Το υψηλό κόστος λειτουργίας, η έλλειψη ρευστότητας και η δύσκολη πρόσβαση στη χρηματοδότηση αποτελούν τα τρία βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας.
Όπως προκύπτει από έρευνα που παρουσιάστηκε στο πρόσφατο διήμερο συνέδριο με θέμα «Εθνικό Παρατηρητήριο: Δημόσιες πολιτικές με αξιόπιστα δεδομένα για τις ΜμΕ», σχεδόν το 94% των ερωτηθέντων αναγνώρισε ως βασικότερο πρόβλημα το υψηλό κόστος λειτουργίας (κόστος ενέργειας, καυσίμων, πρώτων υλών εμπορευμάτων/ προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα).
Επίσης, το 41,5% ανέδειξε τη δυσκολία πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό/ χρηματοδότηση, σχεδόν το 34% την έλλειψη ρευστότητας και το 24,6% το υψηλό κόστος χρηματοδότησης (επιτόκιο δανεισμού).
Σκοπός της έρευνας ήταν η συλλογή στοιχείων που αφορούν την οικονομική και επιχειρηματική δραστηριότητα των ΜμΕ, την αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης και την παρακολούθηση της εξέλιξής τους. Στην έρευνα συμμετείχαν 1.466 επιχειρήσεις και 63 φορείς του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα που σχετίζονται με τις ΜμΕ (π.χ. έχουν μέλη ΜμΕ, σχεδιάζουν ή/και υλοποιούν δράσεις που απευθύνονται σε ΜμΕ) όπως επιμελητήρια, αναπτυξιακές εταιρείες επιμελητηρίων, περιφέρειες κ.ο.κ.
Όπως αναφέρθηκε στο συνέδριο, παρά την έλλειψη ρευστότητας, η χρηματοδότηση αποτελεί ζήτημα με χαμηλό ενδιαφέρον για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, λόγω του υψηλού φόβου απόρριψης της τραπεζικής χρηματοδότησης εξαιτίας της συχνής μη πλήρωσης των τεθέντων κριτηρίων αξιολόγησης. Και αυτό καθώς μεγάλος αριθμός των ελληνικών επιχειρήσεων αποκλείεται από τον τραπεζικό δανεισμό, κυρίως λόγω του μεγέθους τους, καθώς ανήκουν στις πολύ μικρές επιχειρήσεις και αυτό εξ ορισμού τις αποκλείει από τη χρηματοδότηση των τραπεζών.
Ως εκ τούτου, η παντελής ή η ελλιπής εξωτερική χρηματοδότηση ωθεί τις επιχειρήσεις σε χρηματοδότηση με ιδίους πόρους, στη μη υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων και σε καθυστέρηση στην πληρωμή των οφειλών τους.
Όσον αφορά τη δανειοδότηση, αρνητική είναι η τάση για τη λήψη τραπεζικού δανείου την τελευταία τριετία στην πλειονότητα των επιχειρήσεων (ιδιαίτερα των πολύ μικρών), ενώ τα μεγαλύτερα ποσοστά λήψης υψηλής δανειοδότησης διαμορφώνονται στις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις.
Οι κύριες ανάγκες που οι επιχειρήσεις επιδιώκουν να καλύψουν μέσω της δανειοδότησης είναι το κεφάλαιο κίνησης και σε μικρότερο βαθμό η αγορά μηχανολογικού εξοπλισμού.
Σε κάθε περίπτωση, οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι περισσότερο εξοικειωμένες με τη χρήση ιδίων πόρων και σε μικρό βαθμό με τον τραπεζικό δανεισμό και τα προγράμματα κρατικών ενισχύσεων και ταυτόχρονα δηλώνουν έλλειψη εξοικείωσης με τα πιο σύγχρονα καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία όπως το leasing, το factoring, το venture capital κ.λπ.
Συγκριτικά πλεονεκτήματα
Εκτός, όμως, από τις δυσκολίες, οι ΜμΕ εμφανίζουν και συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η ευελιξία προσαρμογής στις απαιτήσεις και το ισχυρό brand name αποτέλεσαν τα σημαντικότερα συγκριτικά πλεονεκτήματα των επιχειρήσεων, συγκεντρώνοντας αντίστοιχα το 56,35% και 49,14% των απαντήσεων (985 αποκρίσεις).
Αντίθετα, η συχνή ανανέωση προϊόντων καθώς και η έμφαση στο marketing, την έρευνα αγοράς και τη διαφήμιση είναι οι παράγοντες που συγκέντρωσαν τα χαμηλότερα ποσοστά.
Ως «άλλα» συγκριτικά πλεονεκτήματα των επιχειρήσεων αναφέρθηκαν το υψηλό επίπεδο εξυπηρέτησης, η σταθερή και υψηλή υποστήριξη πελατών και η συνέπεια στην ποιότητα κατασκευής.
Η απασχόληση
Στο πεδίο της απασχόλησης, σε σύνολο 1.443 επιχειρήσεων που έδωσαν στοιχεία για το προσωπικό τους, περίπου το 44% απασχολεί 10-49 άτομα, ενώ το 35% απασχολεί μέχρι 9 άτομα.
Μικρός αριθμός απασχολουμένων καταγράφεται στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις χρηματοπιστωτικές / ασφαλιστικές δραστηριότητες, καθώς και στον κλάδο ορυχείων και ενέργειας, ενώ στον τουριστικό κλάδο το 44,4% των επιχειρήσεων απασχολεί από 10-49 άτομα και το 40,2% μέχρι 9 άτομα.
Οι φορείς
Στην έρευνα έλαβαν μέρος και 63 φορείς. Σύμφωνα με τις απαντήσεις τους, οι κυριότερες υποστηρικτικές υπηρεσίες που χρειάζονται οι ΜμΕ είναι η πρόσβαση στη χρηματοδότηση και στα προγράμματα στήριξης επιχειρηματικότητας (84,4%).
Ακολουθεί ο ψηφιακός μετασχηματισμός (37,5%), οι ενέργειες ενίσχυσης της εξωστρέφειας (29,7%) και η ανάπτυξη της επιχείρησης – βελτίωση της παραγωγικότητας (24,4%).
Τέλος, ως προς την περιβαλλοντική συνεισφορά των ΜμΕ, το 35,5% των φορέων θεωρεί ότι οι ΜμΕ υιοθετούν πρακτικές κυκλικής οικονομίας.
Σε χαμηλά επίπεδα ο πήχης των εξαγωγών
Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας που παρουσιάστηκε στο συνέδριο με θέμα «Εθνικό Παρατηρητήριο: Δημόσιες πολιτικές με αξιόπιστα δεδομένα για τις ΜμΕ», σε σύνολο 1.054 επιχειρήσεων, το 55,22% δήλωσε ότι δεν πραγματοποίησε εξαγωγές, ενώ η συντριπτική πλειονότητα αυτών που εξάγουν (19,54%) δήλωσαν ότι το ποσοστό των εξαγωγών τους αποτελεί χαμηλό μέρος του συνολικού κύκλου εργασιών τους (έως 5%).
Από τις 446 επιχειρήσεις που πραγματοποίησαν εξαγωγές και αποκρίθηκαν στην ερώτηση, το 45,96% δήλωσε αύξηση των εξαγωγών το 2022 συγκριτικά με το προηγούμενο έτος, ενώ τρεις στις δέκα δήλωσαν ότι το σχετικό μέγεθος παρέμεινε στα ίδια επίπεδα.
Νέες τεχνολογίες και καινοτομία
Σύμφωνα με την έρευνα, σε ό,τι αφορά τις νέες τεχνολογίες, η μηχανογράφηση λογιστηρίου και η εταιρική ιστοσελίδα είναι τα πλέον διαδεδομένα μέσα που χρησιμοποιούν οι ΜμΕ, συγκεντρώνοντας τις περισσότερες θετικές απαντήσεις (93,1% και 86,6% αντίστοιχα). Ακολουθεί η ύπαρξη εσωτερικού εταιρικού δικτύου (LAN), με 72,1%. Χαμηλό βαθμό αξιοποίησης έχουν οι εφαρμογές διαχείρισης εφοδιαστικής αλυσίδας (SCMS) και η ανάλυση δεδομένων μεγάλου όγκου (big data analysis).
Ωστόσο, οι πωλήσεις μέσω διαδικτύου δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες στις ΜμΕ, εφόσον σε σύνολο 849 επιχειρήσεων που αποκρίθηκαν στην ερώτηση, το 55,24% απάντησε ότι δεν πραγματοποιεί πωλήσεις με αυτόν τον τρόπο.
Επιπλέον, το 24,85% απάντησε ότι οι πωλήσεις μέσω διαδικτύου αποτελούν μικρό μέρος του συνόλου των πωλήσεων (μέχρι 10%). Παράλληλα, σε σύνολο 857 επιχειρήσεων η συντριπτική πλειονότητα δήλωσε ότι χρησιμοποιεί το διαδίκτυο για τις τραπεζικές συναλλαγές (96,6%) αλλά και για τις συναλλαγές με το Δημόσιο (89,96%).
Λιγότερο δημοφιλής είναι η χρήση του διαδικτύου ως μέσου διαφήμισης και επικοινωνίας με τους πελάτες.
Επίσης, από το σύνολο των ΜμΕ που συμμετείχαν στην έρευνα το 22,9% ανέλαβε πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη καινοτομίας το 2022, ενώ το 71,5% απάντησε αρνητικά.
Δύο στις δέκα επιχειρήσεις δήλωσαν ότι το 2022 πραγματοποίησαν πωλήσεις νέων καινοτόμων προϊόντων.
Σχεδόν ίδιο ποσοστό επιχειρήσεων αποκρίθηκε ότι εισήγαγε κάποια καινοτόμα ή νέα ή σημαντικά βελτιωμένη διαδικασία / μέθοδο παραγωγής.
Πάντως το 41,9% των ΜμΕ επένδυσε κάποιο ποσοστό των κερδών τους σε έρευνα για νέες καινοτομίες το 2022. Το 21,6% των ΜμΕ επένδυσε ποσοστό μικρότερο του 5%.
Ωστόσο, το 26,8% δήλωσε ότι το προσωπικό της εταιρείας διαθέτει δεξιότητες ψηφιακού μάρκετινγκ, ενώ μόλις το 3% ανέφερε τις δεξιότητες τεχνητής νοημοσύνης.
Ο κύκλος εργασιών
Σχετικά με τον κύκλο εργασιών, σε σύνολο 1.049 επιχειρήσεων που αποκρίθηκαν στην ερώτηση, η πλειονότητα (64,7%) εμφανίζει κύκλο εργασιών κάτω από 2 εκατ. ευρώ.
Σε σύνολο 1.054 επιχειρήσεων, το 63% δήλωσε αύξηση του κύκλου εργασιών το 2022 συγκριτικά με το προηγούμενο έτος και το 17,4% δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερός και το 17,2 ότι μειώθηκε.