Από την έντυπη έκδοση
Της Τέτης Ηγουμενίδη
[email protected]
Το αργότερο σε τρεις μήνες θα έχει δοθεί το πράσινο φως από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) στη Vodafone για την εξαγορά – συγχώνευση της Cyta Ελλάδος και την ίδια στιγμή στην τελική ευθεία έχει εισέλθει η διαδικασία για την πώληση της Forthnet με πιθανή ημερομηνία κατάθεσης των δεσμευτικών προσφορών την 16η Μαρτίου.
Όπως ανακοίνωσε χθες η ΕΕΤΤ, στις 22 Φεβρουαρίου 2018 της γνωστοποιήθηκε η συναλλαγή με την οποία η Vodafone εξαγοράζει το σύνολο των μετοχών της Cyta, έναντι τιμήματος 118 εκατ. ευρώ. Θεωρητικά, εφόσον δεν υπάρξει η ανάγκη για πολλές διευκρινίσεις επί των στοιχείων που έχουν κατατεθεί στην Επιτροπή, η διαδικασία έγκρισης μπορεί να προχωρήσει και νωρίτερα από τους τρεις μήνες, που είναι το ανώτερο από τη στιγμή που ο σχετικός φάκελος θα θεωρηθεί πλήρης.
Όσον αφορά τη Forthnet, έχουν ολοκληρωθεί οι παρουσιάσεις στους ενδιαφερομένους οι οποίοι έχουν ξεκινήσει τους υπολογισμούς τους για την αποτίμηση της αξίας της εταιρείας προκειμένου να συντάξουν την προσφορά τους. Η εκτίμηση που κυριαρχεί είναι ότι οι δεσμευτικές προσφορές θα προϋποθέτουν «κούρεμα» των δανειακών (πιθανότατα και των υπολοίπων) υποχρεώσεων της εισηγμένης (στοιχεία εξαμήνου 2017: δάνεια περί τα 255 εκατ. ευρώ και βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τους προμηθευτές 100 εκατ. ευρώ).
Αρχικό ενδιαφέρον για τη Fotrhnet, εκτός από τις Vodafone και Wind οι οποίες είναι και μέτοχοι της εισηγμένης (ελέγχουν μαζί περίπου το ένα τέταρτο του μετοχικού της κεφαλαίου), έχουν εκδηλώσει το Apollo Global Management, η Providence, η οποία συνδέεται με τον όμιλο Antenna, η Pillarstone, η Odyssey Consulting Management και η Golden Tree Asset Management, εκ των βασικών μετόχων της Wind.
Να σημειωθεί ότι οι Vodafone και Wind μέχρι στιγμής διεκδικούν από κοινού τη Forthnet, χωρίς να είναι προφανές το πώς θα κινηθούν εφόσον εν τέλει είναι αυτές που θα την εξαγοράσουν. Τη διαδικασία πώλησης της Forthnet «τρέχουν» οι πιστώτριες τράπεζες (Πειραιώς, Attica Bank, Εθνική Τράπεζα και Alpha Bank) ως κάτοχοι του 32% του μετοχικού κεφαλαίου της εισηγμένης και με τη βοήθεια της Nomura International.