Πρόσφατα, η Michelin παρουσίασε τη στρατηγική της προσέγγιση για «Επιδόσεις που Διαρκούν», η οποία βρίσκεται στην καρδιά όλων των ενεργειών του Ομίλου που απευθύνονται στους καταναλωτές. Πολλοί κατασκευαστές σχεδιάζουν ελαστικά που παραμένουν ασφαλή μέχρι να φτάσουν στο νόμιμο όριο φθοράς (1,6 χιλ.). Ωστόσο, σήμερα κυκλοφορούν στην αγορά και ελαστικά, που όσο περισσότερο χρησιμοποιούνται (όσα περισσότερα χιλιόμετρα κάνουν), παρουσιάζουν αποστάσεις φρεναρίσματος που επιδεινώνονται ιδιαίτερα απότομα. Όπως τονίζουν οι ιθύνοντες της εταιρίας, η απουσία ενός ρυθμιστικού κανονισμού που να ορίζει ένα κατώτατο όριο επιδόσεων των φθαρμένων ελαστικών μπορεί να οδηγήσει τους επαγγελματίες οδηγούς, αλλά και τους απλούς καταναλωτές να αντικαθιστούν τα ελαστικά τους πριν φτάσουν στο νόμιμο όριο φθοράς. Η Michelin υποστηρίζει την εφαρμογή κανονισμών που θα απαντούν στις σημαντικότερες προκλήσεις για την ασφάλεια, την αγοραστική δύναμη των οδηγών και την προστασία του περιβάλλοντος.
Μελέτες δείχνουν ότι ούτε οι διάφορες αξιολογήσεις για τα καινούρια ελαστικά ούτε, όμως, και το βάθος πέλματος των ελαστικών μπορούν να μας δώσουν μια ιδέα για τις επιδόσεις τους όσο περνά ο χρόνος. Για να μπορέσουμε να μάθουμε τις πραγματικές επιδόσεις των χρησιμοποιημένων ελαστικών, πρέπει να τα υποβάλουμε σε ειδικές δοκιμές. Ωστόσο, οι περισσότεροι κατασκευαστές ελαστικών και αυτοκινήτων αλλά και οι ενώσεις καταναλωτών, εστιάζουν κυρίως την προσοχή τους στις δοκιμές που πραγματοποιούνται σε καινούρια ελαστικά. Στην πραγματικότητα, το ελαστικό αρχίζει να φθείρεται μόλις τοποθετηθεί σε ένα όχημα και αρχίσει να κυκλοφορεί στο δρόμο. Όσο περισσότερο φθείρεται, τόσο περισσότερο αλλάζουν οι επιδόσεις του.
Μερικές επιδόσεις βελτιώνονται με τη φθορά, όπως το φρενάρισμα στο στεγνό οδόστρωμα και η κατανάλωση καυσίμου. Ωστόσο, το φρενάρισμα στο βρεγμένο οδόστρωμα αποτελεί το βασικό δείκτη επιδόσεων που επιδεινώνεται – ορισμένες φορές ιδιαίτερα έντονα – καθώς το ελαστικό φθείρεται. Είναι σαφές, δηλαδή, ότι αποτελεί μία επίδοση ασφάλειας που πρέπει να υπόκειται σε συστηματικές δοκιμές.
Σκοπός της Michelin είναι να διασφαλίσει ότι όλοι οι καταναλωτές θα έχουν στη διάθεσή τους τις απαραίτητες πληροφορίες για τις επιδόσεις των ελαστικών τους, σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Αυτός ο σκοπός μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την εφαρμογή κανονισμών για δοκιμές σε χρησιμοποιημένα ελαστικά.
Για να εγγυηθούν την ασφάλεια των καταναλωτών, το Μάρτιο του 2019, οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί πρότειναν την προσθήκη δοκιμής σε φθαρμένα ελαστικά στον Ευρωπαϊκό Κανονισμό, που είναι γνωστός ως Γενικός Κανονισμός Ασφάλειας Οχημάτων. Αυτή η προσθήκη πρόκειται να υιοθετηθεί επίσημα το φθινόπωρο του 2019. Συστάθηκε μια ομάδα εργασίας στην Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (UNECE), για να προσδιορίσει τις διαδικασίες για αυτές τις δοκιμές, τα ελαστικά αναφοράς και τα ελάχιστα ρυθμιστικά όρια που πρέπει να γίνονται σεβαστά.
Η Michelin υποστηρίζει την εφαρμογή ενός κατώτατου ορίου για το φρενάρισμα σε βρεγμένο οδόστρωμα όταν τα ελαστικά είναι φθαρμένα, για να διασφαλίσει ότι οι καταναλωτές απολαμβάνουν ένα κατώτατο όριο επιδόσεων για όλα τα ελαστικά που κυκλοφορούν στην αγορά. Τονίζει πως η αντίσταση κύλισης και ο θόρυβος θα συνεχίσουν να υποβάλλονται σε δοκιμές όταν τα ελαστικά είναι καινούρια, καθώς πρόκειται για δείκτες επιδόσεων που βελτιώνονται με τη φθορά. Ωστόσο, σήμερα, δεν ζητά αλλαγές στην ετικετογράφηση, που πρέπει να συνεχίσει να βασίζεται στα καινούρια ελαστικά.
Για τα καινούρια ελαστικά, η δοκιμή του φρεναρίσματος σε βρεγμένο οδόστρωμα μετρά την απόσταση που χρειάζεται για να επιβραδύνει ένα όχημα από τα 80 στα 20 χλμ/ώρα, σε κανονική επιφάνεια οδοστρώματος, με στρώμα νερού ύψους 1 χιλιοστού. Επιπλέον, αυτή η δοκιμή περιλαμβάνει και άλλες πολύ ακριβείς παραμέτρους, όπως ο συντελεστής τριβής, η θερμοκρασία του περιβάλλοντος κτλ. Η Michelin εκτιμά ότι αυτή η δοκιμή είναι ο πιο κατάλληλος τρόπος για να αξιολογηθούν οι επιδόσεις των φθαρμένων ελαστικών, για δύο βασικούς λόγους:
-Αυτή η δοκιμή σε βρεγμένο οδόστρωμα μπορεί να προσδιορίσει το κατώτατο ρυθμιστικό όριο ασφάλειας για καινούρια ελαστικά και είναι ευρέως αποδεκτή από ειδικούς και επαγγελματίες των ελαστικών (κατασκευαστές ελαστικών, διανομείς, ενώσεις καταναλωτών, καταναλωτές κτλ).
-Καλύπτει τις πραγματικές συνθήκες και τους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας οδηγός στο δρόμο.
Ένα χιλιοστό μπορεί να φαίνεται λίγο, ωστόσο, στη Γερμανία για παράδειγμα, σε ποσοστό 99%, οδηγούμε σε δρόμους που είτε είναι στεγνοί είτε βρεγμένοι με στρώμα νερού που είναι χαμηλότερο από 1 χιλιοστό (DWD (Deutscher Wetterdienst) : 66 μετεωρολογικοί σταθμοί στη Γερμανία για 278 ημέρες καταγραφής δεδομένων το 2017/8. https://opendata.dwd.de/weather/weather_reports/road_weather_stations/).
Επιπλέον, σε περίπτωση δυνατής βροχής, οι οδηγοί μειώνουν δραστικά την ταχύτητα εξαιτίας της μειωμένης ορατότητας. Η ταχύτητα, τότε, μπορεί να μειωθεί κατά 15-40 χλμ/ώρα, ανάλογα με την ένταση της καταιγίδας. (Dr Hartz Birgit (BAST), Η ταχύτητα στους Γερμανικούς αυτοκινητόδρομους με δυνατή βροχή. 4ο Διεθνές Συμπόσιο για το Γεωμετρικό Σχεδιασμό των Αυτοκινητόδρομων, 2-5 Ιουνίου 2010, Βαλένθια).
Αυτά τα στοιχεία επιβεβαιώνονται από πρόσφατη μελέτη της VUFO (Chair of Accidentology at the University of Dresden), και στη Γερμανία, που δείχνει ότι μόνο 1 τροχαίο ατύχημα σε σύνολο 1000 προκλήθηκε από υδρολίσθηση: https://vufo.de/en/forschung–und–entwicklung/forschungsfeld– reifenfahrbahn/
Τα ευρήματα από το project Gidas (Γερμανική λεπτομερής ανάλυση ατυχημάτων) δείχνουν ότι στο 90% των τροχαίων ατυχημάτων, η ταχύτητα των αυτοκινήτων πριν συμβεί το ατύχημα (πριν το φρενάρισμα ή πριν το κλείδωμα του τιμονιού) ήταν λιγότερη από 80 χλμ/ώρα (Βάση δεδομένων του GIDAS: 2010 – 2017, 14.465 ατυχήματα στις περιφέρειες της Δρέσδης και του Αννόβερο). Από την άλλη πλευρά, στη Γερμανία, περίπου το 65% των τροχαίων ατυχημάτων σημειώνεται σε αστικές περιοχές και μόλις το 10% σε αυτοκινητόδρομους (Στατιστική Ανάλυση του αρμόδιου Υπουργείου για τα ατυχήματα στη Γερμανία, το 2017). Σε παγκόσμιο επίπεδο, αυτή η τάση θα αυξηθεί με την εκθετική ανάπτυξη των μεγάλων αστικών κέντρων.
Τρεις, εν τέλει, είναι οι βασικοί στόχοι της Michelin:
-Να βελτιώσει την ασφάλεια των καταναλωτών προσφέροντάς τους τις σχετικές πληροφορίες για τις επιδόσεις των ελαστικών τους, είτε είναι καινούρια είτε είναι χρησιμοποιημένα. Η ανάγκη για ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με τις επιδόσεις των φθαρμένων ελαστικών αποκτά μεγαλύτερη σημασία καθώς η πορεία των επιδόσεων των ελαστικών όσο χρησιμοποιούνται, είναι το αποτέλεσμα επιλογής του κατασκευαστή και των επενδύσεων που διαθέτει στην κατασκευή των ελαστικών. Επενδύει περισσότερα από 600 εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο στα Κέντρα Έρευνας και Ανάπτυξης που διαθέτει, στα οποία πάνω από 6.000 άνθρωποί της εργάζονται καθημερινά για την ανάπτυξη νέων μειγμάτων γόμας και τεχνολογιών που επεκτείνουν τη διάρκεια ζωής ενός ελαστικού και προσφέρουν αυξημένη ασφάλεια.
-Να βελτιώσει το περιβαλλοντικά αποτύπωμα συνολικά της βιομηχανίας των ελαστικών, εξοικονομώντας μέχρι και 128 εκατομμύρια ελαστικά, κάθε χρόνο, στην Ευρώπη και 6,6 εκατομμύρια τόνους εκπομπών CO2.
–Να βελτιώσει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών εξοικονομώντας μέχρι και €6,9 δισεκατομμύρια κάθε χρόνο για τους Ευρωπαίους οδηγούς (Στοιχεία από την Έκθεση της Ernst & Young με τίτλο «Pas de fatalité à l’obsolescence programmée» – Μάιος 2017).