Οι τράπεζες έχουν υπερεπάρκεια κεφαλαίων σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο πρόεδρος του δ.σ. της Εurobank Νίκος Καραμούζης, μιλώντας σε διεθνές επενδυτικό φόρουμ της Capital Link, στη Νέα Υόρκη.
Όπως ανέφερε, μετά την ολοκλήρωση της πρόσφατης ανακεφαλαιοποίησης, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα διαθέτει υπερεπάρκεια κεφαλαίων και δεν θα χρειαστεί άλλες αυξήσεις, εκτός αν η χώρα εισέλθει σε νέα περιπέτεια εξόδου από το ευρώ.
Εξήγησε δε ότι οι τέσσερις συστημικές τράπεζες διαθέτουν:
- υψηλό απόθεμα προβλέψεων ύψους 57 δισ. ευρώ με κάλυψη των επισφαλών δανείων σε ποσοστό πάνω από 65%, ενώ,
- τα βασικά κεφάλαια των τραπεζών προσεγγίζουν τα 37 δισ. ευρώ ή δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 17,6%, από τους υψηλότερους της Ευρώπης με μέσο όρο στην Ευρωζώνη κάτω από 13%.
Το άθροισμα των δύο αποτελεί μια ισχυρή θωράκιση συνολικού ύψους 94 δισ. ευρώ έναντι ενός χαρτοφυλακίου επισφαλών δανείων (NPEs), με βάση το διευρυμένο ορισμό της Τράπεζας Ελλάδος, συνολικού ύψους 116 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τον κ. Καραμούζη.
Ο πρόεδρος της Eurobank πρόσθεσε επίσης ότι τα προ προβλέψεων κέρδη (εξαιρουμένης της Finansbank) διαμορφώνονται σε 4,2 δισ. ευρώ ετησίως, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν για επιπρόσθετες προβλέψεις αν η κατάσταση χειροτερεύσει πριν αρχίσουν ν’ απομειώνονται τα ίδια κεφάλαια. «Δεν υπάρχει άλλο τραπεζικό σύστημα στην Ευρώπη με τέτοια θωράκιση, που έχει ελεγχθεί πλήρως τρεις φορές με ενδελεχή stress tests. Η πλειοψηφία του χαρτοφυλακίου των επισφαλών χορηγήσεων καλύπτεται από εξασφαλίσεις σε ποσοστό πάνω από 60%», τόνισε o πρόεδρος της Εurobank.
Συνεχίζοντας, διευκρίνισε ότι με την παραπάνω επάρκεια κεφαλαίων και την εκτιμώμενη επιστροφή στην κερδοφορία των τραπεζών το 2016, διαμορφώνονται πολύ ικανοποιητικές προϋποθέσεις για να επανέλθουν οι τράπεζες στη βασική τους δουλειά, που είναι η χρηματοδότηση της οικονομίας, της ανάπτυξης και των πελατών.
Ιδιαίτερα ευνοϊκές θα είναι οι συνθήκες αν η ισχυρή κεφαλαιακή θέση των τραπεζών συνοδευτεί με τη βελτίωση της ρευστότητας, κυρίως με την επιστροφή των καταθέσεων και την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, εξέλιξη η οποία προϋποθέτει την πιστή εφαρμογή του προγράμματος, τη διαμόρφωση του σταθερού πολιτικού κλίματος και την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, ανέφερε επιπλέον ο κ. Καραμούζης.
Παράλληλα, έκανε λόγο για εξαιρετικά ευοίωνες προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, σε ό,τι αφορά την εξέλιξη της χρηματιστηριακής τους αξίας. Όπως εξήγησε, σήμερα οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται περίπου στο 0,3 της καθαρής λογιστικής τους αξίας (tangible book) ενώ ο μέσος όρος των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι κοντά στη μια φορά στην καθαρή λογιστική τους θέση. Επιπλέον, υπάρχουν σοβαροί παράγοντες που θα συμβάλουν στην επιστροφή στην κερδοφορία των τραπεζών εντός του 2016.
Συνεχίζοντας, αναφέρθηκε σε πέντε καθοριστικούς, όπως είπε, παράγοντες :
- Ομαλοποίηση των συνθηκών ρευστότητας με σημαντική μείωση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών, κυρίως λόγω της σημαντικής μείωσης της εξάρτησης ρευστότητας από το Ευρωσύστημα και της αύξησης του υπολοίπου των καταθέσεων.
- Ομαλοποίηση του κόστους των προβλέψεων με τη σταθεροποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με αποτέλεσμα οι νέες προβλέψεις να περιοριστούν κοντά στο 1% του υπολοίπου των δανείων, έναντι 2,5% που επικρατεί σήμερα.
- Βελτίωση εσόδων από προμήθειες που σήμερα κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα κοντά στο 0,35% του ενεργητικού, ενώ το αντίστοιχο των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι κοντά στο 1%. Άρα υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ανάκαμψης.
- Περεταίρω εκλογίκευση του λειτουργικού κόστους των τραπεζών.
- Αποτελεσματική διαχείριση του προβληματικού χαρτοφυλακίου, ώστε, ένα κομμάτι του να επιστρέψει σε χρηματοοικονομική υγεία και να εξυπηρετείται κανονικά από τους πελάτες.
«Με βάση τα παραπάνω είναι εφικτό, υπό την προϋπόθεση ότι θα ομαλοποιηθούν πλήρως οι πολιτικές και μακροοικονομικές συνθήκες, να επιστρέψουν σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα κερδοφορίας, δημιουργώντας σημαντική χρηματιστηριακή αξία», συμπλήρωσε ο κ. Καραμούζης.