Κάποιες φορές τις συνεργασίες με τα σωστά άτομα πρέπει να τις κυνηγήσεις. Άλλες πάλι, μία κινηματογραφική σύμπτωση φέρνει απευθείας μπροστά σου το άτομο εκείνο με το οποίο μπορείς να μοιραστείς το όραμά σου. Μία τέτοια σύμπτωση είχε ως αποτέλεσμα ο Αθηναίος, Σταύρος Βάσσος και ο Ροδίτης, Δημήτρης Μπαλαούρας, που πρωτογνωρίστηκαν στη Θεσσαλονίκη ως φοιτητές, να ξανασυντηθούν πολλά χρόνια μετά στη Λάρισα, όπου και ένωσαν δυνάμεις για να δημιουργήσουν μία startup που έχει αφήσει το δικό της αποτύπωμα στον ταχύτατα αναπτυσσόμενο τομέα της εμπειρίας πελατών και εργαζομένων. Μία startup της κεντρικής Ελλάδας που παίζει δυναμικά στην αγορά των ΗΠΑ.
Ο λόγος για τη Helvia, την ιστορία της οποίας αφηγείται σήμερα η Ναυτεμπορική στο πλαίσιο της κοινής πρωτοβουλίας με τον ΣΕΒ για την παρουσίαση του οικοσυστήματος των ελληνικών νεοφυών επιχειρήσεων. Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή.
Από τα φοιτητικά έδρανα, στο εξωτερικό και πάλι πίσω
Οι δύο συνιδρυτές ήταν συμφοιτητές στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΑΠΘ, όπου συνέπεσαν για έναν χρόνο. Από το δεύτερο έτος ο κ. Βάσσος βρέθηκε στην Αθήνα, ενώ συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές και διδακτορικό στην τεχνητή νοημοσύνη στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο. Τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα έγιναν έτσι στον ακαδημαϊκό και ερευνητικό χώρο, σε Ελλάδα και εξωτερικό. Ο κ. Μπαλαούρας από την άλλη ξεκίνησε ενώ ήταν ακόμη φοιτητής να εργάζεται στον χώρο της μηχανικής λογισμικού (software engineering) και του προγραμματισμού σε επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης. Το πρώτο σημαντικό επαγγελματικό βήμα έγινε το 2005, ενώ υπηρετούσε ακόμη τη στρατιωτική του θητεία, σε μία ολλανδική εταιρεία, για την οποία εργάστηκε εξ αποστάσεως. Ήταν μία startup, αν και ο όρος δεν ήταν γνωστός ακόμη, η οποία έκανε το exit της, με εξαγορά από μία μεγαλύτερη επιχείρηση, η οποία με τη σειρά της εξαγοράστηκε από έναν ακόμη μεγαλύτερο όμιλο. Κάπως έτσι βρέθηκε να εργάζεται στην Αγγλία την ίδια περίοδο που ο κ. Βάσσος ήταν στη Ρώμη.
Και οι δύο επέστρεψαν στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2016 σε ένα «κόντρα κλίμα» – όταν δηλαδή πολλοί νέοι με καλές σπουδές, προοπτικές και όνειρα, εγκατέλειπαν τη χώρα για να αναζητήσουν περισσότερες ευκαιρίες στο εξωτερικό. Για τον Δημήτρη ο καθοριστικός παράγοντας για την επιστροφή ήταν η οικογένεια. «Ήθελα ένα καλύτερο περιβάλλον για να μεγαλώσω το παιδί μου» αναφέρει. Ο Στάυρος, έχοντας περάσει τότε το μεγαλύτερος μέρος της ενήλικης και δημιουργικής ζωής του, από τα 25 έως τα 35 έτη, στο εξωτερικό (6 χρόνια στον Καναδά και 4 στην Ιταλία) ένιωθε την ανάγκη να επιστρέψει κοντά στα αγαπημένα του πρόσωπα. Και οι δύο δηλώνουν ότι η επιστροφή τους έγινε με «άγνοια κινδύνου». Άκουγαν και διάβαζαν σε καθημερινή βάση τα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα κατά τη δεύτερη φάση της κρίσης χρέους, αλλά δεν είχαν ζήσει από κοντά την πίεση και τις δυσκολίες. Διατηρούσαν έτσι την αισιοδοξία τους για τα όσα μπορούσαν να πετύχουν εδώ.
Πώς μπήκε στη ζωή τους η Λάρισα
Πώς όμως βρέθηκαν στη Λάρισα; Για τον Δημήτρη η επιλογή είχε να κάνει με την αναζήτηση ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος. Εκεί ζούσαν οι γονείς της συζύγου του και μπορούσαν να τους βοηθήσουν με το παιδί. Για τον Σταύρο ήταν ένα δυσάρεστο γεγονός, ένα ατύχημα της μητέρας του, η αιτία να βρεθεί στην πόλη. Στη Λάρισα υπήρχε το κατάλληλο κέντρο αποκατάστασης. Συναντήθηκαν τυχαία σε έναν δρόμο της πόλης. «Μπαλαούρα, έλα εδώ, γράψε το τηλεφωνό μου» φώναξε ο Σταύρος από το αυτοκίνητό του στον παλιό του συμφοιτητή που είδε ξαφνικά μπροστά του να περπατάει στον δρόμο. Την ίδια ημέρα τηλεφωνήθηκαν, συναντήθηκαν και κατάλαβαν αμέσως πως αν και είχαν διαφορετική πορεία, είχαν παρόμοια διάθεση για τα όσα θέλουν να πετύχουν. Μπορούσαν να συνδυάσουν το ερευνητικό κομμάτι της τεχνητής νοημοσύνης με το business software engineering για να αναπτύξουν καινοτόμες λύσεις.
Η αρχική ιδέα ήταν να φτιάξουν νέα εργαλεία – όχι προϊόντα – που θα τους βοηθούσαν να προσφέρουν λύσεις σε εταιρείες, αλλά και θα μπορούσαν να σταθούν μόνα τους για να αξιοποιήσουν άλλοι. Τα πρώτα δύο χρόνια έκαναν αυτή τη δουλειά ως consultants. Το εγχείρημά τους απέκτησε εταιρική δομή το 2018. Ο Σταύρος κόμιζε την εμπειρία του στην έρευνα για τη φυσική επεξεργασία γλώσσας με τεχνητή νοημοσύνη (language AI) και op Δημήτρης την εμπειρία του στη δημιουργία προιοντων software. Ήταν μία τεχνολογία που είχε αρχίσει να έχει αποτύπωμα στην αγορά και εκείνοι άρχισαν να διερευνούν πώς μπορεί να βρει καλύτερη εφαρμογή. Ένα από τα πρώτα εγχειρήματά τους ήταν η δημιουργία ψηφιακών βοηθών στο λιανεμπόριο. Πρώτος πελάτης η startup, Safesize.
Οι λύσεις για customer και employee experience και οι μεγάλοι πελάτες στις ΗΠΑ
Συνέχισαν να αναπτύσσουν λύσεις που βοηθούσαν τις εταιρείες να επικοινωνούν καλύτερα με τους πελάτες αλλά και τους υπαλλήλους τους. Το customer experience και employee experience ήταν ένας χώρος που αναπτύχθηκε ραγδαία κατά τη διάρκεια της πανδημίας, των lockdown και της καθιέρωσης της εξ αποστάσεως εργασίας. Ήταν πλεόν μία αναγκαιότητα για τους μεγάλους οργανισμούς. Ακόμη όμως και πριν χτυπήσει την πόρτα μας ο νέος κορωνοϊός, το 2018, είχαν βρει τον πρώτο τους μεγάλο πελάτη εκτός Ελλάδας, στις ΗΠΑ. Ήταν μία μεγάλη εταιρεία στελέχωσης και διαχείρισης δυναμικού, η Kelly Services. «Αυτό μας έδωσε μία επιβεβαίωση ότι αυτό που κάνουμε και ο τρόπος με τον οποίο το κάνουμε έχει ανταπόκριση. Μας έβαλε κατευθείαν στα βαθιά, αλλά και μας βοήθησε να μεγαλώσουμε» εξηγούν. Για να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις προτίμησαν να μεγαλώσουν την ομάδα τους όχι με μόνιμο προσωπικό, αλλά με έναν πιο ευέλικτο κύκλο συνεργατών, εξασφαλίζοντας έτσι πολλές διαφορετικές δεξιότητες ταυτόχρονα.
Προκλήσεις, εμπόδια και ευκαιρίες
Πόσο δύσκολο όμως ήταν να συνεργάζονται με έναν αμερικανικό κολοσσό και να αναζητούν και άλλους πελάτες στην τεράστια, απαιτητική αγορά των ΗΠΑ από μία πόλη της ελληνικής περιφέρειας; Σίγουρα το γεγονός ότι δεν ήταν στο κέντρο των εξελίξεων, σε πόλεις όπως το Λονδίνο, η Καλιφόρνια ή και το Βερολίνο καθιστούσε πιο δύσκολη τη δικτύωση, και την εξασφάλιση σημαντικών επαφών. «Σε τέτοιες πόλεις είναι άλλες οι σχέσεις που αναπτύσσεις. Δεν είναι εύκολο όταν είσαι στην Ελλάδα να γνωρίσεις κόσμο» λέει ο Δημήτρης και ο Σταύρος συμπληρώνει: «Στο Λονδίνο ή στην Καλιφόρνια θα βρεις early adopters, εταιρείες δηλαδή που είναι έτοιμες να υιοθετήσουν νέες λύσεις. Στο εξωτερικό σε ψάχνουν οι ίδιοι».
Όμως η Λάρισα τους βοήθησε με άλλο τρόπο. Καθώς ούτε μεγάλες εταιρείες υπήρχαν στην πόλη ούτε είχε αναπτυχθεί η διασύνδεση της αγορά με τα πανεπιστήμια, αποφάσισαν να ξεκινήσουν κάποια meet ups για υψηλή τεχνολογία, προγραμματισμό και ό,τι αφορούσε τις εξελίξεις στον τεχνολογικό χώρο. Αυτά τους έφεραν σε επαφή με ανθρώπους με πολύ βάθος, που βρέθηκαν για δικούς τους λόγους στην Κεντρική Ελλάδα, αλλά εργάζονταν εξ αποστάσεως ακόμη για τη Σίλικον Βάλεϊ.
Στην περίοδο της πανδημίας ήρθε ο δεύτερος μεγάλος σταθμός. Η iSolve, εταιρεία με έδρα την Καλιφόρνια, που εξυπηρετεί 5 εκατομμύρια υπαλλήλους, ζήτησε να εντάξει την τεχνολογία της Helvia σε δικά της προϊόντα για να τα προσφέρει σε πελάτες της. Έτσι η ομάδα μεγάλωσε στα 30 άτομα.
Το ανθρώπινο δυναμικό
Στην Ελλάδα όπως μας λένε οι δύο συνιδρυτές βρίσκεις καλούς μηχανικούς και προγραμματιστές (για τη διεκδικήση των οποίων υπάρχει μάλιστα και έντονος ανταγωνισμός από μεγάλες εταιρείες του εξωτερικού, σε μία ένδειξη του πόσο έχουν εξελιχθεί τα πράγματα σε αυτόν τον χώρο στη χώρα μας). Πιο δύσκολη από την άλλη είναι η εύρεση δυναμικού στο διοικητικό/ εμπορικό κομμάτι (sales, commercial, account managers), που θα βοηθήσουν μία startup να οργανωθεί και να αναπτυχθεί. Αυτό το κομμάτι πέφτει έτσι σε μεγάλο βαθμό επάνω τους. Αυτό που επιδιώκουν οι ίδιοι και οι υπόλοιποι managers της εταιρείας είναι να δημιουργούν μία προστατευτική «φούσκα» για τους μηχανικούς και προγραμμαστές τους, ώστε αυτοί να εργάζονται απερίσπαστα, χωρίς ανησυχίες και ανασφάλειες. Ό,τι πρόβλημα προκύψει, το «απορροφούν» οι ίδιοι. Προσφέρουν δε στους εργαζομένους τους ένα ευέλικτο περιβάλλον, στο οποίο δεν υπάρχει το αυστηρό 8ωρο. Ορίζονται εβδομαδιαία στόχοι και μπορεί κανείς να ρυθμίσει μόνος το ωράριο του. Τα πάντα είναι πολύ οργανωμένα ως προς τι το κάνει ο καθένας, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει η ελευθερία να δημιουργήσουν οι εργαζόμενοι και δικά τους πράγματα. Κάπως έτσι, κάθε δύο εβδομάδες δημιουργείται κάτι νέο.
«Και οι δύο θέλαμε να έχουμε μία ωραία “οικογένεια”, που κάνει κάτι παραγωγικό. Να υπάρχει ο ενθουσιασμός ότι κάνουμε κάτι ενδιαφέρον. Αυτό πρέπει να το θέλεις και να το περνάς στους υπόλοιπους. Να καταλαβαίνουν όλοι ότι δεν είσαι το αφεντικό. Έχουμε διαφορετικούς ρόλους, αλλά είμαστε όλοι μία ομάδα με κοινό σκοπό» εξηγεί ο Σταύρος.
H generative AI και οι επόμενοι στόχοι της εταιρείας
Πρώτος και άμεσος στόχος της Helvia είναι να ακολουθεί τις ραγδαίες εξελίξεις στο language AI, ώστε να βελτιώνει συνεχώς τα προϊόντα της και να σχεδιάζει νέες λύσεις, με την τεχνολογία που χρησιμοποιείται και στα chatbot, όπως το ChatGPT. Έως τώρα, όπως εξηγούν οι συνιδρυτές, η τεχνολογία ήταν πολύ καλή στο να μας δώσει τι έλεγε ο πελάτης/χρήστης. Τώρα η τεχνολογία έρχεται να δώσει και απαντήσεις. To generative AI, που δίνει απαντήσεις, συνδυάζεται με όλα τα υπόλοιπα στοιχεια της τεχνητής νοημοσύνης και δίνει νέες καινοτόμες λύσεις.
Σε επιχειρηματικό επίπεδο η Helvia κρατάει σταθερό το βλέμμα στην αμερικανική αγορά, όπου έχει τους μεγάλους πελάτες της. «Θέλουμε να έχουμε καλύτερη τοποθέτηση με περισσότερα πράγματα, που θα μας κάνουν να ξεχωρίσουμε. Αλλάζει το σκηνικό των εταιρειών που προσφέρουν υπηρεσίες σχετικές με τεχνητής νοημοσύνης και εκεί κάνουμε κινήσεις, ώστε να είμαστε σε καλύτερη θέση από τώρα» τονίζουν. Αυτό το επιδιώκουν μέσα από μία νέα δομή, με περισσότερες στρατηγικές συνεργασίες (partnerships) με άλλες εταιρείες, που είτε θα μεταπωλούν τα προϊόντα της Helvia είτε θα εντάξουν την τεχνολογία της στα δικά τους προϊόντα.
Έχουν λοιπόν σκεφτεί να μεταφέρουν την έδρα τους στο εξωτερικό; Προς το παρόν, χάρη στις στρατηγικές συνεργασίες δεν φαίνεται αυτό να είναι αναγκαίο. Η σκέψη όμως για κάποιο business center στο εξωτερικό, με το τεχνολογικό/τεχνικό κομμάτι να μένει εδώ στην Ελλάδα υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού τους. Αυτό που έχει σημασία είναι το εγχείρημα να μεγαλώνει σταθερά.