Όταν το 2010 ο Γιώργος Γκάτζαρος παρέλαβε τα «ηνία» από τις οικογένειες Δαυίδ – Λεβέντη, η κατάσταση στην ιστορική «Παπουτσάνης» έμοιαζε εξαιρετικά δυσοίωνη. Οι πωλήσεις δεν ξεπερνούσαν τα 13 – 15 εκατ. ευρώ ετησίως και το τελικό αποτέλεσμα ήταν μονίμως ζημιογόνο.
«Fast forward» 14 χρόνια αργότερα: Η ιστορική σαπωνοποιία, η οποία ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1870 στη Λέσβο, είναι και πάλι παρούσα, ατενίζοντας το μέλλον με άκρατη αισιοδοξία και προσβλέποντας σε πωλήσεις άνω των 70 εκατ. ευρώ για το 2024.
Άλλωστε, ο κ. Γκάτζαρος, ο οποίος είναι βασικός μέτοχος με 24,4% και εκτελεί καθήκοντα προέδρου εδώ και 14 χρόνια, έχει επιφέρει ένα ολικό λίφτινγκ στην εμβληματική βιομηχανία, τοποθετώντας την στους κορυφαίους παραγωγούς σαπουνιών και υγρών καθαριστικών σε όλη την Ευρώπη.
Οι εξαγωγές υπερβαίνουν σταθερά το 50% του ετήσιου τζίρου, με τα προϊόντα από το υπερσύγχρονο εργοστάσιο στη Ριτσώνα να διανέμονται σε 35 διαφορετικές χώρες.
Η αρχή του comeback
Φυσικά, για να φθάσουμε στο σήμερα, ο κ. Γκάτζαρος, μαζί με τον συνέταιρό του και διευθύνοντα σύμβουλο, Μενέλαο Τασόπουλο, χρειάστηκε να υπερπηδήσει πολλαπλούς σκοπέλους.
Ο σημερινός πρόεδρος απέκτησε τις πρώτες του μετοχές στον Όμιλο το 2009, όταν η Παπουτσάνης συγχωνεύτηκε με την εταιρεία Gageo, την οποία είχε ιδρύσει ο ίδιος τη δεκαετία του 1980.
Η φυγή των οικογενειών Δαυίδ – Λεβέντη, οι οποίες είχαν αγοράσει την Παπουτσάνης το 1989, άνοιξε τον δρόμο στον κ Γκάτζαρο, ο οποίος ανέλαβε το τιτάνιο έργο της ανάκαμψης.
Η επιστροφή της επωνυμίας
Μία από τις πρώτες κινήσεις – ματ ήταν η άμεση επαναφορά της ιστορικής επωνυμίας, καθώς η προηγούμενη διοίκηση είχε αλλάξει την ονομασία σε Plias ΑΒΕΕ.
Ακολούθησε μια σημαντική «ένεση» κεφαλαίων, αλλά και διαδοχικές επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό του εργοστασίου στη Ριτσώνα, όπου η εταιρεία μετακόμισε μετά τον καταστροφικό σεισμό του ‘99.
Παρότι εν μέσω της οξύτατης οικονομικής κρίσης υπέστη αρκετά πισωγυρίσματα, με τη μετοχή να κατρακυλά έως το 0,1 ευρώ (το 2010 ανερχόταν στο 0,5 ευρώ και σήμερα ξεπερνά τα 2,3 ευρώ), η Παπουτσάνης είδε την πανδημία του κορωνοϊού να παρέχει την αναγκαία ώθηση, ώστε να κάνει το επόμενο βήμα.
Η στροφή στα είδη καθαριότητας και υγιεινής εκτόξευσε τις πωλήσεις, οι οποίες έφθασαν το 2022 έως το ιστορικό υψηλό των 70,7 εκατ. ευρώ.
Πέρυσι, ο τζίρος υποχώρησε ελαφρώς στα 62 εκατ. ευρώ, αλλά η διοίκηση του κ. Γκάτζαρου έμεινε πιστή στη σταθερή μερισματική πολιτική, η οποία «τρέχει» από το 2018 και μετέπειτα, μοιράζοντας συνολικά 0,07 ευρώ/μετοχή.
Κάπως έτσι, η τιμή της μετοχής από το 2010 -όταν και η εταιρεία κινδύνευε με χρεοκοπία- έως και σήμερα έχει τετραπλασιαστεί, ενώ κάποια στιγμή μέσα στο 2022 είχε έως και… εξαπλασιαστεί, φθάνοντας στις παρυφές των 3 ευρώ.
(Τα παραπάνω αποτελούν προϊόν δημοσιογραφικής έρευνας και δεν συνιστούν προτροπή για αγορά, πώληση ή διακράτηση οποιασδήποτε μετοχής)