Skip to main content

Σε ισχύ ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός για τις Κρίσιμες Ορυκτές Πρώτες Ύλες: Άμεσες Ενέργειες από τα κράτη-μέλη

Θεσπίζεται το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κρίσιμων Πρώτων Υλών – Ύψιστης σημασίας οι αδειοδοτήσεις στην εξορυκτική και την ανακύκλωση κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών 

Σε ισχύ έχει τεθεί από τις 23 Μαϊου 2024 ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός για τις Κρίσιμες Ορυκτές Πρώτες Ύλες, CRM Act, που αφορά τη θέσπιση πλαισίου για τη διασφάλιση ασφαλούς και βιώσιμου εφοδιασμού κρίσιμων πρώτων υλών  και σύμφωνα με την Ε.Ε. οι Ευρωπαίοι μπορούν πλέον να αναφέρονται σε αυτόν με το όνομά του, Κανονισμός ΕΕ 2024/1252.

Ο κανονισμός περιλαμβάνει άμεσες Ενέργειες από τα κράτη μέλη, θεσπίζεται το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κρίσιμων Πρώτων Υλών  και προωθείται η επιτάχυνση στις  αδειοδοτήσεις για  εξόρυξη και ανακύκλωση πρώτων υλών που θεωρούνται πλέον ύψιστης σημασίας. Επίσης οι ιδιωτικές επενδύσεις από εταιρείες, χρηματοοικονομικούς επενδυτές και αγοραστές είναι καίριας σημασίας.

Σε περίπτωση που οι ιδιωτικές επενδύσεις από μόνες τους δεν επαρκούν, η αποτελεσματική ανάπτυξη έργων κατά μήκος της αξιακής αλυσίδας των κρίσιμων πρώτων υλών μπορεί να απαιτεί την παροχή δημόσιας στήριξης, για παράδειγμα με τη μορφή εγγυήσεων, δανείων ή επενδύσεων μετοχικού και οιονεί μετοχικού κεφαλαίου.

Η εν λόγω δημόσια στήριξη μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση. κρατικές ενισχύσεις αυτού του είδους θα πρέπει να έχουν χαρακτήρα κινήτρου και να είναι αναγκαίες, κατάλληλες και αναλογικές. Οι υφιστάμενες κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες αναθεωρήθηκαν πρόσφατα σε βάθος σύμφωνα με τους στόχους της διττής μετάβασης, παρέχουν πολυάριθμες δυνατότητες στήριξης των επενδύσεων κατά μήκος της αξιακής αλυσίδας των κρίσιμων πρώτων υλών, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

Με τον τρόπο αυτό το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο προσπαθεί να περάσει στη δράση για τη θωράκιση της ευρωπαϊκής εξορυκτικής βιομηχανίας, κατόπιν των πιέσεων των επιχειρήσεων του κλάδου και του κινδύνου αποδυνάμωσης της ευρωπαϊκής οικονομίας αλλά και των οικονομιών των επιμέρους κρατών – μελών. Στόχος του δημοσιευμένου πλέον κανονισμού είναι να βελτιωθεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς με τη θέσπιση πλαισίου για τη διασφάλιση της πρόσβασης της Ένωσης σε έναν ασφαλή, ανθεκτικό και βιώσιμο εφοδιασμό κρίσιμων πρώτων υλών, μεταξύ άλλων με την προώθηση της αποτελεσματικότητας και της κυκλικότητας σε όλη την αλυσίδα αξίας.

Σύμφωνα με το κείμενο του κανονισμού των 67 σελίδων υπάρχει ένα σύνολο μη ενεργειακών, μη γεωργικών πρώτων υλών οι οποίες θεωρούνται κρίσιμης σημασίας λόγω της υψηλής οικονομικής σημασίας τους και της έκθεσής τους σε υψηλό κίνδυνο εφοδιασμού, που οφείλεται συχνά σε υψηλό βαθμό συγκέντρωσης του εφοδιασμού από περιορισμένο αριθμό τρίτων χωρών. Δεδομένου του βασικού ρόλου που διαδραματίζουν πολλές από τις εν λόγω κρίσιμες πρώτες ύλες στην υλοποίηση της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης και υπό το πρίσμα της χρήσης τους για εφαρμογές στους τομείς της άμυνας και της αεροδιαστημικής, η ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί εκθετικά κατά τις προσεχείς δεκαετίες. Δεδομένης της πολυπλοκότητας και του διακρατικού χαρακτήρα των αξιακών αλυσίδων των κρίσιμων πρώτων υλών, η λήψη μη συντονισμένων εθνικών μέτρων για την εξασφάλιση ασφαλούς και βιώσιμου εφοδιασμού με κρίσιμες πρώτες ύλες εγκυμονεί τον κίνδυνο υπονόμευσης της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Είναι ανάγκη να θεσπιστούν κατάλληλα μέτρα για τον καθορισμό κοινής προσέγγισης όσον αφορά τα έργα στρατηγικής σημασίας στην Ένωση που αφορούν την εξόρυξη, την επεξεργασία ή την ανακύκλωση πρώτων υλών στρατηγικής σημασίας ή που συμβάλλουν στην παραγωγή σχετικών υποκατάστατων υλικών.

Άμεσες ενέργειες

Τα κράτη μέλη οφείλουν να ανασκουμπωθούν και το αργότερο μέχρι το Μάιο 2025 να έχουν προχωρήσει σε άμεσες ενέργειες προκειμένου η Ευρώπη να προλάβει να μπορεί να φτάσει στο στόχο να παράγει τουλάχιστον το 40% της ετήσιας ενωσιακής κατανάλωσης πρώτων υλών στρατηγικής σημασίας καθώς και να μπορεί να ανακυκλώνει σημαντικά αυξανόμενες ποσότητες κάθε πρώτης ύλης στρατηγικής σημασίας από απόβλητα. Έως το 2030 η Ένωση θα πρέπει να μην εξαρτάται από μία μόνο τρίτη χώρα για ποσοστό άνω του 65% του εφοδιασμού της με οποιαδήποτε πρώτη ύλη στρατηγικής σημασίας.

Έως τις 24 Φεβρουαρίου 2025 τα κράτη μέλη ιδρύουν ή ορίζουν μία ή περισσότερες αρχές ως ενιαία κέντρα εξυπηρέτησης Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος ιδρύσει ή ορίσει πολλαπλά ενιαία κέντρα εξυπηρέτησης, διασφαλίζει ότι υπάρχει μόνο ένα τέτοιο κέντρο εξυπηρέτησης ανά σχετικό διοικητικό επίπεδο και στάδιο της αξιακής αλυσίδας κρίσιμων πρώτων υλών. Τα οικεία ΕΚΕ αποτελούν το μοναδικό σημείο επαφής για τον φορέα υλοποίησης του έργου και τον βοηθούν να κατανοήσει κάθε διοικητικό ζήτημα σχετικό με τη διαδικασία χορήγησης αδειών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΕΚΕ διαθέτουν επαρκή αριθμό ειδικευμένων υπαλλήλων και επαρκείς οικονομικούς, τεχνικούς και τεχνολογικούς πόρους για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Το αργότερο εντός 45 ημερών από την παραλαβή αίτησης αδειοδότησης που αφορά έργο στρατηγικής σημασίας, το οικείο ενιαίο κέντρο εξυπηρέτησης βεβαιώνει ότι η αίτηση είναι πλήρης ή, εάν ο φορέας υλοποίησης του έργου δεν έχει αποστείλει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την επεξεργασία μιας αίτησης, ζητεί από τον φορέα υλοποίησης του έργου να υποβάλει πλήρη αίτηση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, διευκρινίζοντας ποιες πληροφορίες λείπουν. Kαι εντός ενός μήνα από την ημερομηνία βεβαίωσης που αναφέρεται δίδεται λεπτομερές χρονοδιάγραμμα για τη διαδικασία αδειοδότησης. (άρθρο 9). Επίσης έως τις 24 Μαΐου 2025 κάθε κράτος μέλος καταρτίζει εθνικό πρόγραμμα γενικής εξερεύνησης που στοχεύει στις κρίσιμες πρώτες ύλες και σε ορυκτά που περιέχουν κρίσιμες πρώτες ύλες. Τα εν λόγω εθνικά προγράμματα επανεξετάζονται τουλάχιστον ανά πενταετία και, εάν κρίνεται αναγκαίο, επικαιροποιούνται (άρθρο 19). Παράλληλα προωθούνται εθνικά μέτρα για την κυκλικότητα (άρθρο 26). Τα έργα στρατηγικής σημασίας θεωρείται ότι συμβάλλουν στην ασφάλεια του εφοδιασμού πρώτων υλών στρατηγικής σημασίας στην Ένωση. Οι φορείς υλοποίησης έργων και όλες οι οικείες αρχές διασφαλίζουν ότι η εν λόγω διαδικασία διεκπεραιώνεται όσον το δυνατόν ταχύτερα σύμφωνα με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο.  Στα έργα στρατηγικής σημασίας στην Ένωση χορηγείται το καθεστώς της ύψιστης εθνικής σημασίας, εάν υπάρχει τέτοιο καθεστώς στο εθνικό δίκαιο, και αντιμετωπίζονται αναλόγως στο πλαίσιο των διαδικασιών αδειοδότησης (άρθρο 10). Για έργα στρατηγικής σημασίας στην Ένωση, η διαδικασία αδειοδότησης δεν υπερβαίνει τους 27 μήνες για έργα στρατηγικής σημασίας που περιλαμβάνουν εξόρυξη, τους 15 μήνες για έργα στρατηγικής σημασίας που περιλαμβάνουν μόνο επεξεργασία ή ανακύκλωση (άρθρο 11). Απαραίτητη θεωρείται η ανάκτηση κρίσιμων πρώτων υλών από εξορυκτικά απόβλητα (άρθρο 27). Θεσπίζεται το ευρωπαϊκό συμβούλιο κρίσιμων πρώτων υλών. Το συμβούλιο παρέχει συμβουλές προς την Επιτροπή και εκτελεί τα καθήκοντα που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό (Άρθρο 35). Έως τις 24 Μαΐου 2027 και εν συνεχεία τουλάχιστον ανά τριετία, η Επιτροπή επανεξετάζει και, εάν είναι αναγκαίο, επικαιροποιεί τον κατάλογο κρίσιμων πρώτων υλών (άρθρο 5).

 Κατάλογος πρώτων υλών στρατηγικής σημασίας

Θεωρούνται στρατηγικές οι ακόλουθες πρώτες ύλες:

α) βωξίτης/αλουμίνα/αλουμίνιο

β) βισμούθιο

γ) βόριο — μεταλλουργικής ποιότητας

δ) κοβάλτιο

ε) ψαλκός

στ) γάλλιο

ζ) γερμάνιο

η) λίθιο — βαθμός κατάλληλος για συσσωρευτές

θ) μεταλλικό μαγνήσιο

ι) μαγγάνιο — βαθμός κατάλληλος για συσσωρευτές

ια) Γραφίτης — βαθμός κατάλληλος για συσσωρευτές

ιβ) νικέλιο — βαθμός κατάλληλος για συσσωρευτές

ιγ) μέταλλα της ομάδας του λευκόχρυσου

ιδ) σπάνιες γαίες για μόνιμους μαγνήτες (Nd, Pr, Tb, Dy, Gd, Sm και Ce)

ιε) πυριτιούχο μέταλλο ιστ) μεταλλικό τιτάνιο

ιζ) βολφράμιο

Ελλάδα

Η ελληνική εξορυκτική βιομηχανία μπορεί να κινητοποιήσει επενδύσεις άνω του μισού δις. ευρώ και η χώρα μας έχει ρόλο και παρουσία στο ευρωπαϊκό χάρτη των  Κρίσιμων Ορυκτών Πρώτων Υλών που θα αποτελέσουν καθοριστικό παράγοντα για την ευρωπαϊκή και τη διεθνή οικονομία στις επόμενες δεκαετίες. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων «η χώρα μας έχει ευνοϊκό γεωλογικό περιβάλλον και έχουμε ήδη ενεργή εξόρυξη για 5 κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες που αφορά στην παραγωγή βωξίτη, νικελίου, κοβαλτίου, μαγνησίτη και χαλαζία υψηλής ποιότητας για παραγωγή μεταλλικού πυριτίου καθώς και προγραμματισμένη εξόρυξη για 1 κρίσιμη πρώτη ύλη η οποία αφορά στην παραγωγή χαλκού. Στο παρελθόν είχαμε εξόρυξη 4 κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών, η οποία αφορούσε στην παραγωγή αντιμονίου, βαρύτη, αστρίων και μαγγανίου, ενώ έχουμε και γεωλογική αναγνώριση που αφορά 9 κρίσιμες πρώτες ύλες (αρσενικό, γάλλιο, ελαφριές σπάνιες γαίες, βαριές σπάνιες γαίες, σκάνδιο, ομάδα λευκόχρυσου, βολφράμιο, γερμάνιο, γραφίτης). Είναι καταγεγραμμένες είτε παλιές εκμεταλλεύσεις είτε αρχικές γεωλογικές έρευνες για το μαγγάνιο, τους άστριους, το χρώμιο, το αντιμόνιο, τον βαρύτη αλλά και για τις σπάνιες γαίες Σημειώνεται ότι ή έρευνα και η αξιολόγηση των ευρημάτων για κοιτάσματα και ευκαιρίες στην αξιοποίηση σπανίων γαιών είναι σημαντικά για την ελληνική και ευρωπαϊκή οικονομία λόγω της μεγάλης εξάρτησης από αυτές της πράσινης ενέργειας και των ψηφιακών εφαρμογών. Είναι φανερό επομένως ότι υπάρχει ένα ευρύ χαρτοφυλάκιο ορυκτών που συμβάλλουν ήδη στην ελληνική οικονομία αλλά και ευκαιρίες που δημιουργούνται στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης αυτονομίας της ευρωπαϊκής οικονομίας».

Σύμφωνα με τον Δρ Π. Τζεφέρη, Γεν. Δ/ντή Υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας, «η Ελλάδα διαθέτει το δυναμικό  για παραγωγή ορισμένων ΚΟΠΥ και ΣΟΠΥ  αλλά και τις ενδείξεις για περαιτέρω στοχευμένη έρευνα στον τομέα αυτό. Το δυναμικό αυτό απαιτεί εστίαση στην έρευνα (πρωτογενή και δευτερογενή), και ακόμη επικαιροποίηση των υφιστάμενων δεδομένων και ειδικότερη μελέτη σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Ας σημειωθεί, ότι οι εμφανίσεις δεν αποτελούν ώριμα κοιτάσματα προς δημοπράτηση, απλώς εφαλτήριο για περισσότερη έρευνα. Ενδεικτικά διαθέτει  βωξίτη (σε πλήρη παραγωγική διαδικασία), αντιμόνιο (Sb, σε 3 τουλάχιστον διαπιστωμένα κοιτάσματα αντιμονίτη άνευ εκμετάλλευσης μέχρι σήμερα), νικέλιο (Ni), κοβάλτιο (Co) (περιεχόμενα στον λατερίτη που όμως δεν παράγονται αυτοτελώς και απαιτούν αλλαγή της μεθόδου σε υδρομεταλλουργική από τον νέο ανάδοχο της ΛΑΡΚΟ),  χαλκό (Cu, προγραμματίζεται-υπό προϋποθέσεις- η παραγωγή από το κοίτασμα των Σκουριών Χαλκιδικής), μαγνησίτη (ΜgCΟ3,  παράγει τελικά προϊόντα δίπυρης και καυστικής μαγνησίας καθώς και πυρίμαχες μάζες και όχι μεταλλικό μαγνήσιο),  μαγγάνιο (Μn, τα ιστορικά κοιτάσματα μαγγανίου στην ευρύτερη περιοχή του Νομού Δράμας που αποτέλεσε στο παρελθόν κύριο μεταλλευτικό κέντρο της Ελλάδας απαιτούν επανα-δρομολόγηση για παραγωγή Μn battery grade), χαλαζία (SiO2) υψηλής ποιότητας για παραγωγή μεταλλικού πυριτίου (δεν υφίσταται εξόρυξη μέχρι σήμερα) και έχει ορισμένες  ενδείξεις εμφανίσεων (occurrences) για σπάνιες γαίες (REE) κυρίως εντός άλλων κοιτασμάτων. Τέλος, έχουν αναφερθεί -σε πανεπιστημιακές κυρίως έρευνες- κοιτασματολογικοί  τύποι που περιέχουν κατά  τόπους σημαντικές περιεκτικότητες σε  Βολφράμιο (W), Τελλούριο (Te), Ρήνιο (Re), μολυβδαίνιο (Μο), Γάλλιο (Ga), γερμάνιο (Ge) κ.α.».

Τη σημασία των επενδύσεων στη βιομηχανική παραγωγή και το μεταλλευτικό κλάδο ανέδειξε πρόσφατη (22/5/2024) επιστημονική ημερίδα με θέμα «Έρευνα και αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας, με αφορμή τις εξελίξεις στη ΛΑΡΚΟ» με πρωτοβουλία της Ομοσπονδίας Μεταλλωρύχων Ελλάδας σε συνεργασία με επιστημονικούς και συλλογικούς φορείς έρευνας και εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου της χώρας. Τονίστηκε ότι  η διαχείριση του ορυκτού πλούτου της χώρας οφείλει να είναι αποτέλεσμα στρατηγικού σχεδιασμού σε επίπεδο χώρας και όχι αποτέλεσμα ευκαιριακών οικονομικών συγκυριών. Η πολιτεία οφείλει να καταρτήσει προγράμματα έρευνας για την αποτίμηση του μεταλλευτικού δυναμικού της χώρας και τον σχεδιασμό της αξιοποίησης του,  με κριτήρια που θα ξεφεύγουν από τον στενό οικονομικό σχεδιασμό σχέσης κόστους-οφέλους  και να λαμβάνουν υπόψη την θέση της χώρας, το γεωπολιτικό περιβάλλον, την γενικότερη συμβολή τους στην εθνική οικονομία, καθώς και τα γενικότερα συμφέροντα των πολιτών.