Την αντίθεσή του στο νομοσχέδιο για την διάσπαση της ΔΕΠΑ εκφράζει ο σύλλογος εργαζομένων της επίχειρησης, σε επιστολή του προς τη Βουλή, όπου άρχισε χθες η επίμαχη συζήτηση. Ο ΣΕΔΕΠΑ επισημαίνει ότι πρόκειται για μία εταιρεία, που είναι κερδοσφόρα και δεν επιχορηγείται από τον κρατικό προϋπολογισμό, ότι η διάσπαση, η τρίτη κατά σειρά τα τελευταία 12 χρόνια, δεν προέκυψε από επιχειρησιακό σχέδιο, ώστε να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα των νέων εταιρειών, που θα προκύψουν, αλλά και ότι ο ιδιοκτησιακός διαχωρισμός δεν υπογορεύεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Εκφράζει δε ανησυχία για το γεγονός ότι το νομοσχέδιο δεν περιλαμβάνει πρόβλεψη για την κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων.
Ως προς τη βιωσιμότητα των νέων σχημάτων ειδικότερα, ο σύλλογος των εργαζομένων επισημαίνει πως υπάρχει βάσιμος προβληματισμός για τη δημιουργία:
α) μίας ΔΕΠΑ Εμπορία, στην οποία θα μεταφερθεί η πλειονότητα του υφιστάμενου προσωπικού της ενιαίας ΔΕΠΑ και στην οποία το Δημόσιο θέλει να διατηρήσει δικαιώματα αρνησυκιρίας στις μακροχρόνιες συμβάσεις προμήθειας αερίου. «Το γεγονός αυτό θέτει εν τη γενέσει σοβαρά ερωτηματικά ως προς τη λειτουργικότητά της, με δεδομένο ότι διαφαίνεται η σύσταση ενός μη ευέλικτου και μη ανταγωνιστικού σχήματος.
β) Μίας ΔΕΠΑ Υποδομών, η οποία θα κληθεί να υλοποιήσει φιλόδοξο σχέδιο για την ανάπτυξη των δικτύων διανομής ανά τη χώρα και παράλληλα θα συνεχίζει την ωρίμανση διεθνών έργων υποδομής, που προάγουν τη γεωπολιτική θέση της χώρας και διασφαλίζουν διαφοροποίηση πηγών και οδεύσεων.
Ο ΣΕΔΕΠΑ υπενθυμίζει ότι το τακτικό προσωπικό της ΔΕΠΑ αριθμεί πλέον μόνο 40 άτομα, καθώς τα τελευταία 12 χρόνια δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία πρόσληψη μόνο ΑΕΠ. Σημειώνει δε ότι «με έκπληξη διαπιστώνουμε πως στο νομοσχέδιο διάσπασης της ΔΕΠΑ δεν υπάρχει ούτε μία παράγραφος πρόβλεψης για την εξασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων του προσωπικού της ΔΕΠΑ που διασπάται». Σε όλα τα προηγούμενα νομοσχέδια διασπάσεων εταιρειών του ενεργειακού τομέα αντιθέτως προβλέπονται ειδικές διατάξεις για το προσωπικό με εξασφάλιση όλων των εργασιακών δικαιωμάτων τους για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών, όπως αναφέρει.