Η αύξηση του λειτουργικού κόστους, η μείωση του διαθέσιμου οικογενειακού εισοδήματος και το κλείσιμο του κέντρου, ήταν οι πρωταγωνιστές αυτής της εκπτωτικής περιόδου, που ολοκληρώθηκε χθες.
Αυτό προκύπτει ως συμπέρασμα από την εξαμηνιαία έρευνα του Εμπορικού Συλλόγου της Αθήνας (EΣA), σύμφωνα με την οποία λιγότεροι από 1 στους 2 (43,8%) δήλωσε χειρότερο τζίρο σε σύγκριση με το 2023, 1 στους 5 (19,3%) είδε ίδια ταμεία και περισσότεροι από 1 στους 3 (35,9%) δήλωσαν αύξηση του τζίρου.
Στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όπως φαίνεται από την έρευνα, η έλλειψη διαθέσιμου οικογενειακού εισοδήματος, η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα, κάνουν δύσκολα προβλέψιμη τη συμπεριφορά του καταναλωτικού κοινού το επόμενο εξάμηνο και προβληματίζουν ακόμα τον εμπορικό κόσμο της χώρας.
Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων εμπόρων επισήμανε πως πρέπει σε σύγκριση με το 2023, να συνυπολογισθεί ο πληθωρισμός και το αυξημένο λειτουργικό κόστος των καταστημάτων λιανικής.
Επίσης έντονος είναι ο προβληματισμός των εμπόρων για το αυξημένο ηλεκτρονικό γραφειοκρατικό κόστος και τις χαμένες παραγωγικές ώρες, που αντιστοιχούν στην εφαρμογή και παρακολούθηση όλων των νέων συστημάτων (π.χ Ψηφιακή κάρτα εργασίας, σύνδεση του POS με την ΑΑΔΕ κλπ).
Αναλυτικότερα, η πλειοψηφία των καταστημάτων του δείγματος (68,3%) ανήκουν στην κατηγορία Ένδυση – Υπόδηση – Αξεσουάρ που έχουν πρωτεύοντα ρόλο στην εκπτωτική περίοδο. Το 58,8 % των σημείων πώλησης του δείγματος, λειτουργούν στα όρια του Δ. Αθηναίων, ενώ για πρώτη φορά, καταγράφονται ξεχωριστά τα καταστήματα της τουριστικής περιοχής των Αθηνών.
Αξίζει να αναφερθεί ότι, η ελπίδα για αλλαγή του κλίματος και η αισιοδοξία για επιστροφή στην ανάπτυξη που καταγράφηκε στη αντίστοιχη έρευνα του Ε.Σ.Α στο τέλος Φεβρουαρίου του 2023, όπου το 61,3% κατέγραψε προσδοκία για αύξηση των πωλήσεων το επόμενο εξάμηνο, βούτηξε τον Αύγουστο του 2023 σε 26,5% και τώρα το κλίμα αισιοδοξίας ανέκαμψε πάλι στο 46,6%.
Επίσης, φαίνεται ότι 1 στα 2 καταστήματα είναι ακόμη ανέτοιμα για την εφαρμογή της σύνδεσης του POS με την ΑΑΔΕ, όμως για τα μισά από αυτά ευθύνονται οι Πάροχοι.
Να επισημάνουμε όμως εδώ πώς η πλειοψηφία των ερωτηθέντων, αντέδρασαν στα πρόστιμα που προβλέπει ο νόμος και ταυτόχρονα επισήμαναν ότι πολλές διαδικασίες που προβλέπονται, είναι δύσκολο έως πρακτικά αδύνατον να τις παρακολουθήσει κανείς, με αποτέλεσμα να φοβούνται πως θα πληγεί ανεπανόρθωτα η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
Τέλος οι προσπάθειες ενημέρωσης που έγιναν και συνεχίζονται από τον Εμπορικό Σύλλογο Αθηνών και άλλους επαγγελματικούς φορείς, δείχνει να έχουν αποτέλεσμα, αφού 8 στους 10 δήλωσαν ενημερωμένοι για την λειτουργία της ψηφιακής κάρτας εργασίας.
Με αφορμή τα αποτελέσματα της έρευνας του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών για τον τζίρο των καταστημάτων στην περίοδο των χειμερινών εκπτώσεων, ο πρόεδρος του ΕΣΑ, Σταύρος Καφούνης δήλωσε: «Η έρευνα – θεσμός του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών η οποία πραγματοποιείται σε εξαμηνιαία βάση σε συνεργασία με το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, έρχεται να επιβεβαιώσει όλα αυτά που καθημερινά κατέγραφαν τα ταμεία των εμπορικών επιχειρήσεων.
»Δυστυχώς, σχεδόν 7 στις 10 εμπορικές επιχειρήσεις από το πραγματικά εντυπωσιακό δείγμα που και φέτος ξεπέρασε τα 400 σημεία σε όλη την Αττική, κατέγραψαν χειρότερες πωλήσεις σε σχέση με πέρυσι, ενώ λίγο καλύτερα είναι τα αποτελέσματα για τις επιχειρήσεις οι οποίες διαθέτουν ηλεκτρονικό κατάστημα. Επίσης, ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στον τεράστιο προβληματισμό που προκαλεί η ασφυκτική προθεσμία διασύνδεσης με τα POS, όπως και η επικείμενη χρήση της ψηφιακής κάρτας εργασίας. Ο Εμπορικός Σύλλογος Αθηνών έχει ανεβάσει ψηλά στη δημόσια συζήτηση τα δύο αυτά θέματα και υποχρεωτικά θα παρεμβαίνει δυναμικά προς την σωστή εφαρμογή τους, απαιτώντας ταυτόχρονα τον εξορθολογισμό των αιωρούμενων τιμωρητικών προστίμων.
»Επειδή όμως ως κλάδος θέλουμε να βλέπουμε πάντα τη θετική πλευρά, σημειώνουμε την βελτίωση του δείκτη αισιοδοξίας, ο οποίος φαίνεται να καταγράφει ρεκόρ, κάτι που δείχνει πως οι περισσότεροι συνάδελφοι ευελπιστούν σε ένα καλύτερο αύριο. Για αυτό κι εμείς, θα στηρίξουμε τις αυξήσεις των μισθών, οι οποίες όμως θα πρέπει να συνδυάζονται με μείωση του υπέρογκου μη μισθολογικού κόστους, την οριστική κατάργηση των μνημονιακών βαρών και, βέβαια, τη σωστή εφαρμογή του νόμου ο οποίος δεν επιτρέπει να κλείνει άσκοπα το κέντρο και να «νεκρώνει» η επιχειρηματική -και όχι μόνο- ζωή του μεγαλύτερου εργοδότη της ελληνικής οικονομίας».