Στο δίχτυ της ακρίβειας παραμένουν οι εγχώριες εξαγωγές τσιπούρας και λαβρακίου, με την πορεία των πωλήσεων 2023 να είναι μειωμένη τόσο σε όγκο όσο και σε αξία, εξέλιξη που επηρεάζει περαιτέρω την ήδη επιβαρυμένη εικόνα που καταγράφει η κερδοφορία του κλάδου.
Σύμφωνα με την κλαδική μελέτη της ICAP, το 2023 οι εξαχθείσες ποσότητες τσιπούρας και λαβρακίου κατέγραψαν μείωση κατά 3,3%, στους 112.612 τόνους, έναντι 116.457 τόνους το 2022. Σε όρους αξίας η πτώση διαμορφώθηκε στο 4,2%, στα 623,7 εκατ. ευρώ, έναντι 651,4 εκατ. ευρώ το 2022. Σημειώνεται ότι τα δύο αυτά είδη, τσιπούρα και λαβράκι, καλύπτουν περισσότερο από το 85% της συνολικής παραγωγής στις ελληνικές θαλάσσιες υδατοκαλλιέργειες.
Η εγχώρια παραγωγή
Όπως επισημαίνει η κυρία Ιωάννα Στρατουδάκη, consultant της Διεύθυνσης Οικονομικών – Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF, η οποία επιμελήθηκε την εν λόγω μελέτη, η εγχώρια παραγωγή τσιπούρας – λαβρακίου αυξήθηκε με έντονο ρυθμό κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, γεγονός που δημιούργησε συνθήκες υπερπροσφοράς στον κλάδο, επηρεάζοντας αρνητικά τις τιμές πώλησης.
Η εγχώρια παραγωγή τσιπούρας – λαβρακίου παρέμεινε σταθερή, παρουσιάζοντας οριακή αύξηση κατά 0,4% το 2023 σε σχέση με το 2022, έπειτα από δύο διαδοχικές χρονιές αυξήσεων (3,1% το 2022/21 και 7,3% το 2021/20). Αξίζει να επισημανθεί ότι οι τρεις μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου ελέγχουν αθροιστικά το 70% περίπου της συνολικής παραγωγής σε ποσότητα.
Σύμφωνα με τη διευθύντρια Οικονομικών & Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF κυρία Σταματίνα Παντελαίου, «το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας παραγωγής κατευθύνεται σε αγορές του εξωτερικού (Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία). Οι συνολικές ποσότητες εξαγωγής καλύπτουν το 90% του συνολικού όγκου παραγωγής τα τελευταία χρόνια. Οι εξαγόμενες ποσότητες τσιπούρας και λαβρακίου σημείωσαν μείωση 3,3% το 2023, ύστερα από συνεχή ανοδική πορεία που ακολούθησαν την προηγούμενη 5ετία (2018-2022).
Οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις που ασκούνται τόσο στην εγχώρια όσο και στην ευρωπαϊκή αγορά τα τελευταία χρόνια, συμπιέζουν σημαντικά την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, οι οποίοι στρέφονται σε φτηνότερα προϊόντα, επηρεάζοντας και την πορεία των ελληνικών εξαγωγών».
Η περσινή εικόνα της δυναμικής των εξαγωγών αναμένεται να έχει επίπτωση και στην εικόνα των ισολογισμών των επιχειρήσεων του κλάδου. Εξάλλου, η κερδοφορία του κλάδου ήταν επιβαρυμένη και στη χρήση 2022, παρά το γεγονός ότι καταγράφηκε σημαντική ανάπτυξη στα έσοδα.
Οι πωλήσεις
Στο πλαίσιο της μελέτης της ICAP πραγματοποιήθηκε χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συντάχθηκε ομαδοποιημένος ισολογισμός, βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 50 εταιρειών του κλάδου, για τη διετία 2021-2022. Από την ανάλυση του ομαδοποιημένου ισολογισμού προκύπτει ότι οι συνολικές πωλήσεις των 50 επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 30,7% το 2022 έναντι του 2021.
Ομοίως, τα μικτά κέρδη αυξήθηκαν κατά 13,6% την ίδια περίοδο. Τα λειτουργικά και τα καθαρά κέρδη των εταιρειών του κλάδου ήταν αρνητικά το 2022, κυρίως εξαιτίας των σημαντικών αυξήσεων των λειτουργικών δαπανών (πρώτες ύλες, ενέργεια) την ίδια περίοδο.
Μειωμένα, αν και θετικά, ήταν τα κέρδη EBITDA (-40,8%) και διαμορφώθηκαν σε 34,8 εκατ. ευρώ, το 2022. Τριάντα οκτώ επιχειρήσεις που συμπεριελήφθησαν στον ομαδοποιημένο ισολογισμό ήταν κερδοφόρες το 2022, έναντι 43 το 2021