Του Ευάγγελου Μ. Σφακιανάκη, επισκ. καθηγητή Χρηματοοικονομικών του ΕΚΠΑ και προέδρου της SFK Financial Group
Πριν από λίγα μόλις 24ωρα ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την επιβολή νέων δασμών σε μια σειρά εισαγόμενων προϊόντων από την Κίνα, την Ε.Ε. και άλλες μεγάλες οικονομίες.
Οι παγκόσμιες αγορές αντέδρασαν ακαριαία: Τα μεγάλα χρηματιστήρια κατέγραψαν απότομες πτώσεις, οι δείκτες μεταβλητότητας εκτοξεύτηκαν, ενώ η αβεβαιότητα γύρω από την πορεία του παγκόσμιου εμπορίου επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο.
Παρ’ ότι οι δασμοί παρουσιάζονται ως ένα μέσο προστασίας της αμερικανικής παραγωγής, η χρονική τους συγκυρία και οι συνέπειες στις αγορές δείχνουν πως πίσω από την πολιτική ρητορική κρύβεται μια καθαρά χρηματοοικονομική στρατηγική. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τεράστια ανάγκη αναχρηματοδότησης χρέους ύψους σχεδόν 9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων εντός του 2025.
Με τα επιτόκια να παραμένουν υψηλά λόγω της πολιτικής της Fed, κάθε ποσοστιαία μονάδα στο κόστος δανεισμού μεταφράζεται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια για τον προϋπολογισμό.
ΟΙ ΔΑΣΜΟΙ, λοιπόν, λειτουργούν ταυτόχρονα ως μοχλός πίεσης και κατεύθυνσης των κεφαλαίων.
Η αστάθεια που δημιουργείται στις αγορές οδηγεί τους επενδυτές σε αποχώρηση από τις μετοχές και σε αναζήτηση ασφαλών καταφυγίων, με πρώτο και κύριο τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα.
Η αυξημένη ζήτηση για ομόλογα ωθεί τις αποδόσεις τους προς τα κάτω, μειώνοντας το κόστος αναχρηματοδότησης του Δημοσίου.
Με απλά λόγια, δημιουργώντας οικονομικό φόβο, ο Τραμπ αυξάνει τεχνητά τη ζήτηση για κρατικά ομόλογα, τα οποία αποτελούν «ασφαλή καταφύγια» των επενδυτών.
ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ, η ενίσχυση του προστατευτισμού έχει ήδη αρχίσει να πλήττει το δολάριο.
Ένα πιο αδύναμο νόμισμα κάνει τα αμερικανικά προϊόντα πιο ανταγωνιστικά στο εξωτερικό και ενισχύει τις εξαγωγές.
Σε μια συγκυρία όπου η ανάπτυξη επιβραδύνεται και η καταναλωτική εμπιστοσύνη παραμένει εύθραυστη, αυτό μπορεί να αποτελέσει σημαντικό αντιστάθμισμα.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, είναι εμφανές πως ο Τραμπ χρησιμοποιεί τη συγκυρία για να ασκήσει ανοιχτά πίεση στον πρόεδρο της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ.
Ήδη, μέσω δημόσιων δηλώσεων, έχει κατηγορήσει τον Τζερόμ Πάουελ ότι καθυστερεί σκοπίμως τη μείωση των επιτοκίων, αφήνοντας να εννοηθεί πως τυχόν αδράνεια δεν είναι τεχνική επιλογή, αλλά πολιτικό παιχνίδι εις βάρος του.
Πρόκειται για μια ιδιαίτερα αιχμηρή τοποθέτηση, η οποία δεν αποκλείεται να επηρεάσει τη στάση της Fed στις επόμενες συνεδριάσεις.
Ο Τραμπ, με τη γνωστή του ευθύτητα, υποδηλώνει ότι δεν θα ανεχθεί «παρεμβάσεις» και ενδέχεται να εντείνει τη ρητορική του ακόμη περισσότερο αν δεν δει την πορεία των επιτοκίων να ευθυγραμμίζεται με τους δημοσιονομικούς του στόχους.
ΌΛΑ ΑΥΤΑ συνθέτουν μια ευρύτερη στρατηγική. Δημιουργώντας αναταραχή στις αγορές, πιέζοντας το δολάριο και στέλνοντας σαφή μηνύματα προς την Κεντρική Τράπεζα, ο Τραμπ προσπαθεί να μεταβάλει το μακροοικονομικό περιβάλλον προς όφελος του Δημοσίου – με στόχο, φυσικά, τη φθηνότερη εξυπηρέτηση του χρέους.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ Τραμπ, αν και ενδεχομένως αποτελεσματική βραχυπρόθεσμα για τη δημοσιονομική του ατζέντα, ενέχει τον κίνδυνο να πυροδοτήσει ντόμινο αντιδράσεων: εμπορικά αντίποινα, γεωπολιτικές εντάσεις, αναζωπύρωση πληθωριστικών μετρήσεων και ενδεχόμενη διάβρωση της εμπιστοσύνης στο θεσμικό πλαίσιο των ΗΠΑ.
Ήδη μεγάλες οικονομίες, όπως η Κίνα, η Ε.Ε. και η Ιαπωνία, καλούν την Ουάσιγκτον να ανακαλέσει άμεσα, απειλώντας με αντίμετρα και θέτοντας ζητήματα συμμόρφωσης με τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
ΣΕ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ που παραμένει εξαρτημένος από τη σταθερότητα των ΗΠΑ, τέτοιες παρεμβάσεις ίσως φέρνουν πρόσκαιρα οφέλη, αλλά αφήνουν μακροχρόνιες ρωγμές.
Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι αν αυτή η προσέγγιση θα αποδώσει χωρίς να προκληθούν ανεξέλεγκτες παρενέργειες στην παγκόσμια οικονομία.
Γιατί όσο ο προστατευτισμός επανέρχεται τόσο αυξάνεται και ο κίνδυνος να διολισθήσει ο κόσμος σε έναν νέο οικονομικό κατακερματισμό.
Και τότε οι επιπτώσεις θα είναι δύσκολα διαχειρίσιμες – όχι μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά για μια παγκόσμια οικονομία που δεν έχει πλέον περιθώρια για νέα σοκ.