Σειρά κρίσιμων παραγόντων αναστέλλουν την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της ελληνικής χημικής βιομηχανίας, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, φρενάροντας τη δημιουργία ενός βιώσιμου, καινοτόμου και διεθνώς ανταγωνιστικού τομέα, ο οποίος θα ευθυγραμμίζεται με τις αρχές της περιβαλλοντικής ευθύνης, της ψηφιακής προόδου και της οικονομικής ανάπτυξης αποτελεί η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Ειδικότερα οι παράγοντες που θέτουν εμπόδια είναι η έλλειψη μεγάλων βιομηχανικών οικοσυστημάτων, η γεωγραφική δομή εγκατάστασης, η αποεπένδυση κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, το υψηλό κόστος κεφαλαίου, η περιορισμένη πληροφόρηση για τα υφιστάμενα χρηματοδοτικά εργαλεία.
Επίσης ανασταλτικοί παράγοντες είναι οι δυσκολίες στην αδειοδότηση, το κόστος συμμόρφωσης με τις ρυθμίσεις, η υστέρηση σε υποδομές (π.χ. αδυναμία βελτιστοποίησης μεταφορών προϊόντων, οι ελλείψεις σε εξειδικευμένο προσωπικό, η διαχείριση της «διαρροής εγκεφάλων» (brain drain) σε θέσεις υψηλής εξειδίκευσης και το συγκριτικά χαμηλό επίπεδο σε δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη.
Υπό αυτές τις συνθήκες το ΙΟΒΕ επισημαίνει πως απαιτείται κατάλληλος σχεδιασμός και σημαντικές επενδύσεις που θα οδηγούν στην εξασφάλιση της ανθεκτικότητας και της ανταγωνιστικότητας της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη τις ιδιαιτερότητές της και τις υφιστάμενες στρατηγικές. Προκειμένου ο κλάδος να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της κλιματικής ουδετερότητας στις παραγωγικές διαδικασίες, της κυκλικότητας των προϊόντων, της παροχής ασφαλών και βιώσιμων χημικών και της ψηφιοποίησης.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι ελληνικές εξαγωγές χημικών κατευθύνονται κυρίως σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ-27, με το μερίδιό τους να έχει αυξηθεί σε 67,5% το 2022 από 53% το 2010. Το 2023 η ελληνική χημική βιομηχανία επέδειξε ανθεκτικότητα, καθώς ο όγκος παραγωγής σημείωσε οριακές απώλειες, σε αντίθεση με το σύνολο των υπόλοιπων Κρατών Μελών της ΕΕ-27.
Οι απώλειες περιορίστηκαν στο -0,3% όταν ο μέσος όρος απωλειών στην υπόλοιπη Ευρώπη διαμορφώθηκε στο -8,1%. Στη χημική βιομηχανία στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται 960 επιχειρήσεις, στις οποίες εργάζονται 12.439 άτομα.
Η πλειονότητά τους έχει αντικείμενο δραστηριότητας που σχετίζεται με την παραγωγή καταναλωτικών (47%) και ειδικών χημικών προϊόντων (34%), όπως απορρυπαντικά, καλλυντικά, υλικά κατασκευής και μόνωσης, χρώματα και βιοκαύσιμα, ενώ λίγες πολύ μικρές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στα νανοϋλικά.
Σχεδόν το σύνολο των χημικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα μπορεί να χαρακτηριστεί ως μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς μόνο το 0,6% του συνολικού αριθμού επιχειρήσεων εμφανίζει απασχόληση μεγαλύτερη από 250 άτομα. Σχεδόν δύο στις τρεις επιχειρήσεις της χημικής βιομηχανίας που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα είναι εγκατεστημένες στην Αττική (44%) και την Κεντρική Μακεδονία (21%).
Υπάρχει, επομένως, σημαντική συγκέντρωση του κλάδου στις συγκεκριμένες περιφέρειες, οι οποίες βρίσκονται κοντά στα κέντρα κατανάλωσης και σε κρίσιμες υποδομές για την προμήθεια χημικών πρώτων υλών και για τις εξαγωγές προϊόντων.
Το μεγαλύτερο μερίδιο του κύκλου εργασιών συγκεντρώνουν τα ειδικά χημικά (1,3 δισ. ευρώ ή 38% του συνόλου το 2021), ενώ μεγάλη βαρύτητα, με 792 εκατ. ευρώ ή 24% του συνόλου έχει και ο τομέας παραγωγής καταναλωτικών χημικών.