Ο Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος του Ομίλου της Eurobank και πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΕΤ, μιλά στη «Ν».
Την ανάγκη οι επενδύσεις να αυξάνονται με πραγματικό ετήσιο ρυθμό περί το 7% για μια δεκαετία, προκειμένου να κλείσει το χάσμα με τον μέσο όρο της Ε.Ε., τονίζει ο Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος του Ομίλου της Eurobank και πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΕΤ, σε συνέντευξή του στη «Ναυτεμπορική» και τον Μιχάλη Ψύλο.
«Το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ στην Ελλάδα παραμένει περίπου 8 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, παρά τις αυξήσεις που καταγράφηκαν τα προηγούμενα λίγα έτη. Για να κλείσει το χάσμα, θα απαιτηθεί οι επενδύσεις να αυξάνονται με πραγματικό ετήσιο ρυθμό περί το 7% για μία δεκαετία. Είναι φιλόδοξος στόχος, όμως είναι στόχος πρώτης προτεραιότητας, δεν υπάρχει ανάπτυξη μακροχρόνια χωρίς επαρκείς επενδύσεις».
Η εξωστρέφεια
Ερωτηθείς για το θέμα της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, ο κ. Αναστασάτος σημειώνει ότι «οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών έχουν υπερδιπλασιαστεί ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σε σχέση με τα προ κρίσεως επίπεδα, πλησιάζοντας τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ωστόσο, αυτό οφείλεται αφενός στην πολύ καλή πορεία του τουρισμού, αφετέρου στην αύξηση ενός σχετικά μικρού αριθμού αγαθών, τα περισσότερα χαμηλότερης τεχνολογίας και άρα προστιθέμενης αξίας. Παράλληλα, οι εισαγωγές αυξάνονται ταχύτερα, και μάλιστα στην πλειονότητά τους αφορούν καταναλωτικά και όχι επενδυτικά αγαθά. Ως αποτέλεσμα, διατηρούνται σημαντικά εξωτερικά ελλείμματα – 6,3% του ΑΕΠ το 2023, το οποίο και φέτος αναμένεται να διατηρηθεί άνω του 5%.
Τι σημαίνει αυτό για το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας;
«Σημαίνει ότι τόσο η κατανάλωση όσο και η παραγωγή εξακολουθούν να βασίζονται υπέρμετρα σε εισαγόμενες εισροές, με αποτέλεσμα κάθε αύξηση του ΑΕΠ να συνοδεύεται από διόγκωση των εισαγωγών δυσανάλογα μεγαλύτερη από αυτήν των εξαγωγών. Επομένως, απαιτείται μεγαλύτερη προσπάθεια, μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τόσο στην προώθηση των εξαγωγών όσο και στην υποκατάσταση εισαγωγών, ώστε να διατηρείται εξωτερική ισορροπία. Αυτό είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε η ανάπτυξη να είναι διατηρήσιμη και να μη διακινδυνεύσουμε ποτέ ξανά να βρεθούμε σε μια κρίση χρέους».
Στο ερώτημα αν είναι αποτελεσματική η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ο κ. Αναστασάτος τονίζει:
«Η εκταμίευση και η συμβασιοποίηση προχωρούν αρκετά ικανοποιητικά, ενώ φαίνεται να υπάρχουν κάποιες καθυστερήσεις στον ρυθμό με τον οποίον τα χρήματα φτάνουν στους τελικούς δικαιούχους και στην έναρξη των επενδύσεων. Οι λόγοι είναι αρκετοί, κάποιοι εκ των οποίων γραφειοκρατικοί, και το φαινόμενο παρατηρείται και σε άλλες χώρες. Το ΤΑΑ είναι πολύ σημαντικό εργαλείο, όχι μόνο λόγω του ύψους των κεφαλαίων αλλά και λόγω του σχεδιασμού του να χρηματοδοτεί επενδύσεις σε τομείς κρίσιμους για τη μεταρρύθμιση του παραγωγικού μοντέλου (πράσινη μετάβαση, ψηφιοποίηση, εκπαίδευση)».
Αναφορικά με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και την υστέρηση της χώρας μας στην παραγωγικότητα της εργασίας, ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ομίλου της Eurobank σημειώνει: «Έχουν γίνει μεγάλες προσπάθειες τα προηγούμενα χρόνια, αλλά παραμένουν τομείς στους οποίους υστερούμε έναντι της υπόλοιπης Ευρωζώνης. Κατά τη γνώμη μου, οι προτεραιότητες αφορούν την ταχύτητα (και ποιότητα) της απονομής της δικαιοσύνης, τη βελτίωση της εκπαίδευσης και τη σύνδεση με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, την αύξηση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και την ολοκλήρωση των τοπικών πολεοδομικών σχεδίων. Όλα αυτά επιδρούν αρνητικά στην παραγωγικότητα, όπως αναφέρατε, η οποία όμως επηρεάζεται αρνητικά και από το ακόμα χαμηλό επίπεδο των επενδύσεων, που σημαίνει ότι η εργασία συνδυάζεται με λιγότερο κεφάλαιο».
Υψηλό το επίπεδο του χρέους
Σε ερώτηση αν ανησυχεί για το υψηλό δημόσιο χρέος, ο κ. Αναστασάτος εκτιμά ότι «παρότι σε μεγάλο μέρος διακρατείται από ξένους, έχει μια πολύ ευνοϊκή δομή, με μακρές λήξεις και κλειδωμένα χαμηλά επιτόκια, ένεκα των ρυθμίσεων των Προγραμμάτων Προσαρμογής. Επιπλέον, η υψηλή ονομαστική ανάπτυξη βοηθάει στην αποκλιμάκωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ. Ωστόσο, επειδή το επίπεδο του χρέους παραμένει υψηλό, είναι σημαντικό να τηρούνται οι στόχοι για τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων, ιδίως εν όψει της κεφαλαιοποίησης των τόκων του πρώτου δανείου του επίσημου τομέα το 2032. Με αυτή την προϋπόθεση, η διατηρησιμότητα του χρέους είναι ασφαλής». Αναφορικά με την έναρξη μείωσης των επιτοκίων από την ΕΚΤ, ο κ. Αναστασάτος υπογραμμίζει: «Τα τελευταία οικονομικά στοιχεία στην Ευρωζώνη δείχνουν μια σχετική αδυναμία της ανάπτυξης, δεδομένης και της περιοριστικής επίδρασης της νομισματικής πολιτικής, η οποία μεταδίδεται με μια χρονική υστέρηση στην πραγματική οικονομία, ενώ ο πληθωρισμός συνεχίζει να μειώνεται. Αυτό, θεωρητικά, επιτρέπει κάποιους βαθμούς ελευθερίας επιπλέον στην ΕΚΤ να πραγματοποιήσει κάποιες μειώσεις επιτοκίων, ώστε να μη συρθεί η ευρωπαϊκή οικονομία σε οικονομική στασιμότητα. Από την άλλη πλευρά, ο πυρήνας του πληθωρισμού δείχνει μια επιμονή λόγω και των αυξήσεων των μισθών. Η ΕΚΤ μας έχει πληροφορήσει ότι οι κινήσεις της θα καθοδηγούνται από τα στοιχεία, επομένως είναι επισφαλές να κάνει κάποιος πρόβλεψη για τον χρονισμό των επόμενων μειώσεων».
Τεράστια η πρόοδος των ελληνικών τραπεζών
Ερωτηθείς αν οι ελληνικές τράπεζες έχουν όντως γυρίσει σελίδα, μετά και τις αναβαθμίσεις από μεγάλους οίκους, μάλιστα και από τη Moody’s που ακόμη δεν έχει δώσει την επενδυτική βαθμίδα στο Δημόσιο, ο κ. Αναστασάτος τονίζει: «Οι ελληνικές τράπεζες έχουν πραγματοποιήσει τεράστια πρόοδο τα τελευταία χρόνια: μείωσαν τον δείκτη των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων προς το σύνολο των δανείων σε μονοψήφια επίπεδα, από σχεδόν 50% κατά τη διάρκεια της κρίσης, έχουν αυξήσει κατά πολύ τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας που είναι πλέον συγκρίσιμοι με τις λοιπές ευρωπαϊκές τράπεζες, έχουν εξαιρετικούς δείκτες ρευστότητας, καλύτερους από τους μέσους ευρωπαϊκούς, κι έχουν δει μία αύξηση καταθέσεων κατά άνω των 70 δισ. ευρώ από το 2016. Επιπλέον, καταγράφουν υγιή κερδοφορία κι έχουν βελτιώσει δραματικά το μοντέλο διακυβέρνησής τους. Επομένως, οι ελληνικές τράπεζες είναι στην καλύτερη θέση εδώ και πολλά χρόνια να στηρίξουν την ανάπτυξη, εφόσον υπάρχει επαρκούς ποιότητας ζήτηση για δάνεια. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προκλήσεις στο επόμενο διάστημα. Οι δύο σημαντικότερες κατά τη γνώμη μου αφορούν την ολοκλήρωση της διαδικασίας του ψηφιακού μετασχηματισμού, καθώς και τη διατήρηση υγιούς κερδοφορίας ακόμα και όταν μειωθούν τα επιτόκια, ώστε να συνεχιστεί η μείωση του μεριδίου της αναβαλλόμενης φορολογίας στα κεφάλαιά τους με οργανικό τρόπο. Αυτό είναι εφικτό λόγω του διαφοροποιημένου επιχειρηματικού μοντέλου τους, το οποίο, εκτός των άλλων, λαμβάνει συνεισφορές και από τις δραστηριότητες στο εξωτερικό».