Παρέμβαση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά στη διαβούλευση για το φορολογικό νομοσχέδιο, με 5 προτάσεις που ήδη κατατέθηκαν στην πλατφόρμα της σχετικής διαβούλευσης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΕΒΕΠ, Βασίλη Κορκίδη, αναφορικά με το «ελάχιστο τεκμαιρόμενο κέρδος από την άσκηση ατομικής επιχειρηματικής δραστηριότητας», η πρώτη σκέψη είναι ότι «κάνουμε βήματα προς τα πίσω, αφού υπό άλλες συνθήκες και χωρίς τις δυνατότητες της τεχνολογίας και των εργαλείων του σήμερα, είχε νομοθετηθεί κάτι παρόμοιο (ν. 2214/1994). Ο συγκεκριμένος νόμος δεν άντεξε πολύ, παρά το ότι οι διατάξεις του για αντικειμενικό προσδιορισμό του εισοδήματος είχαν κριθεί από το ΣτΕ ως συνταγματικά ανεκτές.
Όμως, βρισκόμαστε στο 2023 που η τεχνητή νοημοσύνη και η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών έχει αλλάξει το τοπίο και τους τρόπους που έχει πλέον η διοίκηση στη φαρέτρα της για να καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή. Το νέο σύστημα δεν μοιάζει απλά, αλλά είναι το ισοδύναμο και ένα όμοιο είδος “τέλους επιτηδεύματος”, το οποίο όμως είναι οριζόντιο και αυστηρότερο για όλους. Παρά ταύτα, αν οι υπό διαβούλευση διατάξεις του νέου φορολογικού νομοσχεδίου δεν τροποποιηθούν πριν φτάσουν προς ψήφιση στη Βουλή, θα δημιουργήσουν πλείστα προβλήματα και ίσως οδηγήσουν και σε αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα».
Ο κ. Κορκίδης επισημαίνει πως οι ελεύθεροι επαγγελματίες (επιστημονικά επαγγέλματα) και αυτοαπασχολούμενοι (ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις κάθε είδους), «με τις υπό διαβούλευση διατάξεις, θα έχουν πάντοτε κέρδη και σε επ’ ουδενί δεν θα γίνονται δεκτές ζημιές. Δηλαδή, όλοι ανεξαιρέτως και σε μόνιμη βάση θα έχουν έσοδα και θα φορολογούνται σε ένα ελάχιστο ορισμένο εισόδημα των 10.920 ευρώ τον χρόνο, το οποίο θα αυξάνεται ανάλογα με τα έτη, τη συνολική μισθοδοσία, το μεγαλύτερο καταβαλλόμενο μισθό σε υπάλληλο κλπ. Καταργείται με αυτόν τον τρόπο ο λογιστικός προσδιορισμός του εισοδήματος και η μεταβολή αυτή θα δημιουργήσει πολλά περισσότερα προβλήματα από αυτά που προσδοκά να λύσει για να περιορίσει τη φοροδιαφυγή. Πιθανά να οδηγήσει σε αύξηση της φοροδιαφυγής», εκτιμά.
«Έτσι πολλοί ατομικοί επιχειρηματίες μάλλον δεν θα έχουν κίνητρο να λάβουν τιμολόγια για τα έξοδά τους ή θα συμφωνούν να τα μειώσουν τεχνικά κλπ. Ίσως ακόμα υπάρξουν και διάφορες συμφωνίες μεταξύ του ιδιοκτήτη της ατομικής επιχείρησης και των υπαλλήλων του για απόκρυψη – μείωση μισθοδοσίας για το κοινό τους συμφέρον. Και όλα αυτά θα συμβούν την ώρα που έχουν αυξηθεί οι συναλλαγές με το ηλεκτρονικό χρήμα και έχουμε πολλές δυνατότητες στο ηλεκτρονικό περιβάλλον υποβολής όλων των δηλώσεων και του πλήθους των διασταυρώσεων που πλέον υλοποιούνται και είναι διαρκώς βελτιούμενες. Πιθανά με τις προτεινόμενες διατάξεις να οδηγήσει ατομικά ασκούντες επιχειρηματίες που δήλωναν μεγαλύτερα ποσά μέχρι σήμερα, να περιορίσουν τα αποτελέσματά τους στο βασικό ελάχιστο ζητούμενο φορολογικό αποτέλεσμα», διαπιστώνει.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ αναγνωρίζει πως «σαφώς και υπάρχει φοροδιαφυγή στους αυτοαπασχολούμενους, αλλά όχι σε όλα τα επαγγέλματα και σε όλους τους κλάδους, όχι με τις ίδιες μεθόδους και με τον ίδιο τρόπο. Είναι βέβαιο ότι στα επόμενα έτη οι φορολογούμενοι θα αναπροσαρμόσουν την κατάστασή τους, θα μετακινηθούν κλπ. προκειμένου να αμυνθούν. Πολλοί ατομικοί επιχειρηματίες θα προτιμήσουν να διακόψουν τη δραστηριότητά τους, (αληθινά ή όχι, θα το δούμε). Για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής ειδικών επαγγελματικών κλάδων, θα έπρεπε να εξεταστεί αλλαγή του συστήματος των αντικειμενικών δαπανών διαβίωσης και του επιπέδου ζωής, σε συνδυασμό με την υπάρχουσα περιουσία του καθενός και πιθανά στοιχεία και δεδομένα του κλάδου τους κλπ ή με την κατάρτιση περιουσιολογίου. Επίσης, μπορεί να σχεδιαστεί ένα μεγάλο δείγμα ελέγχου στοχευμένο σε αυτές τις οικονομικές δραστηριότητες που η διοίκηση θεωρεί, αλλά και η κοινωνία γνωρίζει ότι φοροδιαφεύγουν συστηματικά».
Ο ίδιος εξηγεί πως στην Ελλάδα οι έμμεσοι φόροι ξεπερνούν το 19% ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ στην Ευρώπη κυμαίνονται στο 13,5%. Τα έσοδα από άμεσους φόρους στην Ελλάδα είναι 8,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ στην Ευρώπη ξεπερνούν το 13%. Η Eurostat δείχνει πως το μερίδιο των εσόδων από τη φορολογία των ελευθέρων επαγγελματιών αγγίζει το 0,8% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, ενώ το 2,1% στην ΕΕ. «Ως εκ τούτου, οι Έλληνες φαίνεται να καταβάλλουν αναλογικά το 38% των άμεσων φόρων που καταβάλλουν οι Ευρωπαίοι, αλλά και 40% περισσότερους έμμεσους φόρους. Επίσης, σύμφωνα με τη Eurostat η απώλεια εσόδων από ΦΠΑ που δεν αποδίδεται στη χώρα μας υπολογίζεται στο 15%, αλλά με καθοδική πορεία από 23% το 2019, ενώ στην ΕΕ είναι στο 9%. Τέλος, επιμένουμε στη θέση μας πως πρέπει να επιβραβευτεί η φορολογική συνέπεια με μείωση των φορολογικών συντελεστών. Συνεχίζουμε με τεκμηριωμένες παρεμβάσεις στη δημόσια διαβούλευση και ελπίζουμε σε στοχευμένες βελτιώσεις του φορολογικού», τονίζει ο κ. Κορκίδης.
Στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης του φορολογικού νομοσχεδίου, εκ μέρους του ΔΣ του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά, προτείνει:
«1. Τη θέσπιση “ψηφιακών κριτηρίων”, αντί των παρωχημένων αντικειμενικών κριτηρίων με αλγόριθμο που θα λαμβάνει υπόψη έσοδα, έξοδα, καταθέσεις, περιουσιακά στοιχεία, άλλα εισοδήματα, αλλά και χρέη με ρυθμισμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές.
2. Συμψηφισμό ζημιών και κερδών, τουλάχιστον μιας φορολογικής χρήσης σε βάθος πενταετίας.
3. Αναγνώριση παραστατικών εξόδων τα οποία εκ παραδρομής ή τεχνικού προβλήματος δεν ανέβηκαν στη πλατφόρμα myDATA για λόγους λογιστικών προτύπων και αντιπαράθεσης νόμιμων παραστατικών. Σαφώς να προβλέπεται πρόστιμο εκπρόθεσμης ενημέρωσης εάν ευθύνεται η επιχείρηση.
4. Επίσπευση της εφαρμογής ψηφιακού τιμολογίου, δελτίου αποστολής, λογιστηρίου και πελατολογίου με επιβράβευση του bonus των 3.000 ευρώ στους συνεπείς.
5. Στην προσπάθεια να μειώσουμε τις απώλειες από φοροδιαφυγή και ΦΠΑ θα πρέπει να φέρουμε στο επίκεντρο των συναλλαγών τις αποδείξεις σε συνδυασμό με το ποσοστό του ΦΠΑ. Προτείνουμε λοιπόν το χτίσιμο του αφορολόγητου να υπολογίζεται, όχι με την συνολική αξία της απόδειξης, αλλά με το 24% ή το όποιο ποσοστό ΦΠΑ, ανάλογα με την κατηγορία αγαθών και υπηρεσιών, ώστε να απαιτούνται για το ίδιο όριο αφορολόγητου ποσού, τουλάχιστον τετραπλάσιες αποδείξεις από όλους τους φορολογούμενους. Έτσι θα ζητούνται και αντίστοιχα περισσότερες θα εκδίδονται με αποτέλεσμα την αύξηση της εισπραξιμότητας του ΦΠΑ από το κράτος. Ενδεχομένως αυτό να είναι ένα ουσιαστικό βήμα που θα βελτιώσει, έστω και εξ ανάγκης, τη φορολογική συμμόρφωση και θα συνδράμει στην αντιμετώπιση της “μικροφοροδιαφυγής”».