Skip to main content

ΔΕΗ: Τα ισχυρά «αντισώματα» στην κρίση και το ενδεχόμενο νέων deals

Από την έντυπη έκδοση

Της Λαλέλας Χρυσανθοπούλου
[email protected]

Τα ισχυρά «αντισώματα» που εξακολουθεί να επιδεικνύει η ΔΕΗ στην ενεργειακή κρίση διαρκείας επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα α’ εξαμήνου που ανακοίνωσε χθες η εισηγμένη.

Τα επαναλαμβανόμενα EBITDA διαμορφώθηκαν στα 429 εκατ. ευρώ για την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου 2022, με τη διοίκηση της Επιχείρησης να επιβεβαιώνει τον στόχο για διατήρηση της φετινής λειτουργικής κερδοφορίας στα επίπεδα του 2021 (δηλαδή κοντά στα 900 εκατ. ευρώ), αλλά και την προσήλωσή της στο μακροπρόθεσμο επιχειρηματικό σχέδιο -που θα επικαιροποιηθεί προς τα τέλη του έτους-, το οποίο έχει στο επίκεντρο το «πρασίνισμα» του μίγματος της ηλεκτροπαραγωγής σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα (παρά την πρόσκαιρη αύξηση της συμμετοχής του λιγνίτη λόγω κρίσης το επόμενο 12μηνο) και την ενίσχυση του Δικτύου Διανομής.

Όπως σχολίασε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης, «τα αποελέσματα καταδεικνύουν την ανθεκτικότητα του Ομίλου παρά τις πρωτόγνωρες συνθήκες εντός των οποίων δραστηριοποιείται σε οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο, στηρίζοντας παράλληλα τους πελάτες με σημαντικές εκπτώσεις και σταθερά τιμολόγια».

Η αλματώδης αύξηση των λειτουργικών δαπανών της ΔΕΗ (που ανήλθαν στα 2,2 δισ. με αύξηση 130%) -και κυρίως των δαπανών για αγορές ενέργειας και για φυσικό αέριο (+338% και +234% αντίστοιχα σε ετήσια βάση)- αποτυπώθηκε αναμενόμενα στα καθαρά κέρδη, τα οποία προ φόρων διαμορφώθηκαν σε 1,9 εκατ. ευρώ (από 13,8 εκατ. την αντίστοιχη περίοδο του 2021). Μετά τους φόρους, το αποτέλεσμα είναι ζημιογόνο κατά 11,1 εκατ., έναντι κερδών 26,9 εκατ. στο τέλος Ιουνίου.

Στο επίπεδο των επιμέρους δραστηριοτήτων, η λειτουργική απόδοση του κλάδου της Εμπορίας επηρεάστηκε από τους προαναφερθέντες λόγους και τις δύσκολες συνθήκες στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Η αρνητική επίπτωση ωστόσο αντισταθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη βελτίωση του περιθωρίου κέρδους της παραγωγής, που συνέβαλε έτσι ώστε η ΔΕΗ να παραμείνει πιστή στη στήριξη των πελατών της. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο δεν είχαν ακόμη τεθεί σε εφαρμογή οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης τόσο στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού (ανάκτηση υπερεσόδων των παραγωγών με την επιβολή πλαφόν ανά τεχνολογία) όσο και στη λιανική αγορά (με το «πάγωμα» της Ρήτρας Αναπροσαρμογής), οι συνέπειες των οποίων θα φανούν στα αποτελέσματα των επόμενων τριμήνων. Κύκλοι της ΔΕΗ έκαναν λόγο για ένα καλό δεύτερο τρίμηνο, αναδεικνύοντας παράλληλα την υψηλή αβεβαιότητα στις αγορές. «Σε αυτή τη συγκυρία, η ΔΕΗ βρέθηκε με ισχυρή ρευστότητα που της επιτρέπει να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις προκλήσεις».

Επενδύσεις

Παρά το περιβάλλον κρίσης, η ΔΕΗ συνέχισε να υλοποιεί με συνέπεια το επενδυτικό της πλάνο, με τις συνολικές επενδύσεις στο εξάμηνο να ανέρχονται σε 245 εκατ. ευρώ περίπου (από 191 εκατ. έναν χρόνο πριν) και να επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στην ανάπτυξη του Δικτύου Διανομής και στη διεύρυνση του χαρτοφυλακίου των ΑΠΕ. «Στο πλαίσιο της στρατηγικής μας για επιλεκτικές εξαγορές στην Ελλάδα και σε γειτονικές χώρες, προχωρήσαμε σε συμφωνία με τη Volterra για την απόκτηση χαρτοφυλακίου ΑΠΕ συνολικής ισχύος 112 MW». Συνεχίζουμε την οργανική ανάπτυξη μέσω της ωρίμανσης του υφιστάμενου χαρτοφυλακίου, εξασφαλίζοντας περιβαλλοντικούς όρους για άλλα 100 MW και προχωρώντας στην προκήρυξη των διαγωνισμών για την κατασκευή φωτοβολταϊκών πάρκων ισχύος 644 MW στη Δ. Μακεδονία (Πτολεμαΐδα)», σημείωσε ο κ. Στάσσης. Κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων στους αναλυτές αργά χθες αναφέρθηκε μεταξύ άλλων ότι η νέα λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα 5 (με ισχύ 660 ΜW) θα τεθεί σε δοκιμαστι κή λειτουργία τον Οκτώβριο και σε εμπορική λειτουργία τον Ιανουάριο του 2023.

Νέα deals και χρέος

Αναφορικά με το ενδεχόμενο νέων deals, κύκλοι της Επιχείρησης ανέφεραν ότι «πιθανόν να έχουμε νέα από τη Ρουμανία τούς επόμενους μήνες», προσθέτοντας ότι προς το τέλος Σεπτεμβρίου θα ξεκινήσει το πρόγραμμα αγοράς ιδίων μετοχών της ΔΕΗ. ‘Οσον αφορά, τέλος, τη χρηματοοικονομική θέση της ΔΕΗ, πρέπει να σημειωθεί η αύξηση του καθαρού χρέους κατά 355 εκατ. στο εξάμηνο (2,2 δισ. στο τέλος Ιουνίου από 1,89 δισ. τον Δεκέμβριο του 2021).