Τα προβλήματα της Αθήνας, ειδικότερα του κέντρου της, είναι γνωστά. Ποια αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά πιστεύετε ότι πρέπει να έχουν τα νέα αρχιτεκτονικά έργα που προγραμματίζονται στην πρωτεύουσα; Μπορούν να αλλάξουν την Αθήνα, ώστε να βρεθεί ξανά η χαμένη της γοητεία;
Η ιστορικότητα των κέντρων τους, και κατά συνέπεια η δυνατότητα ανάκλησης της μνήμης, είναι αυτό που συνήθως μας γοητεύει στις ευρωπαϊκές πόλεις. Το ότι δηλαδή η πόλη έχει κάτι να μας διηγηθεί προσφέροντας στον επισκέπτη ένα μοναδικό ταξίδι στο χρόνο. Η έννοια του ιστορικού κέντρου αποτελεί θεμελιώδες γνώρισμα κάθε βιώσιμου πολεοδομικού σχηματισμού για λόγους θεσμικούς, πολιτισμικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς.
Στον αντίποδα όλων αυτών το πρόβλημα του κέντρου της Αθήνας είναι ακριβώς ότι στερείται ταυτότητας, καθώς αναπτύχθηκε χωρίς ισχυρό ιστορικό πυρήνα. Η Ελληνική πρωτεύουσα δεν είναι σε θέση να μας ταξιδέψει στο παρελθόν της, η ιστορική μνήμη είναι αδύναμη, σχεδόν κάθε απτό ίχνος της έχει, ή κινδυνεύει να χαθεί. Το πρόβλημα βέβαια είναι παλιό. Ήδη στην πρώτη περίοδο της πόλης μας μετά το 1833 κατεδαφίστηκαν εκατοντάδες υστεροβυζαντινές εκκλησίες, μοναδικό αποτύπωμα της μετακλασικής ιστορικής μνήμης. Τα λίγα αξιόλογα δημόσια κτίρια που ανεγέρθηκαν -όπως η Βουλή, τα Ανάκτορα, η Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο, η Βιβλιοθήκη και το Αρχαιολογικό Μουσείο- δεν στάθηκαν ικανά να συγκροτήσουν ένα συνεκτικό και αναγνωρίσιμο αστικό κέντρο. Αργότερα, στην μεταπολεμική Αθήνα, το κύριο βάρος της οικοδόμησης αφέθηκε στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Το σύστημα της αντιπαροχής γιγαντώθηκε, ενώ ο ρόλος του κράτους περιορίστηκε σε μικρής κλίμακας έργα ή σε διορθωτικές παρεμβάσεις. Με μαζικό τρόπο, νεοκλασικά και παραδοσιακά κτίρια θυσιάστηκαν στο βωμό της οικοπεδοποίησης. Το πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας μετά τη δεκαετία του ’70 πολύ λίγο θυμίζει πλέον την Αθήνα του Μεσοπολέμου, ο δε σημερινός άναρχος αστικός σχηματισμός των περίπου τεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων είναι ουσιαστικά μια σύγχρονη «μετάπολη» που καμία σχέση δεν έχει με τις υπόλοιπες ιστορικές πόλεις της Ευρώπης.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τα προβλήματα της Αθήνας, και κάθε Ελληνικής πόλης, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο μέσα από μεγάλες ή μικρότερες επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα. Απαιτούνται πρωτοβουλίες σε επίπεδο κράτους, και βέβαια ριζική αλλαγή της συλλογικής μας νοοτροπίας. Ο Jack Lang είχε πει ότι «Η αρχιτεκτονική δεν είναι έκφραση μιας κοινωνίας αλλά των εξουσιών που την διοικούν», ενώ τη δεκαετία του ’80, ο Lebbeus Woods διατύπωσε τη θέση ότι η αρχιτεκτονική πρέπει να αντιμετωπίζεται και ως πολιτική πράξη.
Πως μπορεί να αντιστραφεί η κατάσταση της Αθήνας;
Θα αναφερθώ στο παράδειγμα της Ιταλίας. Περί το 2000, η τότε Ιταλική κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα ένα φιλόδοξο σχέδιο νόμου με τίτλο «Νόμος-Πλαίσιο για την Αρχιτεκτονική Ποιότητα», που διαπραγματευόταν θεσμικά την πολιτισμική σημασία της αρχιτεκτονικής και την σχέση της με την κοινωνία και το περιβάλλον. Μεταξύ άλλων, το σχέδιο νόμου, που δυστυχώς έμεινε στα χαρτιά, προέβλεπε την αναγνώριση εκ μέρους της πολιτείας της ιδιαίτερης αξίας ενός σύγχρονου αρχιτεκτονικού έργου, την βράβευση δημόσιων ή ιδιωτικών αρχιτεκτονημάτων, μαθήματα στα σχολεία σχετικά με την περιβαλλοντική, πολεοδομική και αρχιτεκτονική κουλτούρα κ.α.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκείνο της Ολλανδίας, αρχίζοντας από το Ρότερνταμ, μία από τις πλέον πολυπολιτισμικές Ευρωπαϊκές πόλεις και γνωστή για την υψηλού επιπέδου σύγχρονη αρχιτεκτονική της. Στην πιο μοντέρνα πόλη της Ολλανδίας, εύκολα κάποιος αντιλαμβάνεται τι σημαίνει επένδυση στο μέλλον. Η νέα περίοδός της χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν αποφασίστηκε η εκτεταμένη ανάπλαση της ζώνης του λιμανιού, η οποία μοιάζει σήμερα με γιγάντια έκθεση επώνυμης σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Η νέα εποχή συμπαρέσυρε ολόκληρο το πολεοδομικό συγκρότημα του Ρότερνταμ, που αναδείχθηκε σε μοντέλο-πρότυπο ανάπτυξης και παράλληλα σε πεδίο αδιάκοπου αρχιτεκτονικού πειραματισμού. Οι Ολλανδικές πόλεις ξεχειλίζουν από σύγχρονες αρχιτεκτονικές πραγματοποιήσεις, υπάρχει διάχυτη η αίσθηση της κίνησης προς το μέλλον, ο επισκέπτης είναι αποδέκτης μίας βαθιάς αλλαγής στον τρόπο που γίνεται αντιληπτή η σύγχρονη αρχιτεκτονική. Το κράτος επενδύει δυναμικά τόσο στις αναπλάσεις όσο και στις υποδομές, επενδύει και στην αρχιτεκτονική επιλέγοντας αναπτύξεις που έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη. Τα θέματα που απασχολούν τον αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό σχεδιασμό στην Ολλανδία -αναφέρομαι ειδικότερα στην κεντρική της διοίκηση- απέχουν παρασάγγας από τις παρωχημένες αντιλήψεις και τους ρηχούς προβληματισμούς των δικών μας αρμοδίων. Εξετάζουν σε βάθος τα πραγματικά και μετρήσιμα στοιχεία, όπως είναι η αστική οικιστική μονάδα, η αστική πυκνότητα, η σχέση ανάμεσα στην πόλη και την φύση, κ.ο.κ.
Αν θέλετε, συγκρίνετε όλα αυτά με την κατάσταση του δομημένου και φυσικού περιβάλλοντος στην χώρα μας, με τους Ελληνικούς οικοδομικούς κανονισμούς και τις διαδικασίες αδειοδότησης, με τις συνεχείς νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων, και βγάλτε τα συμπεράσματά σας…
Πως θα αλλάξει η Αθηναϊκή Ριβιέρα με αφορμή την επένδυση στο Ελληνικό;
Η Ελληνική πρωτεύουσα θα μπορούσε να είναι μια υπέροχη πόλη. Η τοπογραφία της, το εύκρατο κλίμα και η ιστορία της το επιτρέπουν. Όμως, δεν είναι. Όπως είπαμε, το φυσικό περιβάλλον του ευρύτερου πολεοδομικού σχηματισμού της, όπως και η ιστορική αρχιτεκτονική της κληρονομιά, θυσιάστηκαν στο βωμό της ανοικοδόμησης. Το ίδιο συνέβη και στο παραλιακό μέτωπο της Αττικής που δίνει σήμερα την εικόνα μιας ασυγκρότητης ζώνης, χωρίς χαρακτήρα, με άναρχη συσσώρευση κατοικιών και ελλειμματικές υποδομές. Η σημερινή Αθήνα δεν διαθέτει σημαντικούς κοινωνικούς πυκνωτές, ούτε επίσης ένα δίκτυο ισχυρών σημείων αναφοράς και ελκυστικών θεματικών ενοτήτων, πόσο μάλλον προοπτικές ανάπτυξης με την ουσιαστική έννοια του όρου.
Όλα αυτά συμβαίνουν ωστόσο σε μια πόλη με σχεδόν ιδανικές κλιματικές συνθήκες. Το πρόταγμα ενός αναβαθμισμένου παράκτιου μετώπου αφορά τόσο στην ποιότητα διαβίωσης των κατοίκων του, και πρώτιστα σ΄ αυτήν, όσο και στο τουριστικό προϊόν. Είναι ολοφάνερη η ανάγκη ενός δομημένου χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού για το ευρύτερο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελληνικής πρωτεύουσας, αλλά και σε εθνικό επίπεδο. Τα τρέχοντα αστικά και περιαστικά προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται με αποσπασματικές παρεμβάσεις. Η ανάπτυξη του «Ελληνικού», ως οριοθετημένου μεμονωμένου σχεδιασμού, παρ’ όλο το μέγεθός της, δεν θα αποδώσει καρπούς αν δεν ενταχθεί σε ένα μεγαλύτερο και μελετημένο πρόγραμμα. Έτσι μόνο θα μπορούσαμε να μιλήσουμε πραγματικά για «Αθηναϊκή Ριβιέρα». Όμως, φιλόδοξοι στόχοι αυτού του επιπέδου δυστυχώς μας υπερβαίνουν. Αναρωτιέμαι, ποιο είναι άραγε το όραμα της εκάστοτε κυβέρνησης, με ποιο τρόπο σκοπεύει να χειριστεί στρατηγικά την ευαίσθητη και πολυπαραμετρική σχέση πόλης-φύσης, σε όλη την επικράτεια, και ειδικότερα στην Αθήνα των τεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων με τα ειδυλλιακά νησιά του Αργοσαρωνικού σε απόσταση αναπνοής; Ώστε η πόλη να μπορέσει να ανοιχτεί στην κοντινή της θάλασσα και στα πανέμορφα τοπία που την περιβάλλουν. Ο συνδετικός κρίκος αυτής της τόσο κρίσιμης οργανικής ένωσης μόνο το παράκτιο Αττικό μέτωπο θα μπορούσε να είναι, εξού και η σημαντικότητά του.
Την περίοδο αυτή βρίσκονται σε εξέλιξη αρκετές τουριστικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Ποια θα ήταν η υπεραξία που μπορεί να προσφέρει ο αρχιτέκτονας στην «βαριά βιομηχανία» της χώρας;
Η σύγχρονη κοινωνική πολυπολιτισμικότητα και η αντίστοιχη αστική πολυπλοκότητα επιτάσσουν νέα, σύνθετα σχήματα ερμηνείας της αρχιτεκτονικής. Στο πλαίσιο αυτό ο αρχιτεκτονικός χώρος, και ο αστικός σε επίπεδο πολεοδομικής κλίμακας, ο χώρος γενικότερα λοιπόν ως βιωματική εμπειρία, συνιστά έναν από τους βασικότερους άξονες συνθετικής προβληματικής. Η πρόκληση είναι, πως θα μπορεί στο μέλλον να εξελίσσεται η αρχιτεκτονική, και ανάλογα η πόλη, με τρόπο δημιουργικό και ταυτόχρονα να πορεύεται στο ίχνος ενός κεκτημένου ιδιώματος που αφορά τόσο στον πολιτισμό όσο και στη φύση; Μας απασχολεί το πως θα διαμορφωθεί στην αρχιτεκτονική η δυναμική σχέση ανάμεσα στην προηγμένη τεχνολογία και στην ανάγκη μας να επαναπροσδιορίσουμε τις αρχετυπικές πλευρές του σχεδιασμού προκειμένου η ζωή μας να γίνει πιο ανθρώπινη και συμβατή με το στοιχείο του «οικείου». Αφενός, δηλαδή, ο Τόπος -με την «αρχέγονη» διάστασή του- και αφετέρου η προσδοκία γι’ αυτό που δεν έχει έρθει ακόμη.
Εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο σήμερα τον ταξιδιώτη είναι η «άυλη» εμπειρία που θα αποκομίσει επισκεπτόμενος έναν προορισμό. Με το να βιώσει τον Τόπο, από την αρχιτεκτονική του παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα, μέχρι τη φύση ή ότι άλλο περιλαμβάνει διαχρονικά το τοπικό ιδίωμα. Όλα αυτά πρέπει να αποδοθούν στον χτισμένο χώρο μέσα από έναν σύγχρονο αρχιτεκτονικό λόγο, να ενταχθούν με έναν πιο οργανωμένο και βαθύτερο τρόπο στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό.
Πως προσεγγίζετε τον σχεδιασμό των project σας; Από που αντλείτε έμπνευση;
«Δεν ζωγραφίζω πράγματα, ζωγραφίζω μόνο τη διαφορά μεταξύ των πραγμάτων», έλεγε ο Matisse. Πιστεύω ότι αρχιτεκτονική είναι η σύνθεση των διαφορών μεταξύ των πολλών προκλήσεων, περιορισμών και ορίων που θέτει η πραγματικότητα της δουλειάς μας. Στο πλαίσιο αυτό, συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι τρείς είναι οι βασικοί άξονες προβληματικής που συνυπάρχουν στον σχεδιασμό μας: Ο πρώτος δίνει έμφαση στο νοηματικό περιεχόμενο της «ιδέας», στην σημειολογική της διάσταση. Παράλληλα θέτει ως καθοριστικό αίτημα την «σκηνοθεσία» του αρχιτεκτονικού χώρου, με την έννοια της θεατρικότητας, τη μετατροπή της υλικής υπόστασης του κτιρίου σε βιωματική χωρική εμπειρία. O δεύτερος σχετίζεται με τον ρόλο του κτιρίου ως αστικού «κρίκου», που είναι ικανός να ενισχύσει τις επιμέρους περιοχές της πόλης συνδέοντάς τες μέσα από την ίδια την χωρική τους δυναμική. O τρίτος στοχεύει στην καταδήλωση της ατομικότητας της αρχιτεκτονικής έκφρασης μέσω της εκφραστικότητας του ίδιου του αρχιτεκτονικού αντικειμένου.
Ως προς την έμπνευση, αφορμές υπάρχουν πολλές. Μπορεί να είναι η ίδια η λειτουργία του κτιρίου, το τοπίο, ένα βιβλίο που σχετίζεται ή και όχι με το project, ένα κινηματογραφικό έργο, ακόμη μία εικόνα, ένα μουσικό κομμάτι, ένα ποίημα…κ.ο.κ.
Η πρωτοτυπία είναι ζητούμενο στον τρόπο που συνθέτετε;
Η εμμονική αναζήτηση της πρωτοτυπίας είναι μάταιη, ανούσια, όχι όμως η διερεύνηση «νέων» δρόμων. Προϋπόθεση της πρωτοτυπίας, ή καινοτομίας πιο σωστά, είναι να μπορούμε να απαλλαγούμε από ιδεοληψίες, από τις συνήθειες και τους αυτοματισμούς μας, απ’ ότι μας είναι εύκολο. Να θέλουμε να πειραματιστούμε. Να εξηγήσω όμως με ποιόν τρόπο: Θεμελιώδης αρχή της νεωτερικότητας είναι η αυτοδιάθεση και αυτονομία του υποκειμένου που ορίζει την ταυτότητά του μέσω της σχέσης της ετερότητας. Ως ιδέα η νεωτερικότητα οφείλει τη διάρκειά της στην αυτοαμφισβήτησή της, στην συνεχή επανερμηνεία του παρελθόντος. Κατάφερε να κερδίσει τη μάχη με την παράδοση από την στιγμή που έγινε αποδεκτό ότι το ιστορικά κληρονομημένο δεν μας προσφέρεται τελεσίδικα, αλλά υπόκειται πάντοτε σε επανεξέταση και αναθεώρηση. Η νεωτερικότητα εμπεριέχει την «κουλτούρα του ρίσκου», μία έννοια που δεν συναντάται σε συντηρητικές κοινωνίες γιατί προϋποθέτει πολλαπλότητα επιλογών και όχι ανεξέταστη αποδοχή.
Το νεωτερικό στοιχείο, με την έννοια της έρευνας, είναι πράγματι ένα από τα ζητούμενα στη δουλειά μας. Η προβληματική που προσπαθούμε να αναδείξουμε αφορά στην υποχρέωση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με το «design προβολής» και την τεχνολογία, να εξετάσει πάλι τα «ουσιώδη» μέσα από τα αρχετυπικά χαρακτηριστικά που συγκροτούν, ή θα έπρεπε να συγκροτούν, τα κτίρια και τις πόλεις προκειμένου να συμβάλει στον εκσυγχρονισμό του ίδιου του πυρήνα της αρχιτεκτονικής σκέψης.
Πως ευημερεί ο άνθρωπος μέσα στα κτίριά σας;
Στόχος μας είναι να ανεβαίνουμε συνεχώς επίπεδα επινοητικότητας -έτσι παραμένει κανείς δημιουργικός- και το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας να βελτιώνει τη ζωή του χρήστη με έναν πολύπλευρο και αυθεντικό τρόπο. Δεν προσφέρουμε μέσα από τον σχεδιασμό μας έναν «αντικατοπτρισμό» της παρούσας στιγμής, θέλουμε να διερευνούμε αυτό που δυνητικά μπορεί να συμβεί «αύριο» προκειμένου να ικανοποιήσουμε νέες ανάγκες. Αν «σκοπός της τέχνης είναι να δώσει στη ζωή σχήμα», σκοπός της αρχιτεκτονικής είναι να δίνει στην ύλη ζωή. Μας απασχολεί η εμπειρία που εισπράττει κανείς συνολικά από την ποιητική του χώρου και των υλικών. Σημασία για μας έχει η αξία των βιωμάτων που μπορεί να προκαλέσει η αρχιτεκτονική, όπως αντίστοιχα σημασία έχει ο βιωμένος χρόνος στη ζωή και όχι ο χρόνος γενικά και αόριστα.
Πώς αντιλαμβάνεστε την έννοια «αειφόρος σχεδιασμός» και σε ποιον βαθμό πραγματώνεται στα έργα σας;
Ο αειφόρος σχεδιασμός σχετίζεται με τις αρχές του βιοκλιματικού σχεδιασμού που αντιμετωπίζει τα κτίρια, τον ελεύθερο χώρο και τα οικιστικά σύνολα ως μία ενότητα που επηρεάζει και επηρεάζεται από το κλίμα του τόπου. Στο πλαίσιο αυτού του σχεδιασμού οφείλουμε να εξασφαλίσουμε την τήρηση των βασικών αξόνων της αειφόρου ανάπτυξης, όπως είναι η προστασία και διατήρηση των τοπικών οικοσυστημάτων και η συνετή διαχείριση των φυσικών πόρων. Η βιοκλιματική, ή οικολογική, αρχιτεκτονική θεωρεί το κλίμα ως έναν από τους κρίσιμους παράγοντες που καθορίζουν τον σχεδιασμό των κτιρίων, του δομημένου χώρου γενικότερα, υιοθετεί φυσικά και ανακυκλώσιμα υλικά, ενώ λαμβάνει υπόψη της τις αρχές της περιβαλλοντικής, κοινωνικής και οικονομικής βιωσιμότητας. Τον οικολογικό σχεδιασμό τον αντιλαμβανόμαστε ως ένα εργαλείο φιλικής δράσης προς το περιβάλλον με σκοπό την ελαχιστοποίηση του περιβαλλοντικού αντίκτυπου από την δόμηση.
Ο Δημήτρης Ποτηρόπουλος είναι αρχιτέκτονας, επικεφαλής του γραφείου Potiropoulos+Partners.