Skip to main content

ΤτΕ για ελληνική οικoνομία: Ανάπτυξη 2,3% και πληθωρισμός 2,8% φέτος

ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας παρουσίασε την έκθεση για την ελληνική οικονομία

Από το βήμα της 91ης ετήσιας τακτικής γενικής συνέλευσης των μετόχων της ΤτΕ, ο Γιάννης Στουρνάρας περιγράφει τις επιδόσεις, τις προοπτικές αλλά και της προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία.

Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της ΤτΕ, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται να επιταχυνθεί το 2024 σε 2,3%, πολύ πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν βασικές κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ οριακά αρνητική θα είναι η συμβολή του εξωτερικού τομέα, καθώς η έντονη επενδυτική δραστηριότητα θα αυξήσει σημαντικά τις εισαγωγές. Ο τομέας του τουρισμού παρουσιάζει και φέτος θετικές προοπτικές, παρά τη διεθνή αβεβαιότητα.

Ο γενικός πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει κι άλλο το 2024 στο 2,8%, καθώς όλες οι επιμέρους συνιστώσες εμφανίζουν τάσεις αποκλιμάκωσης, παρά το κλίμα αβεβαιότητας που δημιουργούν οι γεωπολιτικές εξελίξεις.

Στο δημοσιονομικό πεδίο, η ΤτΕ εκτιμά ότι το 2024 το πρωτογενές πλεόνασμα θα αυξηθεί σε 2,1% του ΑΕΠ. Η βελτίωση αυτή εξηγείται κυρίως από την προβλεπόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων και των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές λόγω του ισχυρού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας.

«Η παγκόσμια οικονομία αντιμετώπισε αλλεπάλληλες διαταραχές από την πλευρά τις προσφοράς λόγω γεωπολιτικών εντάσεων. Για αυτό και είναι αναγκαία η διαχείριση των κινδύνων», σημείωσε ο κ. Στουρνάρας.

«Το 2023 η ελληνική οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με ικανοποιητικό αν και επιβραδυνόμενο ρυθμό, αλλά σημαντικά υψηλότερο από τον αντίστοιχο της ζώνης του ευρώ. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2%, χάρη κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση, στις εξαγωγές και στις επενδύσεις».

«Οι θετικές αξιολογήσεις σηματοδοτούν την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία. Καταδεικνύουν την αξιοπιστία των πολιτικών που ακολουθήθηκαν σε αρνητικές μάλιστα συγκυρίες», τόνισε π ο διοικητής της ΤτΕ. «Η πιστωτική και δημοσιονομική σταθερότητα πρέπει να διαφυλαχθούν ως κόρη οφθαλμού».

«Η παγκόσμια οικονομία οδεύει προς σταθεροποίηση επιδεικνύοντας μεγάλη σταθερότητα στις πρόσφατες κρίσεις. Ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού υποχώρησε χάρη στις καίριες παρεμβάσεις των τραπεζών και των δημοσιονομικών αρχών».

Στο 1,4% το πρωτογενές πλεόνασμα

Το πρωτογενές πλεόνασμα, σύμφωνα με την ΤτΕ, αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,4% του ΑΕΠ για το 2023 ή και υψηλότερα, σημαντικά υψηλότερα από την πρόβλεψη του προϋπολογισμού.

«Το 2023 τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζικών ομίλων βελτιώθηκαν. Αναλυτικότερα, η κερδοφορία ενισχύθηκε σε ετήσια βάση, αντικατοπτρίζοντας τη σημαντική αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες εν μέσω ανόδου των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, αλλά και τη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο λόγω της μείωσης του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Από την άλλη πλευρά, αρνητική επίδραση στην κερδοφορία είχαν η μείωση των καθαρών εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις, λόγω μη επαναλαμβανόμενων κερδών του προηγούμενου έτους, και δευτερευόντως η αύξηση των λειτουργικών εξόδων».

«To 2023 χαρακτηρίστηκε επίσης από την αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις σημαντικές τράπεζες. Το γεγονός αυτό αντανακλά την πρόοδο του τραπεζικού τομέα στην αντιμετώπιση αδυναμιών του παρελθόντος και στην επίτευξη επαναλαμβανόμενης λειτουργικής κερδοφορίας. Η αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες με επιτυχείς όρους καταδεικνύει τη βελτίωση της ελκυστικότητας και των προοπτικών τους. Συνολικά από το πρόγραμμα αποεπένδυσης του ΤΧΣ (μεταξύ Οκτωβρίου 2023 και Μαρτίου 2024) το Ελληνικό Δημόσιο έχει εισπράξει 2,8 δισεκ. ευρώ».

Πηγές κινδύνου και αβεβαιότητας

Η επίτευξη ικανοποιητικού ρυθμού ανάπτυξης αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία. Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν την πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ είναι κυρίως καθοδικοί και αφορούν: (1) το ενδεχόμενο περαιτέρω επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας, (2) την αυξανόμενη αβεβαιότητα, λόγω δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, και τις επιπτώσεις της στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, (3) την τυχόν καθυστέρηση της υλοποίησης των δράσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0” και το βραδύτερο ρυθμό απορρόφησης των σχετικών κονδυλίων, (4) την εμφάνιση μεταρρυθμιστικής κόπωσης, με αρνητικές συνέπειες στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, και (5) τις επιπτώσεις ενδεχόμενων φυσικών καταστροφών που συνδέονται με την κλιματική κρίση. Παράλληλα, η αύξηση της αβεβαιότητας που συνεπάγονται οι πρόσφατες γεωπολιτικές αναταράξεις ενδέχεται να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό.

Ως προς τα δημόσια οικονομικά, απαιτείται δημοσιονομική σύνεση και υπευθυνότητα, λόγω των αυξημένων δημοσιονομικών προκλήσεων μακροπρόθεσμα. Σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων διεθνώς, η προσήλωση στην επίτευξη μιας δημοσιονομικής θέσης που εξασφαλίζει μακροχρόνια βιωσιμότητα είναι κρίσιμης σημασίας, καθώς η αύξηση του κόστους δανεισμού (σε σχέση με την περίοδο προ της πανδημίας) και η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης περιορίζουν τη θετική συμβολή της διαφοράς έμμεσου επιτοκίου-ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης στη μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ. Κατά συνέπεια, χρειάζεται δημοσιονομική σύνεση ώστε να μην υπονομευθεί η πτωτική τροχιά του δημόσιου χρέους.

Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, η αξιοσημείωτη βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού τα τελευταία έτη δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό. Ο δείκτης ΜΕΔ, παρά τη σημαντική αποκλιμάκωσή του, παραμένει σημαντικά υψηλότερος από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης. Παράλληλα, συνολικά το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και επηρεάζει αρνητικά τη δυνατότητα νέου δανεισμού και υλοποίησης επενδύσεων.

«Σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου σωρεύονται νέες αβεβαιότητες, η μεταρρυθμιστική κόπωση αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για την περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας. Η γεωπολιτική αστάθεια, οι τεχνολογικές προκλήσεις, η πράσινη μετάβαση, η παραγωγική αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης είναι μερικοί μόνο παράγοντες που επιτάσσουν την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας σε εξωγενείς διαταραχές και καθιστούν αναγκαία τη διατήρηση, μεσοπρόθεσμα, υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Σε αυτή τη κατεύθυνση, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να εστιάσει στη διατήρηση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων, ενισχύοντας την εθνική ιδιοκτησία των σχεδιαζόμενων αλλαγών».