Skip to main content

Έλληνες εξαγωγείς: Προβληματισμός για τις επιπτώσεις της ρωσο- ουκρανικής κρίσης

 Με έντονο προβληματισμό παρακολουθούν τις εξελίξεις στα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας οι Έλληνες εξαγωγείς.

Μπορεί μεν οι πωλήσεις των ελληνικών προϊόντων προς τις δύο χώρες να καταλαμβάνουν πολύ χαμηλό μερίδιο στο σύνολο των περίπου 40 δισ. ευρώ, που άγγιξαν πέρυσι -για πρώτη φορά στην ιστορία- οι ελληνικές εξαγωγές (κι αυτό όχι μόνο εξαιτίας του ρωσικού εμπάργκο που επιβλήθηκε σε ευρωπαϊκά προϊόντα το καλοκαίρι του 2014), αλλά οι δύο αγορές, της Βόρειας Ευρασίας και της ανατολικής Ευρώπης αντίστοιχα, εξακολουθούν να παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για τις ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις.

Επιπλέον, χώρες όπως η Λιθουανία και η Πολωνία, που εισάγουν αγροτικά προϊόντα από την Ελλάδα, «διασχίζουν» την Ουκρανία, προκειμένου να εξάγουν τα συγκεκριμένα προϊόντα στη Ρωσία, οπότε σε περίπτωση ρωσικής εισβολής στη χώρα, εκτιμάται ότι θα επηρεαστούν μοιραία και οι μεταφορές εξαγώγιμων προϊόντων. 

Οι δε Έλληνες επενδυτές στον κάποτε «σιτοβολώνα της Σοβιετικής Ένωσης», την Ουκρανία, που τα τελευταία χρόνια έχουν τοποθετήσει χρήματα σε εξοπλισμό και εγκαταστάσεις στη χώρα, ζουν ώρες αγωνίας υπό την απειλή πιθανής σύρραξης, χωρίς ωστόσο προς το παρόν να σκέφτονται «να τα μαζέψουν και να φύγουν», όπως επισημαίνουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ εκπρόσωποί τους, επικαλούμενοι τηλεφωνικές επικοινωνίες των τελευταίων ημερών μαζί τους.

Ανησυχία επικρατεί και στο «μέτωπο» του τουρισμού, δεδομένου ότι η Ελλάδα υποδέχεται κάθε χρόνο εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες από τις δύο χώρες, οι οποίοι όμως εμφανίζονται τώρα «μουδιασμένοι» εν αναμονή των εξελίξεων, με αποτέλεσμα οι θερινές τους διακοπές να μη βρίσκονται αυτή τη στιγμή «στο τραπέζι» -και, άρα, ούτε λόγος για προκρατήσεις από τις δύο χώρες, οι οποίες πέρυσι είχαν ξεκινήσει από τον Φεβρουάριο-Μάρτιο.

Γ. Μπουγάς (Ελληνο-ουκρανικό Επιμελητήριο): Πνίγονται οι επιχειρηματίες στην Ουκρανία

«Υπάρχει συνάδελφος που κάνει εισαγωγή ξυλείας από την Ουκρανία. Παρήγγειλε παρτίδα ξυλείας πριν από 15 ημέρες, αλλά δεν ξέρει αν αυτή η παραγγελία θα φτάσει ποτέ. Σκέφτεται να μη δώσει άλλη παραγγελία, μέχρις ότου η κατάσταση ξεκαθαρίσει περισσότερο».λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γεράσιμος Μπουγάς, γενικός γραμματέας του Ελληνο-ουκρανικού Επιμελητηρίου, το οποίο σήμερα αριθμεί, όπως επισημαίνει, περίπου 200 μέλη, είτε ελληνικές επιχειρήσεις που εξάγουν και επενδύουν στην Ουκρανία είτε ουκρανικές που αναπτύσσουν εμπορική δραστηριότητα στην Ελλάδα.

«Οι Έλληνες επιχειρηματίες στην Ουκρανία δεν σκέφτονται να τα μαζέψουν και να φύγουν, αλλά είναι μουδιασμένοι. Με βάση τα δικά μας στοιχεία, στην Ουκρανία δρατηριοποιούνται επενδυτικά περίπου 70 μικρές και μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις (σ.σ. κατά το γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στο Κίεβο οι επιχειρήσεις αυτές είναι 45), που συγκεντρώνονται κατά κύριο λόγο σε Οδησσό, Κίεβο, Χάρκοβο και Λβιβ.

Έφυγαν από την Ελλάδα, πήγαν στην Ουκρανία και επένδυσαν, κατάφεραν να ισορροπήσουν, και εκεί που είναι πια έτοιμοι να απολαύσουν τους καρπούς της επένδυσής τους, συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ποια εικόνα έχω από τις τηλεφωνικές συνομιλίες μαζί τους; Πνίγονται. Και εννοείται πως θέλουν να ξεκαθαρίσει η εικόνα όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Όταν ακόμα και προ εκλογών μια οικονομία επηρεάζεται, είναι προφανές ότι όταν υπάρχει η πιθανότητα πολέμου, η οικονομία ταράζεται σοβαρά. Κι αυτή τη στιγμή, η οικονομία στην Ουκρανία βρίσκεται υπό τον φόβο ενός άμεσου πολέμου. ‘Εχουν αποσυρθεί διπλωμάτες, διάφορες χώρες έχουν προτείνει στους πολίτες τους είτε να εγκαταλείψουν την Ουκρανία είτε να μην την επισκεφτούν, η κατάσταση είναι έκρυθμη», επισημαίνει. 

Σύμφωνα με τον κ.Μπουγά, η έκρυθμη αυτή κατάσταση ανακόπτει τη δυναμική στις επιχειρηματικές σχέσεις των δύο χωρών, που είχε αρχίσει να γίνεται ανοδική. «Ο ‘Ελληνας επιχειρηματίας που επενδύει σήμερα στην Ουκρανία, επενδύει μεν για να κερδίσει, αλλά όχι ευκαιριακά, όχι για το εύκολο χρήμα. Η Ουκρανία έχει πάρα πολλή γραφειοκρατία και η Ελλάδα είναι μια κοινοτική χώρα, με πολλά ευρωπαϊκά κριτήρια, που η Ουκρανία δεν έχει ακόμα, αλλά σταδιακά προσαρμόζεται. Υπάρχει ανοδική δυναμική στην επιχειρηματικές σχέσεις των δύο χωρών και παραδοσιακά καλές σχέσεις: μην ξεχνάτε πως στην Οδησσό ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία, στη Λβιβ φυλακίστηκε ο Υψηλάντης και στη Μαριούπολη ζουν 150.000 πολίτες ελληνικής καταγωγής», καταλήγει ο κ.Μπουγάς.

40.000 Ουκρανοί ναυτικοί σε πλοία ελληνικής ιδιοκτησίας

Με βάση στοιχεία που άντλησε το ΑΠΕ-ΜΠΕ από την πιο πρόσφατη ετήσια έκθεση του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) στο Κίεβο (εκδόθηκε το 2021 με στοιχεία 2020), οι δεκάδες ελληνικές εταιρείες, που έχουν επενδυτική παρουσία στην Ουκρανία, δραστηριοποιουνται κυρίως στον χώρο της εμπορίας τροφίμων, φρούτων και λαχανικών, της επιλογής προσωπικού για την ελληνική ναυτιλία (εκτιμάται ότι 40.000 Ουκρανοί ναυτικοί απασχολούνται σε πλοία ελληνικής ιδιοκτησίας, ωστόσο δεν υφίστανται, μέχρι στιγμής, πιο συγκεκριμένα στοιχεία), της παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, του τουρισμού και εστίασης. Υπάρχει μία, μεσαίου μεγέθους για τα ουκρανικά δεδομένα, ελληνική κατασκευαστική εταιρεία, που δραστηριοποιείται στη χώρα τα τελευταία 30 χρόνια.

Επίσης, εξακολουθεί να έχει εκεί παρουσία η Τράπεζα Πειραιώς, «με μικρή κεφαλαιοποίηση και λίγα παραρτήματα», σύμφωνα με την έκθεση, ενώ επενδυτικά παρούσες στη χώρα είναι ακόμα «οι εταιρείες Coca Cola Hellenic, Ήφαιστος, Alumil, Etem, Profilco, HGI (υαλουργία – πρώην Yioula), Chipita, Printec, Neokem, Ukravtomatika κ.α». Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της Εθνικής Τράπεζας της Ουκρανίας, το απόθεμα των εισερχομένων από την Ελλάδα ξένων άμεσων επενδύσεων ανερχόταν στο τέλος του 2020 σε 36,5 εκατ. δολ., μειωμένο κατά 12% σε σχέση με τις αρχές του ίδιου έτους (υπάρχουν πάντως και συμμετοχές ελληνικών κεφαλαίων σε καταστατικά επιχειρήσεων που έχουν καταχωρηθεί ως εισερχόμενες από άλλες χώρες και όχι από την Ελλάδα).

Γ. Κωνσταντόπουλος (ΣΕΒΕ): Μπαράζ επιπτώσεων σε διεθνές εμπόριο και παγκόσμια οικονομία

Πώς αναμένεται να επηρεάσει τις ελληνικές εξαγωγές (συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών προϊόντων) η τεταμένη κατάσταση στις σχέσεις Ρωσίας- Ουκρανίας και ιδίως η πιθανή κλιμάκωσή της; «Η κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη του εμπορίου και των σχέσεων της Ε.Ε. και κατ’ επέκταση της Ελλάδας με τις δύο χώρες» επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΣΕΒΕ), δρ Γεώργιος Κωνσταντόπουλος και προσθέτει: «Αναμφίβολα, ενδεχόμενη ρήξη μεταξύ των δύο χωρών θα προκαλέσει αναταραχή και αστάθεια στην περιοχή, με αποτέλεσμα να υπάρξει μπαράζ επιπτώσεων, τόσο στο διεθνές εμπόριο και στην παγκόσμια οικονομία, όσο και στις σχέσεις της Ελλάδας με τις δύο χώρες».

Στο ερώτημα ποια εικόνα εισπράττει από στελέχη ελληνικών επιχειρήσεων, που είτε εξάγουν στην Ουκρανία είτε δραστηριοποιούνται επενδυτικά σε αυτή, απαντά: «το πρωί της Τετάρτης μίλησα με δύο τραπεζικά στελέχη στην Ουκρανία και μου είπαν πως ναι μεν υπάρχει μια έντονα αρνητική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αλλά δεν έχουν πολύ μεγάλη ανησυχία. Οι άνθρωποι που εξάγουν στην Ουκρανία πάλι, ανησυχούν πολύ, δραστηριοποιούνται σε περιβάλλον πολύ υψηλής ανασφάλειας και προσπαθούν να δουν και να βρουν πιθανές εναλλακτικές», σημειώνει. 

Πάντως, παρά τη δημοφιλία που έχουν μεταξύ των Ρώσων και Ουκρανών καταναλωτών συγκεκριμένα ελληνικά προϊόντα, οι εξαγωγές της Ελλάδας στις δύο χώρες κινήθηκαν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα το 2021 και αποτελούν πολύ μικρό ποσοστό του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών -κι αυτό όχι μόνο εξαιτίας του ρωσικού εμπάργκο που επιβλήθηκε στις 7/8/2014 σε συγκεκριμένες κατηγορίες κοινοτικών προϊόντων, σε αντίποινα μέτρων που έλαβε η ΕΕ έναντι της Ρωσίας λόγω της κρίσης στην Κριμαία.

«To εμπάργκο παίζει σημαντικό ρόλο στις χαμηλές εξαγωγές, αλλά όχι τον σημαντικότερο. Οι εξαγωγές είναι χαμηλές γιατί δεν υπάρχει ανάλογη ζήτηση, δεν είναι η Ρωσία παραδοσιακός προορισμός για ελληνικά προϊόντα» εκτιμά ο δρ Κωνσταντόπουλος, επισημαίνοντας ότι στην Ουκρανία υπάρχει η ομογένεια, που στηρίζει τα ελληνικά προϊόντα, αλλά και προς εκεί οι ελληνικές εξαγωγές είναι χαμηλές.

Χαμηλότερες από 600 εκατ. οι ελληνικές εξαγωγές και προς τις δύο χώρες

Ενδεικτικό είναι ότι η αξία των ελληνικών προϊόντων, που πωλούνται και προς τις δύο χώρες μαζί, δεν φτάνουν ούτε τα 600 εκατ. ευρώ. Όπως επισημαίνει ο δρ Κωνσταντόπουλος, η Ουκρανία βρίσκεται μόλις στην 30ή θέση των σημαντικότερων προορισμών για τα ελληνικά προϊόντα, με εξαγωγές 338,6 εκατ. ευρώ (193,6 εκατ. το πανδημικό 2020 και 210,8 εκατ. το 2019), ενώ ακόμα χαμηλότερα στη λίστα βρίσκεται η Ρωσία, που κατατάσσεται στην 41η θέση, με εξαγωγές 206,6 εκατ. ευρώ το 2021 (161,39 εκατ. το 2020).

Στη μεν Ουκρανία οι σημαντικότεροι κλάδοι ήταν τα πετρελαιοειδή σε ποσοστό 70,5%, τα τρόφιμα (8,7%) και τα βιομηχανικά προϊόντα (7,1%), ενώ στη Ρωσία τα βιομηχανικά προϊόντα (18,4% μερίδιο), τα χημικά (16,4%), τα μηχανήματα και οχήματα (15,4%) οι πρώτες ύλες (12,7%) και διάφορα βιομηχανικά είδη (10,5%).

«Σε ό,τι αφορά στις εισαγωγές από την Ουκρανία, αυτές διαμορφώθηκαν σε 198,4 εκατ. ευρώ το 2021 με τα βιομηχανικά προϊόντα να αποτελούν το 51,2% εξ αυτών και τα τρόφιμα το 19,9%. Το εμπορικό ισοζύγιο λοιπόν, είναι θετικό για την Ελλάδα. Αντίθετα, οι ελληνικές εισαγωγές από τη Ρωσία κινήθηκαν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και συγκεκριμένα σε 4,3 δισ. ευρώ, με το 85,0% (3,6 δισ. ευρώ) να αφορά σε πετρελαιοειδή και το 10,7% σε βιομηχανικά είδη (458,5 εκατ. ευρώ).

Στο κομμάτι των υπηρεσιών αντίστοιχα, δηλαδή κατά κύριο λόγο του τουρισμού, οι ελληνικές εξαγωγές για το 2020 διαμορφώθηκαν σε 808,6 εκατ. ευρώ για τη Ρωσία και σε 308,4 εκατ. ευρώ για την Ουκρανία, κατακτώντας την 20ή και 38η θέση στη σχετική λίστα» καταλήγει.

Στο μεταξύ, η ελληνική γούνα ήταν ανέκαθεν ιδιαίτερα δημοφιλής στη Ρωσία, αλλά τα τελευταία χρόνια, οι πωλήσεις της ακολουθούν πορεία ελεύθερης πτώσης, όπως προκύπτει από στοιχεία που έθεσε στη διάθεση του ΑΠΕ-ΜΠΕ το Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών (ΙΕΕΣ) του ΣΕΒΕ. Συνεπεία πολλών διαφορετικών παραγόντων, οι συνολικές ελληνικές εξαγωγές γούνας στη Ρωσία «προσγειώθηκαν» στα 11,52 εκατ. ευρώ το 2020 και στα 15,6 εκατ. ευρώ το 2021, επίδοση που σε τίποτα δεν θυμίζει τις παλιές καλές μέρες του 2017 -όταν έφταναν τα 60 εκατ. ευρώ- ή του 2018 (51 εκατ. ευρώ).