Skip to main content

Αύξηση βασικού μισθού, χωρίς αναπτυξιακό αντίκρισμα

Η κινητοποίηση της εγχώριας επιχειρηματικής κοινότητας είναι η μόνη ελπίδα και λύση για τη μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη

Του Απόστολου Βλάχου, οικονομολόγου, επιχειρηματία

Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ απόφαση της κυβέρνησης να αυξήσει τον βασικό μισθό κινείται προς μια κατεύθυνση με έντονο συμβολισμό και σαφές επικοινωνιακό αποτύπωμα.

Αναμφίβολα ωφελεί τους πολύ χαμηλά αμειβόμενους, βελτιώνοντας πρόσκαιρα την αγοραστική τους δύναμη, όμως η πραγματική της επίδραση στην οικονομία είναι περιορισμένη και κατά βάση επιφανειακή.

ΣΥΜΦΩΝΑ με επίσημα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας στον κυριακάτικο Τύπο, μόλις το 10% των εργαζομένων -περίπου 230.000 άτομα- αμείβεται σήμερα με τον βασικό μισθό.

Οι υπόλοιποι, οι οποίοι φαίνεται να λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές, απασχολούνται μερικώς ή με μειωμένο ωράριο – γεγονός που εκτός των άλλων αναδεικνύει το εύρος της υποδηλωμένης εργασίας και τη στρέβλωση της απασχόλησης στη χώρα.

Συνεπώς, η αύξηση αυτή αφορά έναν σχετικά περιορισμένο αριθμό εργαζομένων, ενώ παράλληλα επιβαρύνει όσες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στηρίζουν την ανταγωνιστικότητά τους στο χαμηλό εργασιακό κόστος.

ΑΞΙΖΕΙ, επίσης, να σημειωθεί ότι η αύξηση του βασικού μισθού δεν καθοδηγεί την αγορά, αλλά μάλλον την ακολουθεί.

Οι μέχρι τώρα αυξήσεις ακολουθούν σταθερά το 62% του μέσου μισθού και έτσι εξηγείται η μέθοδος υπολογισμού του.

Δυστυχώς όμως, και η αύξηση του μέσου μισθού δεν οφείλεται στη βελτίωση της παραγωγικότητας ή την αύξηση των επενδύσεων, αλλά στην έλλειψη εργατικού δυναμικού, η οποία επιτείνεται και από τη δημογραφική γήρανση της χώρας.

Πρόκειται, δηλαδή, για μια προσωρινή ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης.

Το ουσιαστικό όμως ερώτημα είναι το γιατί χρειάζεται το κράτος να επεμβαίνει στους μισθούς.

Η απάντηση είναι διπλή:

ΠΡΩΤΟΝ, επειδή ο υπολογισμός του ΑΕΠ βασίζεται στο γενικό επίπεδο μισθών και συνεπώς η αύξησή τους «φουσκώνει» το ΑΕΠ και βελτιώνει τεχνητά την εικόνα της οικονομίας.

ΔΕΥΤΕΡΟΝ, επειδή η οικονομική πολιτική και αυτής της κυβέρνησης διατηρεί το ίδιο παραγωγικό μοντέλο της χώρας, και ενισχύει τις υποστηρίζουσες οικονομικές ελίτ, χωρίς τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες προφανώς θα ήταν ενάντια στα συμφέροντά τους.

Η ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ της φοροδιαφυγής είναι αναγκαία από κάθε άποψη, αλλά από μόνη της δεν δημιουργεί αναπτυξιακή δυναμική.

Ούτε όμως και οι ξένες επενδύσεις, όσο ευπρόσδεκτες και αν είναι, μπορούν από μόνες τους να καλύψουν όλο το επενδυτικό μας κενό.

Η υπερβολική προσδοκία από την εξωτερική ζήτηση παραγνωρίζει τις αδρανείς δυνατότητες του εσωτερικού παραγωγικού ιστού.

ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ, η κινητοποίηση της εγχώριας επιχειρηματικής κοινότητας είναι η μόνη ελπίδα και λύση για τη μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη της πραγματικής μας οικονομίας, δηλαδή της παραγωγής εξαγώγιμων προϊόντων και υπηρεσιών.

Η άρση συντεχνιακών εμποδίων, τα οποία συνεχίζουν να υπάρχουν σε ελκυστικούς κλάδους, εμποδίζουν την είσοδο νέων επιχειρηματιών και στραγγαλίζουν κάθε προσπάθεια καινοτομίας.

Η ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗ πρακτική των φωτογραφικών διατάξεων στις προκηρύξεις δημοσίων προμηθειών εμποδίζει την αύξηση του ανταγωνισμού, αλλά και τη μείωση του κόστους της κρατικής λειτουργίας.

Η εργατική νομοθεσία δυσχεραίνει κάθε ευελιξία την οποία χρειάζονται οι παραγωγικές επιχειρήσεις για να αναπτύξουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και ταυτόχρονα εμποδίζει κάθε αύξηση πρόσθετων αμοιβών για την επιβράβευση των εργαζομένων.

Η ΑΥΞΗΣΗ του βασικού μισθού, λοιπόν, δεν είναι μεταρρύθμιση. Είναι ένα επικοινωνιακό χάδι μέσα σε μια γενικευμένη ακινησία.