Οικονομία εντάσεως ζήτησης ορυκτών πρώτων υλών αποτελούν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες που αφορούν την ενεργειακή μετάβαση, τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, τις πράσινες και τις νέες τεχνολογίες, όπως επισημαίνουν τόσο οι άνθρωποι του κλάδου όσο και οι οικονομικοί αναλυτές.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της EY πέντε είναι οι προκλήσεις για την εξορυκτική βιομηχανία στο 2024, οι πρακτικές περιβαλλοντικής διαχείρισης, σχέσεων με την κοινωνία και την εταιρική διακυβέρνηση (ESG), η εξασφάλιση κεφαλαίων, η κοινωνική άδεια λειτουργίας, η κλιματική αλλαγή, η ψηφιακή καινοτομία.
Η προσπάθεια έχει ξεκινήσει για να εξασφαλιστούν οι επενδύσεις που απαιτούνται για την κάλυψη της αυξανόμενης ζήτησης για τα ορυκτά και τα μέταλλα που είναι κρίσιμα για την ενεργειακή μετάβαση, συμπεριλαμβανομένου του χαλκού, του λιθίου και του νικελίου. Οι αγορές ανταποκρίνονται, αλλά το Α’ εξάμηνο του 2023 τα κεφάλαια που αντλήθηκαν μέσω χρέους και ιδίων κεφαλαίων παρέμειναν σταθερά έναντι της ίδιας περιόδου του 2022. Φαίνεται, επομένως, ότι τα κεφάλαια μετακινούνται σε νέες αγορές εμπορευμάτων αντί να αντιμετωπίζουν υφιστάμενες προκλήσεις και προβλήματα. Οι εταιρείες σιδήρου και χάλυβα, χρυσού και άνθρακα συνεχίζουν να προσελκύουν τα περισσότερα κεφάλαια αλλά οι επενδύσεις αυξάνονται σε νικέλιο και λίθιο. Οι προϋπολογισμοί για μεταλλευτική έρευνα αυξάνονται, με τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία να είναι οι προτιμώμενοι προορισμοί, χάρη στη χαμηλή ταξινόμησή τους σε επενδυτικό κίνδυνο. Ο πιο πρόσφατος κατάλογος κρίσιμων και στρατηγικών πρώτων υλών του 2023 περιλαμβάνει 87 υλικά (67 μεμονωμένα υλικά και 3 ομάδες υλικών: 10 βαρέα στοιχεία σπάνιων γαιών, 5 ελαφρά στοιχεία σπάνιων γαιών, 5 μέταλλα της ομάδας του λευκόχρυσου).
Προκλήσεις Ευρώπη και Ελλάδα
Η μελέτη STRADE που χρηματοδότησε η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέδειξε ότι η εγχώρια παραγωγή ορυκτών είναι χαμηλή σε σύγκριση με την εγχώρια κατανάλωση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί σημαντικό παγκόσμιο παραγωγό ορυκτών πρώτων υλών, η πολιτική και η νομοθεσία για τους ορυκτούς πόρους παραμένουν στην αρμοδιότητα των επιμέρους κρατών μελών, το ζήτημα της κοινωνικής αποδοχής παρουσιάζεται συχνά ως επιλογή μεταξύ της αποδοχής της εξορυκτικής δραστηριότητας και της προστασίας του περιβάλλοντος. Συχνά η κοινωνική αποδοχή υπερβαίνει τις τοπικές κοινότητες που επηρεάζονται άμεσα από την εξορυκτική δραστηριότητα. Στην ίδια μελέτη προσδιορίζονται τρείς βασικές προκλήσεις για τους επενδυτές και τους φορείς εξόρυξης στην ΕΕ η πρόσβαση στα γεωλογικά δεδομένα και η ποιότητα δεδομένων, το δικαίωμα στην εξόρυξη και ασφάλεια της μεταλλειοκτησίας, η κρατούσα αντίληψη για την εξόρυξη στην ΕΕ.
Όπως τονίζει το ΙΟΒΕ στη μελέτη του για τη μεταποίηση, στρατηγικής σημασίας βιομηχανικά οικοσυστήματα στην ΕΕ, όπως οι βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας, η αυτοκινητοβιομηχανία και η ανανεώσιμη ενέργεια, αλλά και οι κατασκευές και ο τομέας της υγείας εξαρτώνται από την προμήθεια πρώτων υλών.
Αντίστοιχη είναι η τοποθέτηση του Αθανάσιου Κεφάλα, πρώην Προέδρου του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ), πρόεδρος της Imerys Greece, ο οποίος επισημαίνει πως «η ιστορική εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα μπορεί να μετατοπιστεί προς την εξάρτηση από τις ορυκτές πρώτες ύλες (π.χ. ένα χερσαίο αιολικό πάρκο απαιτεί εννέα φορές περισσότερους ορυκτούς πόρους από έναν σταθμό ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργεί με φυσικό αέριο και ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο χρησιμοποιεί έξι φορές περισσότερες εισροές υλικών από ένα συμβατικό αυτοκίνητο), ενώ οι ποσότητες από ανακύκλωση δεν θα επαρκούν για την κάλυψη της αυξανόμενης ζήτησης πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα».
Προτάσεις
Στο πλαίσιο αυτό, τόσο ο εξορυκτικός κλάδος όσο και οι χώρες της Ευρώπης, διατηρώντας παράλληλα την προσοχή στις υφιστάμενες εξορυκτικές δραστηριότητες, απαιτείται να εστιάσουν στην ανάπτυξη ενός ευρύτερου διαφοροποιημένου φάσματος ορυκτών, ιδίως σε πρώιμα στάδια μεταλλευτικής έρευνας, στην περαιτέρω προώθηση χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και της ψηφιοποίησης του κλάδου, στη δημιουργία πιο ανθεκτικών αλυσίδων εφοδιασμού, καθώς και στην ανάπτυξη διαφοροποιημένου και εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού.
Σύμφωνα με τον κ. Κεφάλα, πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες επενδύσεις και να γίνει κατανοητό ότι οι τομείς εστίασης των μεταλλευτικών επενδύσεων απαιτούν τεράστια ποσά. Οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις θα πρέπει να αγωνιστούν για οποιαδήποτε διαθέσιμη πηγή χρήματος (χρηματιστήρια, τράπεζες είναι αυτές που επικρατούν).
Η Ευρωπαϊκή Ταξινομία πρέπει να σταματήσει να εγείρει εμπόδια στην επιλεξιμότητα της εξόρυξης, αξιολογώντας μαζί ορυκτά καύσιμα και τα στερεά ορυκτά από τη στιγμή που το αυξανόμενο κόστος κεφαλαίου απειλεί τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων μεταλλευτικών επιχειρήσεων και τα κονδύλια του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης δεν ευνοούν με ειδικό τρόπο την εξόρυξη, παρά την επιτακτική ανάγκη μείωσης της εξάρτησης της ΕΕ από τρίτες χώρες. Ενώ παράλληλα ο Κανονισμός Μείωσης του Πληθωρισμού των ΗΠΑ απειλεί την ελκυστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά στις επενδύσεις στην εξόρυξη, τα εθνικά χρηματοδοτικά εργαλεία έχουν περιορισμένους πόρους και συνήθως αποκλείουν τις επενδύσεις στην εξορυκτική βιομηχανία, ο Κανονισμός Κρίσιμων Πρώτων Υλών στοχεύει στην ασφάλεια εφοδιασμού πρώτων υλών, αλλά δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη για χρηματοδότηση.
Σε αυτήν την κατεύθυνση θεσπίζονται σημαντικές υποχρεώσεις των κρατών-μελών με μετρήσιμους στόχους, οι οποίοι αφορούν τη χρηματοδότηση στοχευμένης μεταλλευτικής έρευνας με ορίζοντα πενταετίας, καθώς και ειδικές ταχύρρυθμες διαδικασίες αδειοδότησης των έργων, και συγκεκριμένα, 24 μήνες για τις άδειες εξόρυξης και 12 μήνες για τις άδειες επεξεργασίας και ανακύκλωσης. Σε εθνικό επίπεδο, τα κράτη μέλη οφείλουν να πετύχουν μετρήσιμους στόχους, οι οποίοι αφορούν στην παρακολούθηση των στρατηγικών αποθεμάτων και την ενίσχυση της κυκλικής οικονομίας με δευτερογενή παραγωγή, κάτω από τη διακυβέρνηση ειδικής αρμόδιας αρχής. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν και να εφαρμόσουν εθνικά μέτρα για τη βελτίωση της συλλογής αποβλήτων πλούσιων σε κρίσιμες πρώτες ύλες και να διασφαλίσουν την ανακύκλωσή τους προς δευτερογενείς κρίσιμες πρώτες ύλες.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η πολυπλοκότητα και, ενίοτε, η υπερβολικά μακρά διάρκεια των εθνικών διαδικασιών αδειοδότησης υπονομεύουν την ασφάλεια των επενδύσεων, η οποία είναι αναγκαία για την αποτελεσματική ανάπτυξη έργων πρώτων υλών στρατηγικής σημασίας. Επομένως, για τη διασφάλιση της επιτάχυνσης της αποτελεσματικής υλοποίησής τους, η Ελλάδα πρέπει να εφαρμόζει εξορθολογισμένη και προβλέψιμη διαδικασία αδειοδότησης για τα στρατηγικά έργα. Οι εθνικές διαδικασίες αδειοδότησης οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα έργα πρώτων υλών είναι ασφαλή, προστατευμένα και συμμορφώνονται με τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές απαιτήσεις, καθώς και με τις απαιτήσεις ασφάλειας.