Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Δεν διαθέτουν ισχυρά πλαίσια ελέγχου ακραίων καταστάσεων οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες όπως κατέγραψαν τα κλιματικά stress tests.
Οι ζημιές των 41 τραπεζών που συμμετείχαν στο test θα μπορούσαν να ανέλθουν στα 70 δις. ευρώ στην περίπτωση μίας άτακτης ενσωμάτωσης του κινδύνου που απορρέει από το κλίμα σε δύο σενάρια φυσικού κινδύνου (πλημμύρες και ξηρασίες και καύσωνες).
Για πολλούς λόγους αυτή η εκτίμηση είναι χαμηλότερη του πραγματικού κινδύνου.
Τα σενάρια τα οποία εξετάστηκαν σε αυτήν την άσκηση δεν είναι αντίθετα το ένα με το άλλο όπως συμβαίνει με τα κανονικά stress tests.
Ειδικά δεν έχουν λάβει υπόψη τους ότι μπορεί να υπάρξει οικονομική κάμψη που θα συνοδεύει τα αρνητικά κλιματικά αποτελέσματα.
Τα στοιχεία και το μοντέλο που χρησιμοποιήθηκαν για τις προβλέψεις των τραπεζών είναι ακόμη σε προκαταρκτικό στάδιο με τους κλιματικούς κινδύνους να έχουν ληφθεί υπόψη στοιχειωδώς.
Τα ανοίγματα τα οποία υπολογίστηκαν για το σκοπό αυτής της άσκησης αντιστοιχούν στο περίπου 1/3 των συνολικών ανοιγμάτων των 41 τραπεζών.
«Οι τράπεζες της ευρωζώνης πρέπει επειγόντως να εντείνουν τις προσπάθειές τους για τη μέτρηση και τη διαχείριση του κλιματικού κινδύνου, κλείνοντας τα τρέχοντα κενά δεδομένων και υιοθετώντας καλές πρακτικές που υπάρχουν ήδη στον κλάδο», δήλωσε ο Andrea Enria, Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.
Το τεστ, το οποίο αποτελεί μέρος του ευρύτερου οδικού χάρτη της ΕΚΤ για το κλίμα, δεν είναι άσκηση κεφαλαιακής επάρκειας αλλά μάλλον διδακτική για τις τράπεζες και τις εποπτικές αρχές. Συνέλεξε ποιοτικές και ποσοτικές πληροφορίες, με σκοπό την αξιολόγηση της ετοιμότητας του κλάδου για τον κλιματικό κίνδυνο και τη συλλογή βέλτιστων πρακτικών για την αντιμετώπιση του κινδύνου που σχετίζεται με το κλίμα.
104 τράπεζες και 3 ενότητες
Συνολικά 104 σημαντικές τράπεζες συμμετείχαν στη δοκιμή που αποτελείται από τρεις ενότητες, στις οποίες οι τράπεζες παρείχαν πληροφορίες σχετικά με: (i) τις δικές τους δυνατότητες ελέγχου ακραίων καταστάσεων για το κλίμα, (ii) την εξάρτηση από τομείς που εκπέμπουν άνθρακα και (iii) την απόδοση σε διαφορετικά σενάρια σε πολλούς χρονικούς ορίζοντες.
Η δοκιμασία ακραίων καταστάσεων από κάτω προς τα πάνω στην τρίτη ενότητα περιορίστηκε σε 41 τράπεζες άμεσα εποπτευόμενες για να διασφαλιστεί η αναλογικότητα προς τις μικρότερες τράπεζες.
Τα αποτελέσματα της πρώτης ενότητας δείχνουν ότι περίπου το 60% των τραπεζών δεν διαθέτουν ακόμη πλαίσιο ελέγχου ακραίων καταστάσεων για τους κλιματικούς κινδύνους. Ομοίως, οι περισσότερες τράπεζες δεν περιλαμβάνουν τον κλιματικό κίνδυνο στα μοντέλα πιστωτικού κινδύνου τους και μόλις το 20% θεωρεί τον κλιματικό κίνδυνο ως μεταβλητή όταν χορηγούν δάνεια. Επί του παρόντος, οι τράπεζες υστερούν σε βέλτιστες πρακτικές, σύμφωνα με τις οποίες θα πρέπει να δημιουργήσουν δυνατότητες δοκιμών ακραίων καταστάσεων για το κλίμα που περιλαμβάνουν πολλά κανάλια μετάδοσης κλιματικού κινδύνου (π.χ. κίνδυνοι αγοράς και πιστωτικοί κίνδυνοι) και χαρτοφυλάκια (π.χ. εταιρικά και στεγαστικά δάνεια).
Η δεύτερη ενότητα της δοκιμής διαπιστώνει ότι, συνολικά, σχεδόν τα δύο τρίτα των εσόδων των τραπεζών από μη χρηματοοικονομικούς εταιρικούς πελάτες προέρχονται από βιομηχανίες έντασης αερίων θερμοκηπίου. Σε πολλές περιπτώσεις, οι «χρηματοδοτούμενες εκπομπές» των τραπεζών προέρχονται από μικρό αριθμό μεγάλων αντισυμβαλλομένων, γεγονός που αυξάνει την έκθεσή τους σε κινδύνους μετάβασης. Οι τράπεζες συχνά βασίζονται σε πληρεξούσιους για να εκτιμήσουν την έκθεσή τους σε τομείς έντασης εκπομπών. Αν και αυτό είναι ένα καλό πρώτο βήμα για την κάλυψη των κενών δεδομένων, οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τη δέσμευσή τους με τους πελάτες τους για να αποκτήσουν πιο ακριβή δεδομένα και πληροφορίες σχετικά με τα σχέδια μετάβασης των πελατών τους. Αυτό αποτελεί προϋπόθεση για τις τράπεζες να μετρούν και να διαχειρίζονται την έκθεσή τους στους κλιματικούς κινδύνους στο μέλλον.
Η δοκιμή ακραίων καταστάσεων από κάτω προς τα πάνω στο πλαίσιο της τρίτης ενότητας απαιτεί από τις τράπεζες να προβλέπουν ζημίες σε ακραία καιρικά φαινόμενα και σε σενάρια μετάβασης με διαφορετικούς χρονικούς ορίζοντες. Επιβεβαιώνει ότι ο φυσικός κίνδυνος έχει ετερογενή αντίκτυπο στις ευρωπαϊκές τράπεζες. Τα ευρήματα δείχνουν ότι η ευπάθεια των τραπεζών σε ένα σενάριο ξηρασίας και ζέστης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις τομεακές δραστηριότητες και τη γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων τους. Ο αντίκτυπος αυτού του κινδύνου υλοποιείται μέσω της μείωσης της παραγωγικότητας του κλάδου, π.χ. στις γεωργικές και κατασκευαστικές δραστηριότητες και αύξηση των απωλειών δανείων στις πληγείσες περιοχές. Ομοίως, στο σενάριο κινδύνου πλημμύρας, οι εξασφαλίσεις ακίνητης περιουσίας και τα υποκείμενα στεγαστικά και εταιρικά δάνεια αναμένεται να υποφέρουν, ιδιαίτερα στις περιοχές που έχουν πληγεί περισσότερο.
Το stress test δείχνει ότι οι πιστωτικές ζημίες και οι απώλειες της αγοράς στη βραχυπρόθεσμη άτακτη μετάβαση και τα δύο σενάρια φυσικού κινδύνου ανέρχονται συνολικά σε περίπου 70 δισ. ευρώ για τις 41 εν λόγω τράπεζες.
Όσον αφορά τις μακροπρόθεσμες προβλέψεις των τραπεζών σε διαφορετικά σενάρια κλιματικού κινδύνου, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι μια ομαλή πράσινη μετάβαση μεταφράζεται σε χαμηλότερες απώλειες από ό,τι άτακτα ή τη μη λήψη μέτρων πολιτικής.