Παρά τα θετικά μηνύματα για την πορεία των πωλήσεων βιβλίων κατά την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων, ο εκδοτικός κόσμος προετοιμάζεται για ένα δύσκολο 2023, με την ακρίβεια να φρενάρει την προώθηση νέων τίτλων.
Το έντονα πληθωριστικό περιβάλλον που επηρεάζει τόσο το κόστος των εκδόσεων όσο και την αγοραστική δυνατότητα των καταναλωτών δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας στις εκδοτικές επιχειρήσεις, οι οποίες προσπαθούν να θωρακιστούν, προχωρώντας σε αναπροσαρμογή των στρατηγικών διαχείρισης των πολλαπλών κρίσεων.
Όπως αναφέρουν στη «Ν» εκπρόσωποι της αγοράς βιβλίου, η οποία υπολογίζεται ότι συνολικά προσεγγίζει τα 200 εκατ. ευρώ, η μέση επιβάρυνση στο κόστος αντιτύπου διαμορφώνεται από 20% έως 40%, με το κόστος χαρτιού να εξακολουθεί να καταγράφει ρεκόρ και την αύξηση να αγγίζει και το 100% σε σχέση με το 2020, ενώ επιπλέον πίεση στα λειτουργικά κόστη δημιουργούν οι αυξήσεις στις τιμές ενέργειας.
«Τόσο το 2021 όσο και το 2022, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης απορροφήθηκε από τους εκδότες, με τις ανατιμήσεις στις τελικές τιμές λιανικής να κυμαίνονται στο επίπεδο του 10%. Η πρόκληση για τον εκδοτικό κόσμο να καταφέρει να διατηρήσει την ίδια γραμμή “άμυνας” και το 2023 είναι μεγάλη. Να μην ξεχνάμε ότι το 2020 η αγορά έχασε ένα 30%-40% του τζίρου της και μολονότι το 2021-2022 υπήρξε μια ανάκαμψη στον χώρο του βιβλίου οι έντονες αυξήσεις στα κοστολόγια είχαν επιπτώσεις στη ρευστότητα και την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Το 2023 θα είναι δύσκολη χρονιά για τον κλάδο», σημειώνουν εκπρόσωποι της αγοράς.
Σε ό,τι αφορά την πορεία του φετινού εορταστικού τζίρου πάντως, η εικόνα είναι θετική, με τον πρόεδρο του Συνδέσμου Εκδοτών Βόρειας Ελλάδας Μπάμπη Μπαρμπουνάκη να αναφέρει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «υπάρχει μια ανοδική πορεία και το είδαμε μέσα στις γιορτές από την προσέλευση του κόσμου στα βιβλιοπωλεία. Φέτος ήταν μια χρονιά έκπληξη μετά την πανδημία. Το βιβλίο επανέκαμψε δυναμικά. Το παρατηρήσαμε και το καλοκαίρι στο “Φεστιβάλ Βιβλίου”, που διοργανώθηκε στη Νέα Παραλία». Σύμφωνα με τον ίδιο, για τις αγορές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, στην κορυφή των πωλήσεων στα βιβλιοπωλεία βρέθηκαν τα παιδικά βιβλία, ενώ ακολούθησαν τα επετειακά, τα άλμπουμ με περιοχές του κόσμου, αλλά και τα βιβλία Ιστορίας.
Πορεία το 2022
Ο θετικός «επίλογος» στις πωλήσεις βιβλίων του 2022 σε συνδυασμό με την κινητικότητα που καταγράφηκε και την τουριστική σεζόν αναμένεται να οδηγήσουν σε βελτιωμένη εικόνα εσόδων για τον κλάδο φέτος σε σχέση με το 2021. Ωστόσο, η αγορά του βιβλίου παραμένει εύθραυστη και σε αυτό το πλαίσιο οι στρατηγικές των εταιρειών για το 2023 εστιάζουν στη στοχευμένη προώθηση νέων τίτλων, ενώ η αξιοποίηση των e-books ανεβαίνει υψηλότερα στην ατζέντα των εκδοτών.
Πιο συγκεκριμένα, ο περιορισμός έκδοσης νέων τίτλων ή η μεταφορά για αργότερα ανατυπώσεων φαίνεται ότι είναι «μονόδρομος» για τους εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι ακόμα και εάν δεν μειώσουν την παραγωγή τους θεωρείται βέβαιο ότι δεν δρομολογούν αύξησή της μέσα στην ερχόμενη διετία. Στον «βωμό» της ακρίβειας εκτιμάται ότι θυσιάζονται τα νέα πειραματικά εγχειρήματα στη λογοτεχνία, αλλά και οι λιγότερο «εμπορικές» επιλογές.
Την ίδια ώρα όμως, το γεγονός ότι στην Ελλάδα η αγορά των e-books, ουσιαστικά, δεν έχει «ανοίξει» ακόμα, δημιουργεί μια νέα προοπτική, ακόμα και εάν σε πρώτη φάση στοχεύει στις νεότερες ηλικίες του αναγνωστικού κοινού.
Μόνο οι 3 στους 10 Έλληνες δηλώνουν εντατικοί αναγνώστες
Σχεδόν τρεις στους δέκα Έλληνες είναι εντατικοί αναγνώστες, ωστόσο ποσοστό 35% δεν διαβάζει κανένα βιβλίο τον χρόνο. Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από την τελευταία έρευνα του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου (ΟΣΔΕΛ), με τίτλο «Αναγνώσεις, αναγνώστες και αναγνώστριες: Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα», την επιστημονική διεύθυνση της οποίας είχε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ειδικότερα, στην ερώτηση «Πόσα βιβλία έχετε διαβάσει τον τελευταίο χρόνο με οποιοδήποτε τρόπο (έντυπο, audiobook, ebook), εξαιρουμένων των πανεπιστημιακών ή των σχολικών βιβλίων», το 35% των ερωτώμενων απαντά πως δεν διαβάζει κανένα βιβλίο τον χρόνο (μη αναγνώστες). Το 19% διαβάζει 1-2 βιβλία τον χρόνο και το 15% διαβάζει 3-4 βιβλία τον χρόνο (μη εντατικοί αναγνώστες). Επίσης, το 14% διαβάζει 5-9 βιβλία τον χρόνο και το 17% 10 βιβλία και άνω (εντατικοί αναγνώστες). Επομένως, οι μη αναγνώστες ανέρχονται στο ποσοστό του 35%, οι μη εντατικοί αναγνώστες στο 34% και οι εντατικοί αναγνώστες στο 31%.
Περισσότερα από τα μισά άτομα βασικής εκπαίδευσης (σε ποσοστό 55%) είναι μη αναγνώστες, σε αντίθεση με τα άτομα ανώτερης εκπαίδευσης, στα οποία το ποσοστό των μη αναγνωστών μειώνεται στο 16%.
Στην ερώτηση «Για ποιους λόγους δεν έχετε διαβάσει κάποιο βιβλίο το τελευταίο δωδεκάμηνο», που τέθηκε σε όσους δήλωσαν πως δεν διαβάζουν βιβλία, η δημοφιλέστερη απάντηση, σε ποσοστό 51%, είναι πως αυτό συμβαίνει λόγω έλλειψης χρόνου.