έσοδα.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους συνέχισαν να επιδεικνύουν ανθεκτικότητα έναντι της αναμενόμενης τάσης ομαλοποίησής τους. Μειωθήκαν κατά -3% σε τριμηνιαία βάση, αλλά ενισχύθηκαν κατά +13% σε ετήσια βάση, αγγίζοντας τα 1,2 δισ. ευρώ το α΄ εξάμηνο, απορροφώντας την πλήρη επίπτωση του κόστους αντιστάθμισης των καταθέσεων πελατών, τις υψηλότερες εκδόσεις MREL, καθώς και τα χαμηλότερα επιτόκια Euribor που απορροφήθηκαν μερικώς από την αύξηση στα καθαρά έσοδα από τόκους δανείων, ως αποτέλεσμα των ισχυρών εκταμιεύσεων στο β΄ τρίμηνο 2024. Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο διαμορφώθηκε στις 323μ.β. το α΄ εξάμηνο 2024, υπερβαίνοντας κατά πολύ τον στόχο μας για το 2024 ύψους <290μ.β., ο οποίος πλέον αναβαθμίζεται σε πάνω από 300 μ.β.
Αύξηση εσόδων από προμήθειες
Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση της ΕΤΕ, η αύξηση των εσόδων από προμήθειες κατά +15% ετησίως και 6% σε τριμηνιαία βάση αποτυπώνει τον αυξημένο όγκο συναλλαγών, με διψήφια ποσοστά αύξησης σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες προμηθειών, ιδιαιτέρως δε στις προμήθειες από επενδυτικά προϊόντα και τη χορήγηση δανείων, με τις τελευταίες να επωφελούνται από την ανάκαμψη της νέας παραγωγής δανείων. Ο αριθμός των συναλλαγών αυξήθηκε κατά +10% ετησίως, ως αποτέλεσμα της αύξησης των ψηφιακών καναλιών κατά +22% σε ετήσια βάση.
Παράλληλα καταγράφηκε συγκράτηση των λειτουργικών δαπανών κατά το α΄ εξάμηνο 2024, με το κόστος του β΄ τριμήνου 2024 να παραμένει αμετάβλητο σε τριμηνιαία βάση. Σε συγκρίσιμη βάση, οι λειτουργικές δαπάνες αυξήθηκαν μόλις κατά +3,6% ετησίως το α΄ εξάμηνο 2024, με τον δείκτη κόστους προς οργανικά έσοδα να διατηρείται στο 30%.
Το κόστος πιστωτικού κινδύνου διαμορφώθηκε σε 55μ.β. το α΄ εξάμηνο 2024, αντανακλώντας αμελητέες οργανικές ροές ΜΕΑ.
Ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων διαμορφώθηκε στο 17,4% σε επίπεδο οργανικών κερδών μετά φόρων και σε 18,1% σε επίπεδο αναλογούντων κερδών μετά φόρων το α΄ εξάμηνο 2024, χωρίς να αναπροσαρμόζουμε για το υπερβάλλον κεφάλαιο CET1 άνω των εποπτικών ορίων.
Οι οικονομικές επιδόσεις της τράπεζας το α΄ εξάμηνο 2024 οδήγησαν σε αναβάθμιση των στόχων της σε όλους τους βασικούς τομείς.
Ισχυρός ισολογισμός, με τις τάσεις να ισχυροποιούνται το β΄ τρίμηνο
Το ύψος των εξυπηρετούμενων δανείων έφτασε τα 31,4 δισ. ευρώ σε επίπεδο ομίλου το α’ εξάμηνο 2024, παρουσιάζοντας αύξηση κατά +0,9 δισ. ευρώ από την αρχή του έτους και 2,4 δισ. ευρώ ετησίως (+8% ετησίως), ως αποτέλεσμα της ισχυρής ανάκαμψης των εκταμιεύσεων Εταιρικής Τραπεζικής σε 2,5 δισ. ευρώ το β΄ τρίμηνο 2025, με τις εκταμιεύσεις Λιανικής Τραπεζικής να διατηρούν τη θετική δυναμική του α΄ τριμήνου 2024. Συνολικά, οι εκταμιεύσεις του β΄ τριμήνου 2024 ανήλθαν στο πολυετές τριμηνιαίο υψηλό των 2,8 δισ. ευρώ.
Τα τρέχοντα εγκεκριμένα αλλά μη εκταμιευμένα επιχειρηματικά δάνεια θέτουν τις βάσεις για την επίτευξη του στόχου πιστωτικής επέκτασης για το 2024.
Η έκθεση σε στοιχεία ενεργητικού σταθερού επιτοκίου παρέχει προστασία έναντι της ομαλοποίησης των επιτοκίων της ΕΚΤ.
Η εικόνα στις καταθέσεις
Οι καταθέσεις σε επίπεδο ομίλου στο β΄τρίμηνο 2024 ανέστρεψαν την αρνητική εποχικότητα του α΄ τριμήνου 2024, με τα υπόλοιπα να παραμένουν σχεδόν αμετάβλητα από την αρχή του έτους και να αυξάνονται κατά +1,4 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Τα καθαρά ταμειακά διαθέσιμα του α΄ εξαμήνου 2024 ανήλθαν σε 9,1 δισ. ευρώ, παρά τις υψηλές εκταμιεύσεις, παρέχοντας ισχυρή στήριξη στα καθαρά επιτοκιακά έσοδα, γεγονός που συνιστά μοναδικό συγκριτικό πλεονέκτημα για την Τράπεζα.
Ο οίκος αξιολόγησης Moody’s αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της ΕΤΕ κατά 2 βαθμίδες σε ‘BBB’, μία βαθμίδα πάνω από την επενδυτική, υπογραμμίζοντας, σύμφωνα με την τράπεζα «τον ισχυροποιημένο ισολογισμό και τη διατήρηση της οργανικής κερδοφορίας σε υψηλά επίπεδα».
Ο δείκτης ΜΕΑ διαμορφώθηκε σε 3,3% σε επίπεδο ομίλου, με τα ΜΕΑ μετά από προβλέψεις να ανέρχονται σε 0,2 δισ. ευρώ το β΄ τρίμηνο 2024.
Τα ΜΕΑ διαμορφώθηκαν σε 1,2 δισ. ευρώ το β΄ τρίμηνο 2024. Ο δείκτης κάλυψης ΜΕΑ από σωρευμένες προβλέψεις ανήλθε σε 86%, με τους αντίστοιχους δείκτες κάλυψης των Σταδίων 2 και 3 να διαμορφώνονται σε 8% και 50% αντίστοιχα.
Οι θετικές τάσεις αναφορικά με την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου το α΄ εξάμηνο 2024 οδήγησαν σε αναθεώρηση των προβλέψεών της ΕΤΕ για το κόστος πιστωτικού κινδύνου του οικονομικού έτους 2024 σε 60 μ.β από 65 μ.β. προηγουμένως.
Ο δείκτης CET13 ανήλθε σε 18,3%, με το Συνολικό Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας3 να διαμορφώνεται σε 20,9%
Ο δείκτης CET13 αυξήθηκε κατά +50μ.β. από την αρχή του έτους σε 18,3% το α΄εξάμηνο 2024, συμπεριλαμβανομένης της πρόβλεψης ~0,5% επί των σταθμισμένων στοιχείων του Ενεργητικού (RWAs) για διανομή μερίσματος 40% το 2025 από τα κέρδη του 2024, αντανακλώντας την ισχυρή κερδοφορία. Ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας διαμορφώθηκε σε 20,9%, ενισχυμένος κατά +70μ.β. από την αρχή του έτους.
Ο δείκτης MREL3 του ομίλου διαμορφώθηκε σε 25,9%, υπερβαίνοντας την ελάχιστη απαίτηση MREL του Ιανουαρίου 2025 ύψους 25,3%.
Π. Μυλωνάς: Ισχυρά οικονομικά αποτελέσματα
Όπως σημείωσε ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΤΕ, Παύλος Μυλωνάς, το β΄ τρίμηνο εξελίχθηκε θετικά σε πολλούς τομείς. «Η ελληνική οικονομία εμφάνισε σημάδια ισχυροποίησης εν μέσω περαιτέρω βελτίωσης των συνθηκών στο επιχειρηματικό περιβάλλον και την αγορά εργασίας, καθώς και ενδυνάμωσης των επενδύσεων σε πάγιο κεφάλαιο. Επιπρόσθετα, οι προβλεπτικοί δείκτες οικονομικής δραστηριότητας δείχνουν ότι η θετική δυναμική είναι διατηρήσιμη. Η ισχυρή δημοσιονομική αξιοπιστία και οι συνεχιζόμενες αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της χώρας μας παρέχουν πρόσθετη προστασία έναντι εξωγενών κινδύνων. Σε αυτή την ευνοϊκή μακροοικονομική συγκυρία, επιτύχαμε για μία ακόμη φορά ισχυρά οικονομικά αποτελέσματα το α’ εξάμηνο 2024» δήλωσε.
Επεσήμανε ειδικότερα πως «τα οργανικά κέρδη μετά από φόρους αυξήθηκαν κατά 27% σε ετήσια βάση, στα 646 εκατ. ευρώ το α΄εξάμηνο 2024, με τον δείκτη απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων να διαμορφώνεται σε 17,4%. Η θετική δυναμική στα οργανικά κέρδη αντανακλά την ανθεκτικότητα των καθαρών εσόδων από τόκους έναντι της μείωσης των επιτοκίων, καθώς και την ισχυρή αύξηση των εσόδων από προμήθειες, ως αποτέλεσμα της επιτάχυνσης της οικονομικής δραστηριότητας. Αντικατοπτρίζει, επίσης, τη συνετή διαχείριση των δαπανών και τη σταδιακή ομαλοποίηση του κόστους πιστωτικού κινδύνου, ως αποτέλεσμα των αμελητέων ροών Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων. Τα αποτελέσματα αυτά μας ώθησαν να αναθεωρήσουμε προς τα πάνω τους οικονομικούς στόχους που έχουμε θέσει για την περίοδο 2024-2026» υπογράμμισε.
Σύμφωνα με τον κ. Μυλων, η ισχυρή κερδοφορία ενίσχυσε περαιτέρω τα κεφαλαιακά αποθέματα της τράπεζας, τα οποία κυμαίνονται στα υψηλότερα επίπεδα του εγχώριου τραπεζικού κλάδου, με αποτέλεσμα ο δείκτης CET1 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας να αυξηθούν περίπου κατά 50μ.β. και 70μ.β. από την αρχή του έτους, και να διαμορφωθούν στο 18,3% και 20,9% αντίστοιχα.
Πρόβλεψη για μέρισμα ύψους 40% επί των κερδών
«Το πλεόνασμα κεφαλαίου προσφέρει στην Τράπεζα σημαντική στρατηγική ευελιξία, συμπεριλαμβανομένης της μελλοντικής διανομής κεφαλαίου στους μετόχους. Ως πρώτο δείγμα αυτής της πρόθεσης, μετά την επιστροφή μας στη διανομή μερισμάτων, καταβάλλοντας 30% επί των καθαρών κερδών του 2023, παίρνουμε πρόβλεψη για μέρισμα ύψους 40% επί των κερδών αυτού του έτους, φιλοδοξώντας να αυξήσουμε σημαντικά τη διανομή μερισμάτων στο μέλλον» σημείωσε ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΤΕ, προσθέτοντας:
«Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του ισολογισμού μας εξακολουθούν να ξεχωρίζουν. Οι εκταμιεύσεις δανείων σημείωσαν αισθητή άνοδο, αγγίζοντας τα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων ετών ύψους 2,8 δισ. ευρώ το β’ τρίμηνο 2024. Επιπλέον, τα καθαρά ταμειακά διαθέσιμα το Α’ εξάμηνο 2024 ενισχύθηκαν κατά 1,1 δισ. ευρώ από την αρχή του έτους και διαμορφώθηκαν στα 9,1 δισ. ευρώ, παρέχοντας σημαντική στήριξη στα καθαρά έσοδα από τόκους και ενισχύοντας περαιτέρω το μοναδικό πλεονέκτημα ρευστότητας της Εθνικής Τράπεζας».
Όπως τόνισε ο κ. Μυλωνάς, «με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, θα συνεχίσουμε να εστιάζουμε στρατηγικά στην τεχνολογική και ψηφιακή βελτιστοποίηση των υποδομών της Τράπεζας, γεγονός που θα μας παρέχει τη δυνατότητα να στηρίξουμε την πορεία ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, παρέχοντάς στους πελάτες μας καινοτόμες χρηματοοικονομικές λύσεις και βελτιωμένη εμπειρία. Με την εμπιστοσύνη και την αφοσίωση των ανθρώπων μας, οι οποίοι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του οργανισμού μας, θα συνεχίσουμε να προσφέρουμε αξία στους μετόχους μας, καλλιεργώντας παράλληλα μια νοοτροπία αριστείας και πελατοκεντρικής προσέγγισης».