Skip to main content

Τo quick commerce αλλάζει την αγορά

Επιδιώκοντας στη διανομή προϊόντων, σε χρονικό διάστημα λίγων λεπτών έως και μίας ώρας

E-commerce, Quick commerce, dark stores, είναι έννοιες που έχουν εισβάλει στον κόσμο του εμπορίου και αντικατοπτρίζουν τη δυναμική των αλλαγών που παρατηρούνται στη συμπεριφορά και τις προτιμήσεις των καταναλωτών. Πρόκειται για όρους που επιβεβαιώνουν στην πράξη τη σύγκλιση της βιτρίνας ενός φυσικού καταστήματος με την ψηφιακή βιτρίνα και τη μετάβαση μιας εμπορικής επιχείρησης σε ένα νέο περιβάλλον λειτουργίας και υποστήριξης των πελατών της.

Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί του χώρου, πρόκειται για μια μετεξέλιξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, η οποία στοχεύει στην άμεση παράδοση προϊόντων. Συγκρίνοντας το quick commerce (ή q-commerce) με το παραδοσιακό ηλεκτρονικό εμπόριο, το οποίο απαιτεί ημέρες για την παράδοση της εκάστοτε παραγγελίας, το quick commerce επιδιώκει στη διανομή προϊόντων, σε χρονικό διάστημα λίγων λεπτών έως και μίας ώρας. Το φαινόμενο αυτό έχει αναδειχθεί ως κεντρικός τομέας ανταγωνισμού μεταξύ των κορυφαίων εταιρειών παγκοσμίως, που διεκδικούν μεγαλύτερο μέρος της αγοράς, ενώ μεταβάλλει ταυτόχρονα και το πώς συστήθηκε στο ευρύ κοινό το ηλεκτρονικό εμπόριο. Οι τεχνολογικές καινοτομίες στην εφοδιαστική αλυσίδα και τη διαχείριση του στόλου οχημάτων έχουν καταστήσει εφικτή την υλοποίηση του quick commerce και την ικανοποίηση των αναγκών των καταναλωτών μέσω αυτού του μοντέλου πιο δημοφιλή.

Τα διεθνή παραδείγματα αναδεικνύουν πλήθος εταιρειών που δραστηριοποιούνται στο quick commerce, αναπτύσσοντας τις αντίστοιχες υποστηρικτικές δομές. Ειδικότερα, η ανάπτυξη εταιρειών όπως η Gorillas, η Getir, η Zapp και η Jokr έχει μεταβάλλει τον πώς οι καταναλωτές αντιλαμβάνονται και προχωράνε στο τέλος στις αγορές τους. Με τη χρήση dark stores και την εκμετάλλευση τεχνολογιών αιχμής, οι εταιρείες εξασφαλίζουν τη γρήγορη παράδοση των προϊόντων, ενώ δημιουργούν ένα καινούριο και μεγάλο οικοσύστημα επαγγελματιών γύρω από το quick commerce. Η πανδημία του Covid-19 επιτάχυνε την ανάπτυξη του quick commerce διεθνώς, αφού οι περιορισμοί στις μετακινήσεις έδωσαν ώθηση στις ηλεκτρονικές αγορές, δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για τη διάδοση του q-commerce. Όπως παρουσίασαν έρευνες, το quick commerce υπολογίζεται να αγγίξει τα 4,1 δισεκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως μέχρι το 2025, με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης άνω του 10%.

efood και το quick commerce στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα, το quick commerce εξακολουθεί να παραμένει μια αναπτυσσόμενη αγορά, μένοντας πιστό στις διεθνείς τάσεις, έστω και με καθυστέρηση λίγων ετών. Η αυξημένη διείσδυση του διαδικτύου, η αλλαγή στις καταναλωτικές συνήθειες και η ανάγκη για γρήγορη εξυπηρέτηση αποτελούν παράγοντες οι οποίοι ενίσχυσαν την ανάπτυξη του q-commerce στη χώρα. Οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ ήταν εκείνες που έκαναν και τις πρώτες προσπάθειες στο q-commerce, προσθέτοντας στις ήδη υπάρχουσες υπηρεσίες ηλεκτρονικών αγορών τους τη δυνατότητα ταχείας παράδοσης.

Όμως, αυτές που έφεραν πραγματικά την αλλαγή, ήταν οι εταιρείες delivery, που διευρύνοντας τις υπηρεσίες τους πέρα από την παράδοση φαγητού, έφεραν στις επιλογές ταχείας παράδοσης καταστήματα και προϊόντα όπως παντοπωλεία, φαρμακευτικά προϊόντα και είδη καθημερινής χρήσης. Πλέον, προσφέρουν τη δυνατότητα εξυπηρέτησης με παραδόσεις μέσα σε 30 με 60 λεπτά, μέσω των ήδη διαδεδομένων εφαρμογών. Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη υπηρεσιών last-mile, οι οποίες προσφέρουν λύσεις βοηθώντας τις επιχειρήσεις να βελτιώσουν τους χρόνους παράδοσης τους, έδωσε μια ακόμη ώθηση στην αγορά, η οποία καταγράφει πλέον σημαντικά χαρακτηριστικά κραταιάς τάσης.

Είναι πάντως γεγονός πως η ανάπτυξη του q-commerce στη χώρα είναι, σε μεγάλο βαθμό, παράλληλη με αυτή του efood. Η κορυφαία υπηρεσία delivery στην Ελλάδα, αναγνωρίζοντας την αυξανόμενη τάση στην αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών, επέλεξε να επενδύσει στην εφαρμογή του quick-commerce.

Με το efood market, την ενσωμάτωση αλυσίδων super market, από τον Σκλαβενίτη έως την πιο πρόσφατη προσθήκη των καταστημάτων του ΑΒ Βασιλόπουλου, με το Convenience Stores και dark stores που απέκτησε μετά την εξαγορά των εταιρειών του Ομίλου Μούχαλη και με τη διεύρυνση σε πολλές, διαφορετικές κατηγορίες καταστημάτων, μόλις σε διάστημα 2 χρόνων, το efood ήρθε πρώτο να επενδύσει στην ανάπτυξη του quick commerce στην Ελλάδα και εξακολουθεί να διατηρεί τη θέση του αδιαμφισβήτητου leader του κλάδου, δείχνοντας σε μεγάλο βαθμό το δρόμο στο σύνολο της αγοράς.

Το επενδυτικό πλάνο της εταιρείας για την επίτευξη αυτού του σκοπού περιελάμβανε τη δημιουργία ενός μεγάλου δικτύου διανομέων, που πλέον ξεπερνούν τους 5000 όπως και στην ενσωμάτωση τεχνολογίας στα logistics, που του επιτρέπουν να κάνει εφικτή -αλλά και επιχειρηματικά βιώσιμη- την παράδοση προϊόντων, εντός λίγων λεπτών. Οι υπηρεσίες last mile του efood προσφέρουν επιπλέον δυνατότητες στις επιχειρήσεις για τη βελτίωση των χρόνων παράδοσης τους, ανεξαρτήτως συνεργασίας με την πλατφόρμα του efood. Οι επιχειρήσεις αξιοποιούν τον στόλο διανομέων του efood, ανάλογα με τις προγραμματισμένες ή έκτακτες ανάγκες τους, αποστέλλοντας τα προϊόντα τους είτε μέσα στην επόμενη ώρα από την παραγγελία είτε εντός δύο ημερών.

Προοπτικές

Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, οι ηλεκτρονικές πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 30% στην μετά-covid εποχή, με τον ρυθμό αυτό να συνεχίζει αντίστοιχη πορεία και τα επόμενα έτη, ενώ σύμφωνα με την Euromonitor International, η αγορά των υπηρεσιών ταχείας παράδοσης στη χώρα αναμένεται να αυξηθεί με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης άνω του 15% στο άμεσο μέλλον.

Όπως δείχνουν τα στοιχεία, η εισβολή του quick commerce στην καθημερινότητα των καταναλωτών καταγράφεται ως συνεχώς αυξανόμενη τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά, το 31% των ενεργών χρηστών του efood έχει δοκιμάσει έστω μια φορά το efood market.  Μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα, ο κλάδος αναμένεται να ανθίσει, με την πλατφόρμα να σχεδιάζει και να υλοποιεί μια συνεκτική στρατηγική που θα το οδηγήσει ξανά στην πρωτοπορία της αλλαγής του κλάδου σε γενικότερο πλαίσιο.