Του Μιχάλη Ψύλου
Είτε για βενζίνη, είτε για ενέργεια, είτε στο σούπερ μάρκετ: Οι πολίτες στην ευρωζώνη πρέπει να ψάχνουν πλέον όλο και πιο βαθιά στις τσέπες τους για να ανταπεξέλθουν στην μεγάλη αύξηση των τιμών. Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη σκαρφάλωσε στο 4,1% τον περασμένο μήνα-δυό φορές πάνω από τον στόχο της ΕΚΤ, πυροδοτώντας έντονες συζητήσεις ,αλλά και διαξιφισμούς και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
«Ο πληθωρισμός είναι ανεπιθύμητος και επώδυνος και φυσικά υπάρχουν ανησυχίες για το πόσο θα διαρκέσει. Λαμβάνουμε αυτές τις ανησυχίες πολύ σοβαρά και παρακολουθούμε στενά τις εξελίξεις», δήλωσε προχθές η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, στο Ευρωπαϊκό Τραπεζικό Συνέδριο στη Φρανκφούρτη. Η Λαγκάρντ τόνισε ότι τα ενεργειακά προϊόντα -η βενζίνη, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο-έχουν γίνει πολύ ακριβά. Και σε συνδυασμό με τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, έχουν αυξηθεί οι τιμές ΄στην αγορά. Αλλά για το αφεντικό της ΕΚΤ, πολλά από αυτά σχετίζονται με την κρίση του κορωνοϊού – και είναι μόνο προσωρινά και ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει ξανά από το επόμενο έτος.
Αντίθετη άποψη εξέφρασε ο απερχόμενος πρόεδρος της Bundesbank, Γενς Βάιντμαν, στην τελευταία του ίσως δημόσια παρέμβαση στην ΕΚΤ, χαρακτηρίζοντας πολύ «ρόδινες» τις προσδοκίες της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό: «Θα μπορούσε κάλλιστα οι ρυθμοί του πληθωρισμού να μην πέσουν κάτω από τον στόχο μας μεσοπρόθεσμα, όπως προβλεπόταν προηγουμένως», προειδοποίησε ο Βάιντμαν ,μιλώντας στο ίδιο συνέδριο. «Οι συνέπειες της πανδημίας θα μπορούσαν να έχουν αξιοσημείωτο αντίκτυπο στον πληθωρισμό», πρόσθεσε το «κορυφαίο γεράκι» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τονίζοντας σε όλους τους τόνους τις θεμελιώδεις διαφορές του με την Κριστίν Λαγκάρντ. Αυτές οι διαφορές άλλωστε, τον οδήγησαν -σύμφωνα με τους περισσότερους παρατηρητές της ΕΚΤ -στην απόφασή του να αποχωρήσει από τα καθήκοντά του στα τέλη του χρόνου. Ο Βάιντμαν πρόσθεσε μάλιστα ότι «δεδομένης της σημαντικής αβεβαιότητας σχετικά με τις προοπτικές για τον πληθωρισμό, η νομισματική πολιτική δεν θα πρέπει να δεσμευτεί για πολύ καιρό στην τρέχουσα πολύ επεκτατική της μορφή».
Η Λαγκάρντ έχει βέβαια διαφορετική άποψη: «Η πληθωριστική πίεση αναμένεται να εξασθενίσει και δεν έχει νόημα να αντιδράσουμε με αυστηρότερη πολιτική, γιατί κάτι τέτοιο δεν θα επηρέαζε την οικονομία ,παρά μόνο αφού έχει ήδη περάσει το σοκ».
Η Λαγκάρντ ,δεν απέφυγε επίσης να κάνει μια πρόβλεψη για την πολιτική που θα ακολουθήσει η ΕΚΤ μέχρι το τέλος του 2022. «Οι προϋποθέσεις για την αύξηση των επιτοκίων είναι πολύ απίθανο να υπάρξουν τον επόμενο χρόνο», εκτίμησε το «αφεντικό» της ΕΚΤ, συναντώντας την έντονη αντίδραση πολλών οικονομικών παραγόντων, ιδιαίτερα στη Γερμανία. « Η Λαγκάρντ δεν θέλει να ακούσει τίποτα για την αύξηση των επιτοκίων, όπως ζητείται συγκεκριμένα στη Γερμανία», γράφει η Frankfurter Allgemeine Zeitung. « Ως εκ τούτου, πέρα από την μεγάλη κρίση του κορονοϊού, η ΕΚΤ θα συνεχίσει να διοχετεύει δισεκατομμύρια στην οικονομία και να αφήνει αμετάβλητα τα επιτόκια», τονίζει με έκδηλη οργή η FAZ, επισημαίνοντας ότι «οι εκπρόσωποι των μεγάλων τραπεζών κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Δεν πιστεύουν πλέον στην αφήγηση της ΕΚΤ ότι ο πληθωρισμός αυξήθηκε μόνο προσωρινά».
Δύο στρατόπεδα
Σε όλο τον κόσμο διαμορφώνονται άλλωστε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο οι κεντρικές τράπεζες αντιμετωπίζουν την τρέχουσα αύξηση των ποσοστών πληθωρισμού. Οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες, με επικεφαλής την Αμερικανική Fed και η ΕΚΤ, εκτιμούν ότι οι ρυθμοί του πληθωρισμού θα υποχωρήσουν ξανά από το επόμενο έτος και συνεπώς η νομισματική πολιτική πρέπει να συνεχίζει να ενισχύει την οικονομία. Ο πληθωρισμός στη Μεγάλη Βρετανία είναι επίσης υψηλότερος από τον αναμενόμενο, στο 4,2%. Στην πιο πρόσφατη συνεδρίασή του, το Συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας αποφάσισε απροσδόκητα να μην αυξήσει το βασικό επιτόκιο, κάτι που περίμεναν ευρέως οι χρηματοπιστωτικές αγορές. Πιθανότατα βέβαια, η Τράπεζα της Αγγλίας ανέβαλε την απόφαση για το επιτόκιο, αλλά δεν την ακύρωσε.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μπορεί η Fed να έχει ανακοινώσει μια σταδιακή έξοδο από το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, οι αναλυτές εξακολουθούν να κοιτάζουν πολύ την αγορά εργασίας και δεν είναι βέβαιο ότι θα επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις της αγοράς για αυξήσεις επιτοκίων από τα μέσα του 2022.Παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες έφτασε το 6,2%, το υψηλότερο επίπεδό του από το 1990. «Η ανακοίνωση της Fed ότι θα μειώσει σταδιακά τις αγορές ομολόγων της έχει θεωρηθεί ως ένδειξη μιας σημαντικής στροφής προς αυστηρότερη νομισματική πολιτική, αλλά δεν είναι έτσι», γράφει η FAZ. «Οι αγορές ομολόγων δεν έχουν σχεδόν κανένα αποτέλεσμα σε περιόδους καλής οικονομικής δραστηριότητας, αλλά οι αυξήσεις των επιτοκίων- που είναι πιο πιθανό να έχουν αποτέλεσμα-, δεν αναμένονται στις Ηνωμένες Πολιτείες στο άμεσο μέλλον. Όπως έχει συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν, η Fed προφανώς θεωρεί ότι οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας είναι πιο σημαντικές από πιθανούς πληθωριστικούς κινδύνους, τους οποίους προτιμά να υποτιμά. Εν όψει της σταθερής οικονομικής ανάπτυξης και ενός πληθωρισμού 5%, η αμερικανική νομισματική πολιτική παραμένει επεκτατική. Αυτό φαίνεται και από την αντίδραση στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι τιμές των μετοχών αυξήθηκαν και οι αποδόσεις των ομολόγων μειώθηκαν», τονίζει η Γερμανική εφημερίδα.
Δεδομένης πάντως της αβεβαιότητας για την εξέλιξη της πανδημίας ,αλλά και της διαφορετικής επίδρασης του κορωνοϊού στις οικονομίες των διαφόρων χωρών, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι κάποιες κεντρικές τράπεζες ακολουθούν αυτήν τη στιγμή διαφορετικούς δρόμους. Σε πολλές μικρές και μεσαίες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Τσεχίας, οι κεντρικές τράπεζες έχουν αρχίσει να αυξάνουν τα βασικά τους επιτόκια.
«Βιώνουμε μια ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες , η Fed περιορίζει τις αγορές ομολόγων της και το κάνει προσεκτικά για να προστατεύσει τα χρηματιστήρια από αναταραχές», λέει ο Ζαν Λεμιέρ, πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης και νυν πρόεδρος της BNP Paribas.«Οι αγορές αναμένουν επίσης τέτοιες σημαντικές αποφάσεις στην Ευρώπη, το αργότερο στην επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Δεκέμβριο. Η πίεση στις ευρωπαϊκές νομισματικές αρχές να ακολουθήσουν σύντομα το παράδειγμα των ΗΠΑ είναι πιθανό να αυξηθεί», εκτιμά ο Λεμιέρ .