Skip to main content

Στα 345 εκατ. ευρώ οι επενδύσεις των εταιρειών του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων

Της Λέττας Καλαμαρά  

Σε παρόχους λύσεων της κυκλικής οικονομίας μπορούν να εξελιχθούν οι παραγωγοί ορυκτών και μεταλλευμάτων με την κατάλληλη πολιτική στρατηγική και σχεδιασμό, σύμφωνα με την ηγεσία του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων.

Όπως τόνισε ο ΣΜΕ στο πλαίσιο του συνεδρίου για τις πρώτες ύλες RawΜat 2021 η βαθιά γνώση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων των ορυκτών πόρων, η σταδιακή μετατροπή των ελληνικών εταιρειών σε «παρόχους λύσεων» από «παραγωγούς ορυκτών και μεταλλευμάτων», η υψηλού επιπέδου τεχνική γνώση, και η εφαρμογή υψηλής τεχνολογίας και καινοτόμων μεθόδων έρευνας αποτελούν τα σημεία «κλειδιά» για τη διαρκή ανάπτυξη του εξορυκτικού κλάδου, ο οποίος παρέμεινε σταθερός ακόμα και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. 

Ωστόσο, η δημιουργία αξίας από τα βεβαιωμένα αποθέματα ενέχει σημαντικά εγγενή ρίσκα και υψηλά κόστη, όπως η περιορισμένη γνώση για το αποθεματικό δυναμικό γεωλογικών στοιχείων, το υψηλό κόστος έρευνας και εκμετάλλευσης, οι υπάρχουσες υποδομές και φυσικά οι ελλείψεις στον χωροταξικό σχεδιασμό, το ασταθές φορολογικό πλαίσιο και η ασυνέπεια δημόσια διοίκησης και δικαίου.

Ταυτόχρονα, θέματα όπως η επίλυση της εξάρτησης της Ευρώπης από εισαγόμενες πρώτες ύλες, η σταδιακή απεξάρτηση από τον άνθρακα που οδηγεί σε αυξημένη ζήτηση σε μέταλλα και ορυκτά, η ανάγκη για πιο αξιόπιστες και φθηνές αλυσίδες εφοδιασμού, καθώς και η εύρεση νέας χρήσης του λιγνίτη ως πηγή εσόδων οφείλουν να καταστούν στρατηγικές προτεραιότητες για το κράτος, σε συνεργασία με τις εταιρείες του εξορυκτικού κλάδου. 

Παραγωγή

Ορυκτά όπως ο βωξίτης, ο μπεντονίτης, ο περλίτης και τα μάρμαρα κατατάσσουν την Ελλάδα σε υψηλές θέσεις παραγωγής ορυκτών. Σύμφωνα με τον  πρόεδρο του ΣΜΕ, κ. Α. Κεφάλα, «τα ορυκτά μας αγκαλιάζουν και είναι η βάση για τη ζωή μας και τη βιομηχανία. Στην Ελλάδα λειτουργούν αρκετές εξορυκτικές επιχειρήσεις, δυστυχώς όμως με σταδιακά μειούμενο αριθμό, καθώς για τις μισές η κερδοφορία είναι ζητούμενο.

Παρόλες τις δυσμενείς συνθήκες λειτουργίας των εταιρειών του κλάδου, οι επενδύσεις συνεχίζονται και αγγίζουν περίπου τα 345 εκατ. ευρώ το χρόνο, σε μία περίοδο χαμηλών επιδόσεων για τη χώρα. Για να μπορέσει η εξορυκτική βιομηχανία να αποτελέσει παράδειγμα και οδηγό ανάπτυξης, είναι αναγκαίο να δοθεί πρώτον, η πρέπουσα προτεραιότητα στη δημιουργία του κατάλληλου επιχειρηματικού και ρυθμιστικού περιβάλλοντος από τη Δημόσια Διοίκηση, να συνεχιστεί η ευέλικτη και βιώσιμη παραγωγή από τις ίδιες τις επιχειρήσεις και να συμβάλλουμε όλοι, πολιτεία και εκπρόσωποι του κλάδου, στην αποδοχή και υποστήριξη από την κοινωνία της υπεύθυνης και βιώσιμης εξόρυξης».