Μία διαδικασία που όταν εφαρμόζεται από τις ίδιες τις επιχειρήσεις έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα και ως προς την κάλυψη των κενών θέσεων απασχόλησης, αλλά και ως προς τη βελτίωση της παραγωγικότητας των εργαζομένων.
Έρευνα της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ σε 800 επιχειρήσεις αναδεικνύει τη διαρκώς αυξανόμενη πίεση που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές ΜμΕ για να καλύψουν τις εργασιακές ανάγκες τους.
Ειδικότερα, διαπιστώνεται ότι τα 2/3 του τομέα ΜμΕ (εξαιρούνται κατασκευές και πρωτογενής τομέας) βρέθηκαν σε διαδικασία αναζήτησης εργαζομένων κατά την προηγούμενη διετία (έναντι 30% του τομέα κατά τις παρελθούσες περιόδους κρίσης). Η υψηλότερη κινητικότητα εντοπίστηκε στους κλάδους βιομηχανίας και υπηρεσιών.
Βασικό κίνητρο αναζήτησης εργαζομένων αποτελεί η αύξηση πωλήσεων (41%, έναντι 26% προ διετίας), η οποία υπερίσχυσε των αναγκών αντικατάστασης ή προσωρινής φύσης.
Το πρόβλημα
Διαπιστώθηκε επίσης ότι είναι σταθερά αυξανόμενη η δυσχέρεια κάλυψης των θέσεων εργασίας, με το 71% των ΜμΕ να δηλώνει ότι δυσκολεύεται περισσότερο σε σχέση με το παρελθόν (έναντι ποσοστού 59% προ διετίας).
Υψηλότερη πίεση δέχονται οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες κατάφεραν να καλύψουν μόλις το 1/2 των θέσεων που αναζήτησαν (έναντι περίπου 80% για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις).
Σε μεγάλο βαθμό η δυσκολία αυτή ερμηνεύεται από την υψηλή αναντιστοιχία δεξιοτήτων εργατικού δυναμικού και επιχειρηματικών αναγκών που εντοπίζεται στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τη μελέτη:
Ως κύριος παράγοντας δυσκολίας εύρεσης εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης αναδεικνύεται η απουσία κατάλληλων δεξιοτήτων ή προϋπηρεσίας (αφορά 2/3 των ΜμΕ που αναζήτησαν προσωπικό). Ένα επιπλέον 30% αναφέρει ως πρόβλημα την απουσία ενδιαφέροντος από την πλευρά των υποψήφιων εργαζομένων.
Στις θέσεις χαμηλής ειδίκευσης, η απουσία ενδιαφέροντος αναδεικνύεται ως βασικό πρόβλημα για σχεδόν τα 2/3 των ΜμΕ που αναζήτησαν προσωπικό (έναντι 38% που ανέφερε ως βασικό πρόβλημα την έλλειψη κατάλληλων δεξιοτήτων/προϋπηρεσίας).
Η απουσία τυπικών προσόντων (π.χ. τίτλος σπουδών) θεωρήθηκε εμπόδιο για ένα πολύ μικρό ποσοστό των ΜμΕ (της τάξης του 2%).
Η λύση
Ως καταλύτης για την υπέρβαση αυτού του προβλήματος, κυρίως για θέσεις υψηλής εξειδίκευσης, αναδεικνύεται η εκπαίδευση στον χώρο εργασίας.
Ειδικότερα, βάσει της έρευνας της ΕΤΕ, επιχειρήσεις που παρέχουν εκπαίδευση στο προσωπικό τους (σχεδόν 1/3 του τομέα) επιτυγχάνουν υψηλότερη κάλυψη θέσεων εργασίας (σε όλα τα μεγέθη επιχειρήσεων).
Οι επιχειρήσεις που προσφέρουν τυπική εκπαίδευση κάλυψαν επιτυχώς σχεδόν το 80% των θέσεων που αναζήτησαν, έναντι 70% γι’ αυτές που προσφέρουν μόνο εμπειρική εκπαίδευση και κάτω από 60% για εκείνες που δεν προσφέρουν καμία εκπαίδευση.
Η ένταση της κατάρτισης στον χώρο εργασίας έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της παραγωγικότητας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Συγκεκριμένα, η αύξηση των εκπαιδευτικών ωρών κατά 1% αυξάνει την παραγωγικότητα εργασίας κατά αντίστοιχο ποσοστό (1%) σε ορίζοντα τετραετίας.
Πάντως, η μελέτη αναδεικνύει ότι απαιτείται πιο συνολική αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής αγοράς εργασίας.
Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη τη διαχρονική σχέση ανεργίας και κενών θέσεων εργασίας για την Ελλάδα (καμπύλη Beveridge), η δυσκολία κάλυψης θέσεων αναμένεται να αυξηθεί εκθετικά όσο η ανεργία θα κινείται σε χαμηλότερα επίπεδα.
Ωστόσο, η Ελλάδα μπορεί να πετύχει ευνοϊκότερη σχέση ανεργίας και κενών θέσεων ακολουθώντας ενεργές πολιτικές για την αγορά εργασίας πιο κοντά στα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Αυτό σημαίνει ενθάρρυνση συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό (π.χ. job sharing) και προσέλκυση εργαζομένων από το εξωτερικό τόσο για θέσεις υψηλής ειδίκευσης (π.χ. tech visa) όσο και για χαμηλής ειδίκευσης (π.χ. διμερείς συμφωνίες με άλλες χώρες στους κλάδους του τουρισμού και των κατασκευών).