Μπορεί οι τράπεζες να σφύζουν από κερδοφορία όμως δεν λειτουργούν όπως θα έπρεπε τουλάχιστον ως προς την πιστωτική επέκταση, μια από τις βασικές τραπεζικές εργασίες η οποία μπορεί να τους διασφαλίσει κερδοφορία υγιή και σημαντική σε καιρούς ανάπτυξης όπως οι τρέχοντες.
Η κερδοφορία των τραπεζών προέρχεται κατά βάση από τους αυξημένους τόκους λόγω αύξησης των επιτοκίων και τις υψηλές προμήθειες. Όμως τα επιτόκια θα υποχωρήσουν και μαζί με την πτώση των επιτοκίων θα επέλθει αναπόφευκτα και πτώση των εσόδων των τραπεζών.
Οι τράπεζες έχουν υποσχεθεί πιστωτική επέκταση 5-6 δισ. ευρώ μέσα στο 2024 και για στο τέλος του Μαρτίου κατέγραφαν θετική επέκταση στον ιδιωτικό τομέα ύψους 44 εκατ. ευρώ.
Βεβαίως το ίδιο συνέβαινε και σε προηγούμενα χρονικά διαστήματα όπως το 2023 και λειτούργησε ο σωτήριος Δεκέμβριος για να πιαστούν οι στόχοι.
Ωστόσο είναι κοινό μυστικό πως την πιστωτική επέκταση των τραπεζών “πουσάρουν” κυρίως το RRF σε ότι αφορά τις μεγάλες επιχειρήσεις και προγράμματα όπως το σπίτι μου σε ότι αφορά τα στεγαστικά δάνεια. Για τις μικρότερες επιχειρήσεις τα δάνεια αφορούσαν το ΤΕΠΙΧ και τα κονδύλια της Ελληνικής Τράπεζας Αναπτύξεως.
Τα ελάχιστα στεγαστικά
Και είναι απορίας άξιον πως τόση ανάπτυξη στην οικοδομή δεν συνοδεύεται και με αντίστοιχη έκρηξη της στεγαστικής πίστης.
Τα στεγαστικά δάνεια παραμένουν καθηλώμένα κόντρα στην ισχυρή ανάπτυξη της οικονομίας, την άνθηση της αγοράς ακινήτων .
Κατά την πενταετία 2019 – 2023, που οι χρηματοδοτήσεις έχουν γίνει θετικές οι τράπεζες έχουν προχωρήσει σε καθαρές χρηματοδοτήσεις προς επιχειρήσεις ύψους 24,57 δισ. ευρώ ενώ στο ίδιο διάστημα οι καθαρές ροές νέων στεγαστικών δανείων διαμορφώνονται σε -6,8 δισ. ευρώ. Οι καθαρές ροές περιλαμβάνουν τις νέες χορηγήσεις μείον τις αποπληρωμές παλαιότερων δανείων. Έτσι, σε ό,τι αφορά τη στεγαστική πίστη, τα νέα δάνεια που χορηγήθηκαν για την αγορά κατοικιών την τελευταία 5ετία ήταν κατά 6,8 δισ. μικρότερα των δανείων που αποπληρώθηκαν στο ίδιο διάστημα.
Ειδικά προγράμματα
Σε ειδικά στεγαστικά προγράμματα που αφορούν κυρίως νέους δανειολήπτες κινούνται οι τράπεζες.
Η Εθνική και η Eurobank ήδη το πράττουν ενώ εκτιμάται πως σε αντίστοιχους σχεδιασμούς προχωρούν και οι άλλες τράπεζες. Όμως δεν είναι βέβαιο πως τα προγράμματα αυτά τελικώς θα αποδώσουν τα μέγιστα σε ότι αφορά την πιστωτική επέκταση των τραπεζών.
Θα βοηθήσει ή όχι η πτώση των επιτοκίων
Το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσον η πτώση των επιτοκίων θα βοηθήσει την πιστωτική επέκταση ή όχι.
Η απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη. Εξαρτάται πόσο θα πέσουν τα επιτόκια και πόσο θα ενσωματώσουν την υποχώρηση αυτήν οι τράπεζες.
Η δεύτερη μάλιστα αυτή μεταβλητή δεν είναι αυτονόητη μιας και οι τράπεζες κράτησαν κομμάτι της αύξησης των επιτοκίων και δεν το μετακύλησαν στους συνεπείς δανειολήπτες.
Οι συνεδριάσεις της ΕΚΤ στις οποίες αναμένονται οι κρίσιμες αυτές αποφάσεις είναι του Ιουνίου, του Ιουλίου , του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου.
Αυστηρά πιστοδοτικά κριτήρια
Τα εξαιρετικά αυστηρά πιστοδοτικά κριτήρια, κληρονομιά από την περίοδο της κρίσης, είναι ένας από τους βασικούς λόγους για την προβληματική πιστωτική επέκταση. Ο άλλος λόγος είναι ασφαλώς τα υψηλά επιτόκια.
Εκείνο ωστόσο που έχει σημασία είναι πως ο SSM δεν ζητά από τις τράπεζες να χαλαρώσουν τα πιστοδοτικά τους κριτήρια. Τουναντίον. Επομένως η εποπτεία που νοιάζεται αναμφισβήτητα για την κερδοφορία των τραπεζών δεν νοιάζεται, δεν νοιάζεται για το πως αυτή θα επέλθει.
Αυτό ωστόσο ταλανίζει ήδη τις τράπεζες που ψάχνουν τρόπους να ενταχθούν εκ νέου στην υγιώς στην αγορά καθώς γνωρίζουν ότι η πίστη αποτελεί και θα αποτελεί για πάντα την βασική τους εργασία.
Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί πως σε ότι αφορά τα στεγαστικά δάνεια, τα υπερβολικά αυστηρά κριτήρια που έχουν θέσει οι τράπεζες για τη χορήγηση στεγαστικών καταγράφηκαν στην πρόσφατη απόφαση της ΤτΕ η οποία έθεσε όρια για τις χρηματοδοτήσεις στεγαστικών δανείων, τα οποία είναι σχεδόν 50% υψηλότερα από αυτά που εφαρμόζουν σήμερα οι τράπεζες .
Η απόφαση αυτή είναι κοινοτική επιταγή αλλά σε ότι αφορά τις ελληνικές τράπεζες τα κριτήρια παραμένουν αυστηρότερα.
Η εκτίμηση είναι πως οι τράπεζες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα ανασχεδιάσουν την πιστωτική πολιτική τους εφόσον επιθυμούν να διατηρήσουν την κερδοφορία τους και μετά την πτώση των επιτοκίων αναφέρουν οι ειδικοί.
Ποιες χορηγήσεις των τραπεζών “χτυπάνε”
Η αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου ανά κλάδο δραστηριότητας όπως αυτή αποτυπώνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, διαμορφώνει μια εικόνα για το που μπορούν οι τράπεζες να περιμένουν πρόβλημα αλλά και για τους κλάδους τους οποίους θα χρηματοδοτήσουν με σχετική προσοχή.
Η εστίαση αν και κλάδος με ιδιαίτερη άνθιση παραμένει πρωταθλήτρια στα κόκκινα δάνεια ενώ ακολουθεί η αγροτική δραστηριότητα και οι κατασκευές.
Το Δεκέμβριο του 2023 η χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις, με στοιχεία εντός ισολογισμού, ανήλθε σε 113,4 δισεκ. ευρώ, αποτελώντας περίπου το 75,8% της συνολικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα από τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα.
Ο λόγος των ΜΕΔ στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο διαμορφώθηκε σε 6% και οφείλεται κυρίως στο υψηλό ποσοστό ΜΕΔ των μικρομεσαίων (9,6%) και των πολύ μικρών επιχειρήσεων (23,6%).
Αναφορικά με τη διάρθρωση των χρηματοδοτήσεων στους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, σημειώνεται ότι η μεγαλύτερη συγκέντρωση αφορά τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (24% των συνολικών χρηματοδοτήσεων προς επιχειρήσεις). Ο δείκτης ΜΕΔ για τον εν λόγω κλάδο (0,7% τον Δεκέμβριο του 2023) κυμαίνεται σε επίπεδο πολύ χαμηλότερο του μέσου όρου του αντίστοιχου δείκτη των επιχειρηματικών δανείων.
Tράπεζες: Νέες προκλήσεις από την εφαρμογή της «Βασιλεία IV»
Τα υψηλότερα ποσοστά ΜΕΔ καταγράφονται στους κλάδους της εστίασης (23,1%), της αγροτικής δραστηριότητας (18,8), των κατασκευών (15,7%), του εμπορίου (11,1%), της υγείας (9,2%) και της μεταποίησης (8,8%). Υψηλά ποσοστά καταγράφονται και σε επιμέρους κλάδους της μεταποίησης, όπως ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας (27,8%), της βιομηχανίας χάρτου, ξύλου και επίπλων (19,7%) και των λοιπών μεταποιητικών δραστηριοτήτων (18,2%), τα οποία όμως αφορούν μικρότερα υπόλοιπα χορηγήσεων και συνεπώς έχουν μικρή επίδραση στη διαμόρφωση του συνολικού δείκτη ΜΕΔ του κλάδου της μεταποίησης.
Τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται ενδεικτικά στους κλάδους της ενέργειας (0,6%) και των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (0,7%)
Καταλήγοντας, επισημαίνεται ότι το περιβάλλον που διαμορφώνεται από τα υψηλά βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και το συνακόλουθο αυξημένο κόστος χρηματοδότησης, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, το αυξημένο κόστος παραγωγής και τη στασιμότητα του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, θα εξακολουθεί να ασκεί πιέσεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων και να επηρεάζει δυσμενώς την ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων. Η αναμενόμενη μείωση των βασικών επιτοκίων θα μπορούσε να επιφέρει γενικότερη βελτίωση του οικονομικού κλίματος και βελτίωση στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου, υπό την αίρεση πάντα της πορείας των διεθνών εξελίξεων και της απουσίας απρόβλεπτων γεγονότων. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν την προσπάθειά τους για περαιτέρω μείωση των ΜΕΔ, προσεγγίζοντας ακόμα περισσότερο τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.