Ψηλά βάζει τον πήχυ η Ελλάδα αναφορικά με τους εθνικούς ενεργειακούς και κλιματικούς στόχους, για την επίτευξη των οποίων περίοπτη θέση κατέχουν οι Ορυκτές Πρώτες Ύλες, Στρατηγικές, Κρίσιμες αλλά και στο σύνολό τους. Πρόκειται, ως επί το πλείστον, για τα ορυκτά και μέταλλα που είναι απαραίτητα για την κατασκευή των τεχνολογικά προηγμένων προϊόντων της πράσινης μετάβασης, όπως τα υβριδικά και ηλεκτρικά αυτοκίνητα, οι ηλεκτρονικές συσκευές και κυκλώματα, οι μαγνήτες, οι ανεμογεννήτριες, τα φωτοβολταϊκά συστήματα, οι επαναφορτιζόμενες μπαταρίες συσκευών και οχημάτων, οι καταλύτες, τα καλώδια οπτικών ινών, οι ηλεκτρολυτικές κυψέλες και οι κυψέλες καυσίμου καθώς και οι αντλίες θερμότητας.
Σύμφωνα με το προσχέδιο του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) το οποίο έχει έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της Ε.Ε., «στρατηγική επιδίωξη είναι οι ενεργειακοί και κλιματικοί στόχοι που τίθενται στο πλαίσιο του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ μέχρι το έτος 2030, 2040 και 2050 να επιτευχθούν με τον πιο οικονομικά ανταγωνιστικό τρόπο και να αποτελέσουν ευκαιρία για αναπτυξιακά οφέλη για την εθνική οικονομία». Το τελικό κείμενο του ΕΣΕΚ θα καταθέσει η Ελλάδα στις 30 Ιουνίου 2024 και θα αποτελέσει το βασικό εργαλείο διαμόρφωσης της εθνικής πολιτικής για την Ενέργεια και το Κλίμα την επόμενη δεκαετία.
Στόχοι και έρευνα
Οι επιμέρους ποσοτικοί στόχοι του ΕΣΕΤ είναι η ετήσια κατανάλωση στρατηγικών κρίσιμων πρώτων υλών εντός της Ε.Ε. να προέρχεται, το ελάχιστο, κατά 10% από εξόρυξη, κατά 15% από ανακύκλωση και κατά 40-50% από επεξεργασία πρωτογενών υλών (για δευτερογενή παραγωγή τελικών προϊόντων). Με βάση τα επικαιροποιημένα στοιχεία σε ελληνικό έδαφος και εντός Δημόσιων Μεταλλευτικών Χώρων (ΔΜΧ), δηλ. των χώρων στους οποίους το μεταλλευτικό δικαίωμα ανήκει στο Δημόσιο, έχουν εντοπισθεί περισσότερες από 15 πρώτες ύλες που περιλαμβάνονται στον Κατάλογο Στρατηγικών και Κρίσιμων Ορυκτών Πρώτων Υλών.
Ειδικότερα, οι ΚΟΠΥ που εντοπίζονται εντός των ΔΜΧ είναι: βωξίτης, φωσφορίτης, βαρύτης, αντιμόνιο, νικέλιο, κοβάλτιο, μαγνήσιο, πυρίτιο, βολφράμιο, γραφίτης, μέταλλα της ομάδας λευκοχρύσου, αρσενικό, άστριοι, γάλλιο, γερμάνιο, μαγγάνιο, χαλκός και ορισμένες (ελαφρές) σπάνιες γαίες. Για να επιτευχθούν οι στόχοι η Ελλάδα προετοιμάζει έναν οδικό χάρτη με δύο άξονες προτεραιοτήτων και ενεργειών με ορίζοντα το 2030: α) Μεταλλευτική Έρευνα και β) Αξιοποίηση μεταλλευτικού δυναμικού και λοιπές δράσεις. Οι άξονες προτεραιοτήτων προσανατολίζονται προς τη βιώσιμη εκμετάλλευση των κοιτασμάτων, τη μείωση του χρόνου αδειοδότησης και της γραφειοκρατίας, την προσέλκυση επενδύσεων, καθώς και τη συμπερίληψη του οφέλους για τις τοπικές κοινωνίες και της έννοιας της κοινωνικής αποδοχής και άδειας (social license to operate), με ταυτόχρονη τήρηση των εθνικών και ευρωπαϊκών κανονισμών για την προστασία του περιβάλλοντος.
Πού γίνονται έρευνες και τι τονίζει ο ΣΜΕ
Οι περιοχές που ερευνώνται αυτή την περίοδο από την ΕΑΓΜΕ είναι εντός του ΔΜΧ Κιμμερίων Ξάνθης, ενώ με απόφαση της Γενικής Δ/νσης Ορυκτών Πρώτων Υλών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Κήρυξη περιοχής ερευνητέας από το Δημόσιο στην περιφερειακή ενότητα Σάμου», διάρκειας τριών (3) ετών, όπως παρατάθηκε για 1 έτος, έχει δεσμευθεί η περιοχή της δυτικής Σάμου για έρευνα λιθίου (Li). Ιδιωτική έρευνα γίνεται στις περιοχές Οίτης Παρνασσού Γκιώνας για βωξίτη και στην περιοχή Μολάων Λακωνίας για Ψευδάργυρο, Άργυρο, Γάλλιο και Γερμάνιο, εντός μισθωμένων ΔΜΧ.
Όπως τόνισε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, Κ. Γιαζιτζόγλου, στον 8ο Ελληνικό Κοινοτικό Διάλογο για τις Ορυκτές Πρώτες Ύλες, που διοργανώθηκε από το EIT RawMaterials – Regional Center Greece και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, «δεν θα πρέπει όμως σε καμία περίπτωση να περιοριστούμε στα ορυκτά που σήμερα θεωρούμε κρίσιμα και στρατηγικά. Όλες οι πρώτες ύλες είναι κατά μία έννοια κρίσιμες και σίγουρα στρατηγικές τόσο για την εθνική μας οικονομία όσο και για την γεωπολιτική μας θέση ως χώρα. Τόσο οι αρχές όσο και η κοινή γνώμη κοιτάζουν προς την εξορυκτική βιομηχανία αναζητώντας τις πρώτες ύλες που θα επιτρέψουν στην κοινωνία να μειώσει το περιβαλλοντικό της αποτύπωμα σε ανεκτά επίπεδα».
Αναφορικά με τη στρατηγική της πολιτείας για το θέμα αυτό ο κ. Γιαζιτζόγλου επεσήμανε πως «μόλις πρόσφατα παρατηρούνται κάποιες πρώτες πολιτικές πρωτοβουλίες Νομοθετικής παρέμβασης, εντούτοις είναι κοινή πεποίθηση όλων όσων δραστηριοποιούνται στον κλάδο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ότι οι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες είναι μόνον «ένα μικρό πρώτο βήμα», το οποίο από μόνο του δεν πρόκειται να δώσει καμία λύση. Μεγάλο πρόβλημα αποτελεί η καθυστέρηση των αδειοδοτήσεων που προκαλούν αβεβαιότητα στις εταιρείες του κλάδου. Επιπλέον, το κανονιστικό πλαίσιο, πολύπλοκο, ασαφές και σε πολλές περιπτώσεις ανεφάρμοστο, επιβαρύνει και το κόστος παραγωγής. Η συμμόρφωση σε τεχνικές απαιτήσεις που δεν ισχύουν σε άλλα μέρη του κόσμου μειώνει ακόμα περισσότερο την ανταγωνιστικότητα. Αποτέλεσμα η Ε.Ε. χάνει σε ανταγωνιστικότητα απέναντι στους κύριους ανταγωνιστές της σε Ανατολή και Δύση συστηματικά επί δεκαετίες».