Με ένα ράλι +14% στο 2024, +50% στο δίμηνο, +55% στο τρίμηνο, +100% στο 12μηνο και +540% στην 5ετία, η μετοχή της Εβροφάρμα δίνει σταθερά υψηλές αποδόσεις σε όσους έχουν επιλέξει να επενδύσουν στην ακριτική βιομηχανία.
Σίγουρα, ο Πασχάλης Παπαζηλάκης, ένας εκ των δύο ιδρυτών (μαζί με τον αδερφό του, Θανάση), ο οποίος «τρέχει» ανελλιπώς τον Όμιλο από το 1991, χαμογελά με ικανοποίηση όταν «βλέπει» το ταμπλό του Χρηματιστηρίου.
Η μετοχή της εταιρείας κινείται στην περιοχή του 1,40 ευρώ, απέχοντας ελάχιστα από το προ ημερών υψηλό 16ετίας του 1,49 ευρώ, με αποτέλεσμα η χρηματιστηριακή της αξία να «φλερτάρει» πλέον με το ορόσημο των 20 εκατ.
Την ίδια στιγμή, παρά το ράλι των τελευταίων μηνών, ο δείκτης P/E παραμένει ελκυστικός, καθώς δεν ξεπερνά το 7x, ενώ ο δείκτης P/BV ανέρχεται στο 1,3x. Επομένως, η Εβροφάρμα εξακολουθεί να αποτελεί μια «φθηνή» επιλογή για κάθε επενδυτή.
Ο κ. Παπαζηλάκης, ο οποίος ελέγχει το 38,7% (ο αδερφός του κατέχει το 37,3%), βρίσκεται στη διοίκηση της εισηγμένης από το 1991, ενώ το 2000 ήταν αυτός που δρομολόγησε την είσοδο της εταιρείας στο Χρηματιστήριο, αλλά και τη μετεξέλιξη της από μια μικρή εταιρεία παραγωγής γάλακτος σε μια σύγχρονη καθετοποιημένη γαλακτοβιομηχανία, με εξαγωγές γιαουρτιού και φέτας σε αρκετές περιοχές του πλανήτη.
Απαλλαγμένη από τις ζημιές των προηγούμενων ετών (μετά τον συμψηφισμό από τη μείωση της ονομαστικής αξίας της μετοχής), η διοίκηση πλέον καλείται να επιλύσει τις δύο εναπομείνασες προκλήσεις, οι οποίες αφορούν, όπως και κάθε άλλη μικρή εισηγμένη, τη χαμηλή εμπορευσιμότητα και τη μικρή διασπορά.
Αυτήν την στιγμή, λιγότερο από το 25% των μετοχών βρίσκεται σε «χέρια» εκτός της οικογένειας Παπαζηλάκη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο μέσος ημερήσιος τζίρος του τελευταίου 12μήνου να μην ξεπερνά τα 5.500 ευρώ, παρά το γεγονός ότι τις τελευταίες εβδομάδες υπάρχει μια αύξηση του ενδιαφέροντος (25.000 ευρώ ο μέσος ημερήσιους τζίρος του 2024), το οποίο συμπίπτει με την άνοδο της μετοχής.
Η επιστροφή στην πολιτική των μερισμάτων, αλλά και η εξομάλυνση του χρηματοοικονομικού κόστους (4,3% το μέσο επιτόκιο το 2022) θα πρέπει, ως εκ τούτου, να αποτελέσουν τις βασικές προτεραιότητες της διοίκησης, σε συνδυασμό με την περαιτέρω βελτίωση της κερδοφορίας (1,416 εκατ. στο 6μηνο του ‘23), προκειμένου η εταιρεία να πάει στην επόμενη πίστα.