Τρόπους να βελτιώσουν την λειτουργικότητα του προγράμματος “Σπίτι μου” αναζητούν οι τράπεζες προκειμένου να αυξηθούν οι χορηγήσεις τους αλλά και η επιτυχία του προγράμματος.
Οι χαμηλές χορηγήσεις στο σύνολό τους από τις αρχές του έτους στους ιδιώτες αλλά και η ανάγκη το συγκεκριμένο πρόγραμμα να υποστηριχθεί με κάθε τρόπο διαμορφώνει συνθήκες για αναζήτηση λύσεων από την πλευρά των τραπεζών που ήδη χορηγούν με χαλαρότερους όρους τους ιδιώτες όπως καταγράφει και η σχετική έρευνα της ΤτΕ.
Ένα λοιπόν από τα σχέδια που επεξεργάζονται είναι να ταιριάξουν τα σπίτια που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους και είναι αρκετά με τα δεδομένα του προγράμματος και τα προτείνουν στους πελάτες τους.
Τα σπίτια αυτά έχουν περιέλθει στις τράπεζες κυρίως μέσω πλειστηριασμών- υπήρξαν μεγάλοι περίοδοι όπου το ενδιαφέρον ήταν μηδενικό και τα πλειστηριάσματα κατέληγαν στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών σε ποσοστό 90%- ή και μετά από συνεννοήσεις με δανειολήπτες που ήθελαν να εξοφλήσουν χρέη αλλά δεν διέθεταν άλλο μέσον για το σκοπό αυτόν.
Στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών αν και δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία γίνεται λόγος για 300.000 ακίνητα που όμως δεν ταιριάζουν όλα στα δεδομένα του προγράμματος αλλά κάποιο ποσοστό αυτών.
Βελτιωτικές κινήσεις
Με δεδομένο πάντως ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα για το πρόγραμμα «Σπίτι μου» είναι η έλλειψη ακινήτων που να ταιριάζουν στο πρόβλημα μια τέτοιου είδους λύση θα μπορούσε να κάνει: Α. Το πρόγραμμα να προχωρήσει Β. Να αποσυμφορηθούν οι τράπεζες από ένα άλγος στο χαρτοφυλάκιό τους.
Μολονότι δεν έχουν δοθεί νέα στοιχεία στη δημοσιότητα σημειώνεται πως οι αιτήσεις σε επίπεδο προέγκρισης παραμένουν σε υψηλό επίπεδο – έχουν ξεπεράσει τις 20.000 , έχουν τελικώς αιτηθεί πολύ μικρός αριθμός αφού λίγοι δανειολήπτες έχουν βρει ακίνητο που να ταιριάζει στα δεδομένα του προγράμματος (περί του 1500) και από τις αιτήσεις αυτές η συντριπτική πλειοψηφία έχει λάβει τελική έγκριση.
Το γιατί συμβαίνει αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί στους όρους του προγράμματος που περιορίζουν τα ακίνητα σε ότι αφορά την αξία τους στα 200.000 ευρώ ενώ δεν θεωρείται περιοριστικός ο όρος του ύψους του δανείου που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα 150.000 ευρώ.
Από την άλλη πλευρά το μεγάλο ενδιαφέρον των νέων μεταξύ 25-39 ετών για την απόκτηση πρώτης της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης (ΔΥΠΑ είναι απολύτως φυσιολογικό αφού το δάνειο έχει πολύ χαμηλότερο επιτόκιο από ένα κοινό στεγαστικό δάνειο, εν μέσω μάλιστα μια περιόδου υψηλών επιτοκίων.
Έτσι λοιπόν τόσο οι τράπεζες όσο και οι δανειολήπτες έχουν ζητήσει διορθωτικές κινήσεις που βρίσκονται ήδη στο στάδιο της μελέτης.
Το κυριότερο πρόβλημα φαίνεται να είναι αυτό της εύρεσης ακινήτου 15έτιας ή παλαιότερο μέχρι 150 τ.μ. (συμπεριλαμβανομένων βοηθητικών χώρων), το οποίο φυσικά θα πρέπει να είναι νόμιμο, δηλαδή να διαθέτει οικοδομική άδεια ή άλλο νομιμοποιητικό έγγραφο και η εμπορική του αξία να είναι μέχρι 200.000 ευρώ.
Οι δικαιούχοι υποβάλλουν λοιπόν κατ’ αρχήν αίτημα στην τράπεζα να προεγκρίνει την οικονομική τους κατάσταση, όμως αυτό δεν λέει τίποτα απολύτως σε ότι αφορά την τελική έγκριση του δανείου που σχετίζεται με αυτό καθ’ αυτό το ακίνητο.
Η προέγκριση δεν δεσμεύει το σχετικό ποσό στην Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα η οποία βλέπει ολοκληρωμένες αιτήσεις για να τις εντάξει στον προϋπολογισμό του προγράμματος.
Η προέγκριση διατηρεί ισχύ 60 ημερών όπως αναφέρεται στη σχετική ΚΥΑ: «Το πιστωτικό ίδρυμα ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά με την οικονομική προέγκριση της παρ. 3 και τη διάρκεια της ισχύος της.
Εάν ο δυνητικός δανειολήπτης δεν αξιοποιήσει την έγκριση αυτή εντός διμήνου προσκομίζοντας και στοιχεία ακινήτου τότε η σχετική έγκριση παύει να ισχύει και ο φάκελος θα πρέπει να επανυποβληθεί.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον αλλά και επειδή οι χορηγήσεις στους ιδιώτες λόγω του ύψους των επιτοκίων υποχωρούν οι τράπεζες αναζητούν λύσεις όπως αυτή που προαναφέρθηκε. Μια προσεκτική επιλογή κατάλληλων ακινήτων τα οποία οι τράπεζες θα δυσκολεύονταν να διαχειριστούν – υψηλό κόστος έναντι χαμηλού γι’ αυτές οφέλους- θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο μιας πλατφόρμας μέσα από την οποία οι νέοι θα μπορούσαν να εκδηλώσουν ενδιαφέρον.
Αν και η πρόταση δεν έχει πλήρως μορφοποιηθεί εν τούτοις αποτελεί ήδη αντικείμενο συζήτησης και μια προτεινόμενη επιλογή.