Αύξηση των πωλήσεων βλέπει ο κλάδος των καλλυντικών καθώς και ενίσχυση της εξωστρέφειάς του, σύμφωνα με τα στοιχεία της ICAP/CRIF. Ειδικά, για τη διετία 2024-2025 αναμένεται περαιτέρω άνοδος της αξίας της εγχώριας αγοράς καλλυντικών, αλλά με μικρότερο ρυθμό (3%-4%), σε σύγκριση μες την προηγούμενη περίοδο.
Όπως τονίζουν οι αναλυτές, Κύριοι παράγοντες που καθορίζουν τη ζήτηση των καλλυντικών είναι οι τιμές πώλησης των προϊόντων σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, η διάρθρωση του πληθυσμού ανά φύλο και ηλικιακή ομάδα, η εποχικότητα, η διαφημιστική προβολή τους κ.ά.
Η διετία 2022-2023 ήταν μια δύσκολη περίοδος εξαιτίας σημαντικών προκλήσεων όπως η ενεργειακή κρίση, η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών, η άνοδος του μεταφορικού κόστους, οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι ιδιαίτερα έντονες πληθωριστικές πιέσεις. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν τις επιχειρήσεις του κλάδου σε ανατιμήσεις των προϊόντων τους, λόγω της συμπίεσης των περιθωρίων κέρδους τους, παράλληλα και οι καταναλωτές συνεχίζουν να δέχονται ιδιαίτερη πίεση καθώς συρρικνώνεται η αγοραστική τους δύναμη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ότι η εγχώρια παραγωγή καλλυντικών (σε αξία, σε τιμές χονδρικής) παρουσίασε αξιόλογη αύξηση την τελευταία τριετία (2021-2023), καταγράφοντας μέσο ετήσιο ρυθμό 7,7%, μετά την μείωση που υπέστη το 2020 εξαιτίας της πανδημίας. Σύμφωνα με την Ελένη Δεμερτζή, Senior Manager της Διεύθυνσης Οικονομικών & Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF, το μεγαλύτερο μερίδιο στην εγχώρια παραγωγή καλλυντικών, σε όρους αξίας, καταλαμβάνουν διαχρονικά τα προϊόντα περιποίησης δέρματος (προσώπου και σώματος) και ακολουθούν τα προϊόντα περιποίησης μαλλιών.
Η Μαρία Αργύρη, Consultant της Διεύθυνσης Οικονομικών & Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF, συμπληρώνει λέγοντας πως η εγχώρια αγορά καλλυντικών επέστρεψε σε θετικούς ρυθμούς μεταβολής τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, τα έτη 2022 και 2023 εκτιμάται αύξηση των συνολικών πωλήσεων με ετήσιο ρυθμό 6% και 8% αντίστοιχα. Οι πωλήσεις των εισαγόμενων καλλυντικών εμφανίζουν επίσης ανοδική τάση τα τελευταία έτη, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς. Από το 2021, παρατηρείται αξιοσημείωτη αύξηση των εξαγωγών καλλυντικών, με μέσο ετήσιο ρυθμό 19% περίπου. Επισημαίνεται όμως, ότι μέρος αυτών αφορά εισαγόμενα είδη τα οποία επανεξάγονται. Για τη διετία 2024-2025 αναμένεται περαιτέρω άνοδος της αξίας της εγχώριας αγοράς καλλυντικών, αλλά με μικρότερο ρυθμό (3%-4%).
Το 55% τα προϊόντα περιποίησης δέρματος
Αναφορικά με τις προϊοντικές κατηγορίες που ξεχωρίζουν και αποσπούν μεγάλο μερίδιο κατανάλωσης τα προϊόντα περιποίησης δέρματος αποτελούν διαχρονικά την κυριότερη κατηγορία καλλυντικών και εκτιμάται ότι καλύπτουν περίπου το 55% της συνολικής αξίας πωλήσεων, ενώ ακολουθούν τα προϊόντα περιποίησης μαλλιών με 26%.Τα τελευταία έτη υπάρχει αυξημένο καταναλωτικό ενδιαφέρον για καλλυντικά φυσικής προέλευσης, μη δοκιμασμένα σε ζώα, καθώς επίσης και για προϊόντα με βάση το ελαιόλαδο (ιδιαίτερα για καταναλωτές από το εξωτερικό). Ένα επιπλέον βασικό στοιχείο διαφοροποίησης των εταιρειών του κλάδου αποτελούν τα κανάλια του δικτύου διανομής τους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, το κανάλι της ευρείας διανομής εκτιμάται ότι κάλυψε περίπου το 48% της συνολικής αξίας της εγχώριας αγοράς καλλυντικών, ενώ ακολουθούν τα φαρμακεία, η επιλεκτική διανομή, τα κομμωτήρια και οι απευθείας πωλήσεις. Όπως επισημαίνουν τα στελέχη της ICAP, παρότι το φυσικό κανάλι παραμένει ισχυρό, όλο και περισσότεροι καταναλωτές στρέφονται στην αγορά καλλυντικών μέσω του διαδικτύου (e-commerce).Οι ηλεκτρονικές πωλήσεις καλλυντικών αποκτούν ιδιαίτερη αξία για τον καταναλωτή, καθώς του προσφέρουν πληθώρα επιλογών και προϊόντων, ταχύτητα στις συναλλαγές και ευελιξία στον τρόπο παράδοσης. Το μερίδιο του εξεταζόμενου καναλιού υπολογίζεται στο 14% – 16%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση χρηματοοικονομική ανάλυση του κλάδου βάσει ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος 29 επιχειρήσεων οι συνολικές πωλήσεις των εταιρειών του δείγματος παρουσίασαν άνοδο την πενταετία εκτός από το έτος 2020/19, λόγω της πανδημίας. Ειδικότερα, το 2022 το σύνολο των πωλήσεων των εξεταζόμενων επιχειρήσεων σημείωσε αύξηση 5,7% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Παρόμοια πορεία ακολούθησαν τα συνολικά μικτά κέρδη, καταγράφοντας αύξηση 2,6% το 2022/21. Αντιθέτως, μείωση κατέγραψαν τα κέρδη EBITDA το έτος 2022, έπειτα από συνεχείς αυξήσεις τα προηγούμενα έτη.