Ήπια πτώση κατέγραψε ο δείκτης εμπιστοσύνης των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων το δεύτερο εξάμηνο του 2022, με τις ΜμΕ να δείχνουν πάντως ισχυρά σημάδια ανθεκτικότητας, αλλά και σταθερή διάθεση για επενδύσεις. Όπως προκύπτει ειδικότερα από την τακτική έρευνα πεδίου της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, ο δείκτης εμπιστοσύνης των ελληνικών ΜμΕ παρέμεινε σε πτωτική τροχιά για δεύτερο συνεχόμενο εξάμηνο (-5 μονάδες σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2022).
Αξιοσημείωτο ωστόσο είναι ότι, ενώ οι προσδοκίες επιχειρηματικού κλίματος έχουν περάσει σε αρνητικό επίπεδο στην Ε.Ε., ο Δείκτης Εμπιστοσύνης των ελληνικών ΜμΕ παραμένει σε θετικό έδαφος (δηλαδή, η πλειονότητα των επιχειρήσεων δηλώνει θετικές προσδοκίες) και υψηλότερα (κατά 8 μονάδες) από το μέσο όρο των τελευταίων 10 ετών. Σχετικά υψηλότερη εμφανίζεται η πίεση στις μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες σημειώνουν την εντονότερη επιβάρυνση στην τρέχουσα συγκυρία (παραμένοντας ωστόσο σε υψηλότερα επίπεδα δείκτη σε σχέση με τις μικρότερες επιχειρήσεις). Από πλευράς κλάδων εντονότερα πλήττεται η ζήτηση του τομέα υπηρεσιών ενώ υψηλότερες αντοχές εμφανίζει ο κλάδος της βιομηχανίας.
Αναλύοντας τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν το Δείκτη Εμπιστοσύνης, επισημαίνεταια ότι η πτώση αφορά αβεβαιότητα σχετικά με τις μελλοντικές συνθήκες ζήτησης, με το σχετικό υποδείκτη να σημειώνει πτώση 20 μονάδων (έναντι αύξησης 4 μονάδων για τις συνθήκες τρέχουσας ζήτησης). Σε αυτό το περιβάλλον, το ποσοστό των επιχειρήσεων που ακολουθεί στρατηγικές ανάπτυξης περιορίστηκε στο 47% (από 57% το προηγούμενο εξάμηνο), καθώς διαφαίνεται μια σταδιακή στροφή των ΜμΕ προς τακτικές διατήρησης των κεκτημένων.
Ο αντίκτυπος των πληθωριστικών πιέσεων
Σε ό,τι αφορά τις κύριες παραμέτρους πίεσης, οι πληθωριστικές πιέσεις αναδύονται ως το κυριότερο πρόβλημα για σχεδόν τα 2/3 των ΜμΕ (με ήμισυ αυτών να πλήττεται κυρίως από την ακριβή ενέργεια και το λοιπό ήμισυ από τις ακριβές πρώτες ύλες). Εντονότερη πίεση δέχονται οι κλάδοι βιομηχανίας και κατασκευών, κυρίως λόγω υψηλής εξάρτησης από εισαγόμενες πρώτες ύλες. Παράλληλα, αξιοσημείωτο είναι ότι εν μέσω έντονων πληθωριστικών πιέσεων, σχεδόν το ⅓ του τομέα θεωρεί ως κρίσιμο πρόβλημα την εύρεση προσωπικού (με το 16% να το θεωρεί ως το βασικότερο πρόβλημα), με την ανησυχία αυτή να είναι πιο έντονη στον κλάδο των υπηρεσιών.
Αντοχές
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, παρά την πίεση, οι ελληνικές ΜμΕ εμφανίζουν κραταιά στοιχεία ανθεκτικότητας. Συγκεκριμένα, το ποσοστό επιχειρήσεων με έντονα προβλήματα ρευστότητας παραμένει κοντά στα ιστορικά χαμηλά του 9%. Ενισχυτικοί παράγοντες που φαίνεται να δρουν αντισταθμιστικά στις πιέσεις συγκυρίας είναι αφενός i) τα συνεχιζόμενα μέτρα στήριξης (συνολικά το τελευταίο εξάμηνο έχουν διατεθεί 3,5 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών ενέργειας στις επιχειρήσεις) και αφετέρου ii) η ικανοποιητική κερδοφορία των επιχειρήσεων (με άνω των 2/3 των ΜμΕ να δηλώνουν ανοδικό περιθώριο κέρδους το 2022).
Η διαφαινόμενη αυτή ανθεκτικότητα αποτυπώνεται τόσο στην αντίδραση των ΜμΕ στα αυξημένα κόστη πρώτων υλών όσο και στη διάθεσή τους για επεκτατικά σχέδια. Συγκεκριμένα:
- Η ικανοποιητική ρευστότητα και κερδοφορία επέτρεψαν στις ΜμΕ να απορροφήσουν μεγάλο μέρος της πληθωριστικής πίεσης της τελευταίας περιόδου (τα ¾ του τομέα έχουν απορροφήσει άνω του ½ του αυξημένου κόστους, με 37% του τομέα να το απορροφά πλήρως, με την προσπάθεια αυτή να είναι εμφανής σε όλα τα μεγέθη επιχειρήσεων). Συνεπώς, παρά το γεγονός πως κατά μέσο όρο τα κόστη τους έχουν αυξηθεί κατά 20-25%, οι ΜμΕ δηλώνουν ότι έχουν προχωρήσει σε ανατιμήσεις της τάξης του 10%.
- Παράλληλα, η σχετικά υγιής χρηματοοικονομική κατάσταση, τους επιτρέπει να διατηρούν τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή τους διάθεση. Έτσι, το 66% των ΜμΕ προσβλέπει σε αύξηση πωλήσεων την ερχόμενη πενταετία (ποσοστό οριακά υψηλότερο από το 62% του προηγούμενου εξαμήνου). Οι θετικές μεσοπρόθεσμες προσδοκίες αντανακλώνται στη διάθεση σημαντικού μέρους του τομέα ΜμΕ να προχωρήσει:
i) σε αύξηση προσωπικού (με το ¼ των ΜμΕ να προγραμματίζει προσλήψεις για το επόμενο έτος), καθώς και
ii) σε αύξηση παγίων (με σχεδόν ⅓ του τομέα να σχεδιάζει επενδύσεις σε πάγια εντός του 2023, με το 19% να είναι σταθεροί επενδυτές κατά την τελευταία τριετία).
Σχετικά υψηλότερη επενδυτική διάθεση εντοπίζεται σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις, με 42% των μεσαίων επιχειρήσεων να σχεδιάζουν αύξηση παγίων το 2023, έναντι 21% των πολύ μικρών.