Κατά τη δεκαετία 2010-20 η Ελλάδα βίωσε πολλές δομικές μεταρρυθμίσεις ή/και θεαματικές ανατροπές στην αγορά εργασίας.
Στη συνέχεια, η λήξη της μνημονιακής περιόδου δρομολόγησε μερικές αξιοσημείωτες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις. Η δυνατότητα του υπουργού Εργασίας να επεκτείνει τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις επανήλθε, ενώ ενεργοποιήθηκαν εκ νέου κάποιες περιορισμένες δυνατότητες μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. Ωστόσο, η μακροχρόνια κρίση και ο πολλαπλασιασμός των ευέλικτων μορφών απασχόλησης προκάλεσαν μια αναδιάταξη στην ισορροπία δυνάμεων και τον ρόλο των κοινωνικών εταίρων στις σχέσεις εργασίας. Αυτή η εξέλιξη συνδέεται με τη διεύρυνση του μη συνδικαλισμένου τομέα της οικονομίας και την οικονομική αποδυνάμωση ορισμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Σε αυτό το τοπίο οι μεμονωμένοι εργοδότες, αλλά και μερικές εργοδοτικές οργανώσεις δεν κινητροδοτούνται σε επαρκή βαθμό για να συμμετέχουν σε διαδικασίες κοινωνικής εταιρικότητας, ενώ είναι ευκολότερη -σε σχέση με την προμνημονιακή πραγματικότητα- η αποφυγή της «προσχώρησής» τους σε κλαδικές ρυθμίσεις. Αυτές οι εξελίξεις τείνουν να οδηγήσουν στον προσδιορισμό των συνθηκών εργασίας και των μισθών απευθείας από τον μηχανισμό της αγοράς, δίχως να μεσολαβεί -πολυεπίπεδος- διάλογος των κοινωνικών εταίρων. Επιπλέον, η ενεργοποίηση του μηχανισμού της διαιτησίας στις συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι πλέον δυσχερέστερη, ενώ η στροφή της όποιας ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων προς το επιχειρησιακό επίπεδο είναι ιδιαίτερα αισθητή. Το σκηνικό που τα μνημόνια κληροδότησαν στο ελληνικό σύστημα εργασιακών σχέσεων ενδέχεται να αποδειχθεί μονιμότερο από ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Οι προσεχείς εξελίξεις θα επηρεαστούν από το «κλίμα» στις εργασιακές σχέσεις, την ανθεκτικότητα των θεσμών κοινωνικού διαλόγου, την επιθυμία των κοινωνικών εταίρων να συμμετέχουν σε διαδικασίες κοινωνικής εταιρικότητας και την επίδραση του ευρωπαϊκού μοντέλου κοινωνικού διαλόγου.
Οι άξονες μιας ενδελεχούς συζήτησης των ενδιαφερόμενων μερών
Στην τρέχουσα πραγματικότητα της εγχώριας αγοράς εργασίας ορισμένες μεταρρυθμίσεις στο πεδίο του κοινωνικού διαλόγου θα μπορούσαν να αποτελέσουν τους άξονες μιας ενδελεχούς συζήτησης των ενδιαφερόμενων μερών. Ειδικότερα:
- Οι επιχειρήσεις με οικονομικές δυσκολίες θα μπορούν να εξαιρούνται από τις υπερκείμενες συλλογικές συμβάσεις για ένα βραχυχρόνιο διάστημα, με τη συναίνεση της εργατικής πλευράς;
- Το κράτος θα ρυθμίζει τους όρους αμοιβής και εργασίας των αλλοδαπών εργαζομένων, εάν οι τελευταίοι δεν εκπροσωπούνται από εργατικά συνδικάτα;
- Η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) θα συνδεθεί με κίνητρα για συνδικαλιστική ένταξη των μισθωτών, εξέλιξη που θα βοηθούσε τη διεύρυνση του ποσοστού κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας;
- Το κράτος θα παρέχει κίνητρα (παρέχοντας φορολογικές εκπτώσεις/μειώσεις ή τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας) στις επιχειρήσεις, που θα επιλέξουν να συνάψουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας από μόνες τους ή με την αρωγή των μεσολαβητικών υπηρεσιών του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας;
Εν κατακλείδι, με δεδομένη την τρέχουσα ισορροπία κεφαλαίου και εργασίας, μια ρεαλιστική απάντηση για μελλοντικές κρίσεις θα ήταν η υιοθέτηση μιας «οργανωμένης αποκέντρωσης» του κοινωνικού διαλόγου. Με άλλα λόγια, μια διαδικασία με την οποία οι διαπραγματεύσεις σε υψηλότερο επίπεδο θα θέτουν ένα πλαίσιο αρχών και κανόνων, εντός του οποίου θα εκτυλίσσεται ο κοινωνικός διάλογος στο αποκεντρωμένο επίπεδο (π.χ. τοπικά σύμφωνα απασχόλησης, επιχειρησιακές συμφωνίες/συμβάσεις κ.ά.). Συνεπώς, πέρα από τις εθνικές και κλαδικές ρυθμίσεις, η ευελιξία και η εξατομίκευση των ρυθμίσεων για τις συνθήκες εργασίας θα περιοριστούν μερικώς, αν αυτό είναι επιθυμητό από τα ενδιαφερόμενα μέρη.
* Καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων και Αναπληρωτής Πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης